Του Κώστα Τριγώνη
Εδώ και πολλές μέρες, προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως η Βαγγελιώ μου, δεν είναι πια εδώ. Το λέω, το γράφω, το βιώνω, μα κατά βάθος δεν το πιστεύω. Στο άδειο σπίτι μας, αισθάνομαι διαρκώς έντονη την παρουσία της. Μου την θυμίζουν τα πάντα! Το άδειο τασάκι, που πριν λίγες μέρες ήταν διαρκώς γεμάτο αποτσίγαρα, το μπουφανάκι της στην κρεμάστρα, οι δυο παλιές λάμπες που τόσο πρόσεχε να μην τις σπάσουν τα παιδιά…
Χθες, η Αλεξάνδρα έβαλε στο τραπέζι ένα παλιό σεμεδάκι, με όμορφα, απαλά χρώματα. Θυμήθηκα, τον καιρό που το έραβε ψάχνοντας να εξοικονομήσει λίγο απ’ τον πολύτιμο χρόνο της, με πόση προσοχή έσκυβε πάνω του, ανακατεύοντας τις πολύχρωμες κλωστές, μετρώντας τις βελονιές. Γιατί ήτανε πολύ ‘πιτήδεια, σε όλα όσα έκανε.
Τριγυρνώ στο άδειο σπίτι, τις ατέλειωτες μέρες και τις βασανιστικές νύχτες, και δεν αντέχω αυτή την τόσο κραυγαλέα σιωπή. Περιμένω να ακούσω τη φωνή της, να μου φωνάξει, να μου κάνει πάλι μια παρατήρηση. Να μου πεί πως ξέχασα να της πάρω αυτά που μου παράγγειλε το πρωί… Περιμένω νάρθει, να ακούσουμε μαζί τις ειδήσεις, να διαβάσει το σάιτ, για να ακούσω τις (πάντα σωστές!) παρατηρήσεις της.
Μα δεν ακούω πια τη φωνή της. Δεν την βλέπω νάρχεται στην κουζίνα, δεν έχει πια αγωνία αν θα προλάβει να μαγειρέψει πριν έρθει ο Μανώλης για φαγητό. Δεν θα ξαναπάρει τηλέφωνο με FaceTime, για να μιλήσει με τα εγγονάκια της, με το λατρευτό της Χαραλάμπη και τα διδυμάκια, που την ψάχνουν διαρκώς! “Πού είναι η γιαγιά;”, ρωτά και ξαναρωτά η Βαγγελίτσα. Το μόνο που βρήκε να της απαντήσει η Αλεξάνδρα, είναι πως “η γιαγιά έφυγε, πάει ένα μεγάλο, μακρινό ταξίδι στον ουρανό, για να γίνει αστεράκι και να μας βλέπει από ψηλά”! Εδώ που τα λέμε, αυτός είναι ο πιο παρηγορητικός λόγος που θα μπορούσε να πεί κανείς για Εκείνη…
Ζήσαμε μαζί σαράντα πέντε χρόνια. Από παιδιά… Έλεγε μάλιστα, όταν συζητούσαμε με φίλους, πως εμείς μαζί μεγαλώσαμε, μαζί ανατραφήκαμε, συνηθίσαμε να ζούμε και να αναπνέουμε μαζί. Όμως, τώρα αυτό το “μαζί”, τελείωσε. Ο καθένας μας, όπως ακούω να μου λένε, πρέπει να ακολουθήσει πια το δικό του, ξεχωριστό δρόμο… Αλλά κι αυτοί που το λένε, ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να αντιμετωπίσεις ένα τέτοιο αβυσσαλέο κενό.
Αυτές τις μέρες, δεν θέλω συζητήσεις. Αλλά συζητώ. Ας είναι καλά, τα παιδιά μου, και οι καλοί φίλοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να βρίσκονται δίπλα μου. Εγώ πάντως, ειλικρινά, προτιμώ να βρίσκομαι μόνος, μπας και βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, τις αναμνήσεις μου, τα βιώματά μου, δηλαδή μια συμβίωση σαράντα πέντε χρόνων. Με τα καλά της, με τις δυσκολίες της, με τους αγώνες που δίναμε πάντα μαζί, εγώ και Εκείνη, για τους ανθρώπους μας, τους γονείς μας αρχικά, τα παιδιά μας στη συνέχεια.
