«Απαγορευτικό» στις εξαγωγές μαλακού σιταριού βάζουν χώρες της Ανατ. Ευρώπης

Περίπου το 70% των αναγκών της χώρας μας καλύπτεται από το εξωτερικό

Εντονος προβληματισμός επικρατεί πλέον στην εγχώρια αλευροβιομηχανία και σε σειρά βιομηχανιών τροφίμων, αλλά και της βιοτεχνικής αρτοποιίας, καθώς πλέον οι σιτοπαραγωγοί χώρες της Ανατολικής Ευρώπης η μία μετά την άλλη βάζουν περιορισμούς στις εξαγωγές μαλακού σιταριού και άλλων προϊόντων, όπως για παράδειγμα των καλαμποκιών. Μετά την Ουγγαρία, χθες ήταν η σειρά της Σερβίας να προαναγγείλει διά στόματος του προέδρου της Αλεξάντερ Βούτσιτς περιορισμούς στις εξαγωγές του σιταριού από την επόμενη εβδομάδα, ενώ σε ανάλογες κινήσεις έχουν προχωρήσει και άλλες χώρες παραγωγής εκτός Ευρώπης, όπως η Αργεντινή, η Τουρκία και η Ινδονησία. Ανησυχία υπάρχει για τις αποφάσεις που θα λάβει η Βουλγαρία, η οποία για την ώρα προχωράει σε κινήσεις αποθεματοποίησης προκειμένου να διασφαλίσει σιτηρά για την κάλυψη των αναγκών της. Ας σημειωθεί ότι η Βουλγαρία αποτελεί βασική προμηθεύτρια χώρα για τις μεγαλύτερες ελληνικές αλευροβιομηχανίες.

H Ρουμανία από την άλλη, η οποία αποτελεί βασική σιτοπαραγωγός χώρα, δηλώνει –τουλάχιστον για την ώρα– ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε απαγόρευση των εξαγωγών, καθώς η παραγωγή της είναι υπερδιπλάσια της εγχώριας κατανάλωσης. Μάλιστα, η βαλκανική χώρα μάλλον σχεδιάζει να επωφεληθεί της ανόδου των τιμών και να προχωρήσει σε ακριβότερες εξαγωγές.

Οι διαδοχικοί περιορισμοί στις εξαγωγές σιτηρών και μάλιστα από τις χώρες που παραδοσιακά πωλούν πιο φθηνά σιτηρά, «βάζουν φωτιά» στις τιμές που ήδη από την έναρξη των εχθροπραξιών στην Ουκρανία έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, ενώ παράλληλα είναι πλέον διάχυτη η ανησυχία για την ασφάλεια εφοδιασμού σε τρόφιμα. Δεν είναι τυχαίο ότι πλέον φαίνεται να βρίσκεται υπό αναθεώρηση και η στρατηγική για τη γεωργία στην Ε.Ε., χωρίς να αποκλείεται πλέον το ενδεχόμενο αλλαγών στο καθεστώς της αγρανάπαυσης και χορήγησης επιδοτήσεων στους αγρότες για την καλλιέργεια σιτηρών. Οι μεγαλύτερες συνεταιριστικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των Ευρωπαίων αγροτών COPA και COGECA έχουν ζητήσει να επιτραπεί το 2022 η καλλιέργεια όλης της διαθέσιμης αγροτικής γης, ενώ επί τάπητος φαίνεται να τίθενται μέτρα όπως η επιδότηση της καλλιέργειας μαλακού σιταριού, καθώς και η αναθεώρηση του προγράμματος αγρανάπαυσης γαιών. Βεβαίως, τα μέτρα αυτά ακόμη και αν υιοθετηθούν, δεν θα έχουν άμεσα αποτέλεσμα.

Υπενθυμίζεται ότι προ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ οι καλλιέργειες μαλακού σίτου (πρόκειται για το σιτάρι από το οποίο παράγεται το αλεύρι για ψωμί) υπερίσχυαν αυτών του σκληρού σίτου (χρησιμοποιείται για την παραγωγή σιμιγδαλιού που προορίζεται για τη βιομηχανία ζυμαρικών). Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπ. Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 1980 καλλιεργούνταν στην Ελλάδα 7.281.370 στρέμματα μαλακού σίτου παράγοντας 2.274.250 τόνους και 2.290.500 στρέμματα σκληρού σίτου παράγοντας 657.049 τόνους. To 2018 στην Ελλάδα καλλιεργήθηκαν με μαλακό σιτάρι μόλις 1.196.980 στρέμματα και η παραγωγή ήταν 302.849 τόνοι, ενώ είχαν εισαχθεί 989.493 τόνοι. Οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς σε μαλακό σιτάρι ξεπερνούν το 1,3 εκατ. τόνους ετησίως.

Η εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές την έχει καταστήσει εξαιρετικά ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών, οι οποίες επιβαρύνονται από το κέρδος του μεσίτη – εισαγωγέα από τον οποίο αγοράζουν οι αλευροβιομηχανίες, καθώς και από το μεταφορικό κόστος, το οποίο πλέον είναι πολύ υψηλό.

Χθες η τιμή του μαλακού σίτου στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων στο Παρίσι, παρά τη μικρή υποχώρηση σε σύγκριση με τη Δευτέρα, διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Η τιμή για τα συμβόλαια παράδοσης Μαΐου έφτασε μέχρι τα 400 ευρώ/τόνο.

 

 

Καθημερινή

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content