Προσπαθώ να θυμηθώ, τί πετύχαμε μαζί, αυτά τα χρόνια, και τι μας απέμεινε από όλα αυτά. Αν ρωτάτε για το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω, σας λέω από καρδιάς πως δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή γι’ αυτή τη μακρά συμβίωση. Είμαι βέβαιος πως ούτε Εκείνη μετάνιωσε. Μαζί, δεν αποκτήσαμε ποτέ πλούτη και διακρίσεις, ούτε επιδιώξαμε, ούτε καν ζηλέψαμε κάτι τέτοια. Ζήσαμε έντιμα, ήσυχα, ταπεινά και αθόρυβα. Γιατί έτσι ήθελε Εκείνη. Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας της.
Στη Βαγγελιώ ήταν αρκετός ένας καλός λόγος, ένα χαμόγελο, μια έκφραση εκτίμησης. Τίποτε άλλο δεν ήθελε, αλλά ήταν πάντα έτοιμη να μοιράσει την αγάπη της, τη στοργή της, να δώσει την ψυχή της, σε όλους, χωρίς κανένα, μα κανένα, αντάλλαγμα.
Της άρεσε πάντα κάθε τι όμορφο και κομψό. Τουαλέτες δεν είχε πολλές, ντυνόταν όμως με χάρη, καλογουστιά και αφοπλιστική απλότητα. Ήξερε και της άρεσε να συμπεριφέρεται με σοβαρότητα, με καλή καρδιά, και πάντα με ειλικρίνεια. Ό,τι ήθελε να σου πεί, σου το έλεγε ευθέως, χωρίς περιστροφές, χωρίς στρογγυλοποιήσεις.
Αγαπούσε και πρόσεχε τους πάντες, εκτός από τον εαυτό της. Το στοιχείο της υπερβολής που την διέκρινε, και η διάθεσή της να προσφέρει προς τους άλλους, στράφηκε από ένα σημείο κι ύστερα, εναντίον της. Υπέσκαψε, από πολύ νωρίς, την υγεία της. Ξεπερνούσε το ένα πρόβλημα, ερχόταν από πίσω το επόμενο. Όλα όμως, τα αντιμετώπιζε με υπομονή και στωϊκότητα, γιατί ήταν γενναίος άνθρωπος. Ανησυχούσε και καρδιοχτυπούσε για την υγεία όλων μας, τη δική μου, των παιδιών μας, των συγγενών, των φίλων, των γνωστών… Αλλά τα δικά της προβλήματα υγείας, τα αντιμετώπιζε επιδερμικά και επιπόλαια. Ακόμα κι όταν πονούσε, δεν ανησυχούσε, πίστευε πολύ στον εαυτό της. Αγαπούσε τη ζωή, ήθελε να ζήσει, ποτέ δεν το έβαζε κάτω.
Δυστυχώς, δεν άκουγε τις προειδοποιητικές σειρήνες. Ούτε έδινε σημασία στις συμβουλές που της έδιναν οι δικοί της άνθρωποι και οι γιατροί. Από υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό της; Από κούραση; Από απογοήτευση; Μόνο ο Θεός και η ψυχούλα της ξέρουν… Αυτό που ξέρω εγώ, είναι πως η Βαγγελιώ μου μπορούσε να ζήσει πολλά – πολλά χρόνια ακόμη.
Έτσι, μια φοβερή νύχτα, έφυγε από κοντά μας… Ξαφνικά. Αλλά όχι απροειδοποίητα. Έφυγε, αφήνοντας πίσω της τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης, όμορφης και γεμάτης ζωής. Αλλά και ένα απέραντο, βασανιστικό ΓΙΑΤΙ, που μέρα και νύχτα αναστατώνει και συντρίβει όσους την αγαπούσαν.
Τώρα, που για όλα είναι πια αργά, κάθομαι σε μια καρέκλα και μάταια περιμένω να ακούσω να με καλεί. “Κώστα, τώρα που θα πας στα παιδιά, κράτα τους σοκολατάκια, και φίλησέ μου τον Χαράλαμπο, τον Κωνσταντίνο και την Βαγγελίτσα μου!”…