Η αναγκαιότητα αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου στον αγροτικό τομέα και ειδικότερα στην ελαιοκαλλιέργεια σχετικά με την μετάβαση από την οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση στην εταιρική ενιαία αγροτική εκμετάλλευση, όπως έχει καταδειχθεί σε σχετικά άρθρα στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, είναι ένα καλό πλαίσιο συζήτησης για την, επί της ουσίας, εφαρμογή της επανάστασης που συντελείται εδώ και μερικά χρόνια στον χώρο της γεωργίας (Ευφυής γεωργία ή Γεωργία 4.0) και που πρέπει να ενσωματωθεί και στα ελληνικά δεδομένα, όχι πια στη θεωρία αλλά και στην πράξη, ώστε να έχει απτά και ωφέλιμα για τον αγροτικό κόσμο αποτελέσματα.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα:
- Έχουν δαπανηθεί ήδη αρκετά εκατομμύρια από ευρωπαϊκούς πόρους για εφαρμογή ευφυούς γεωργίας στην Ελλάδα, όμως ελάχιστοι παραγωγοί βλέπουν προστιθέμενη αξία στα προϊόντα τους ενώ και η υπολειμματική αξιοποίηση του υφιστάμενου φυτικού κεφαλαίου, ειδικά στην ελαιοκαλλιέργεια, εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτό σημαίνει είτε λανθασμένη κατεύθυνση της χρηματοδότησης είτε αποσπασματική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε πιλοτικές τοποθεσίες και καλλιέργειες, χωρίς να διευρύνεται ποτέ το πεδίο εφαρμογής τους.
- Δεν έχει επιτευχθεί ποτέ μια στοχευμένη σύνθεση ερευνητικών και επιστημονικών αποτελεσμάτων/μεθόδων/εφαρμογών ευφυούς γεωργίας από κάποιον αρμόδιο αγροτικό φορέα ή την πολιτεία (κεντρική κυβέρνηση και αυτοδιοίκηση), ώστε να αυξήσουμε αυτό το ποσοστό αξιοποίησης του φυτικού κεφαλαίου ή να εφαρμόσουμε ορθές γεωργικές πρακτικές με βέλτιστο τρόπο.
- Η μη καταγραφή των δεδομένων γης και αέρα παντού και σε κάθε καλλιέργεια, δηλαδή η μη καταγραφή όλων των πραγματικών μικροκλιμάτων σε επίπεδο νομού, είναι ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς χάνονται δεδομένα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν γεωπονικά, για τον έλεγχο των εισροών στο χωράφι ή την πρόληψη ασθενειών αλλά και για γενικότερη αναλυτική μεγάλων δεδομένων (big data analytics).
- Οι επιδοτήσεις διανέμονται εδώ και πολλά χρόνια με λανθασμένο τρόπο και δεν οδηγούνται στις εκμεταλλεύσεις που αποδεδειγμένα παράγουν, ώστε να συνεχίζουν με τον ίδιο ή περισσότερο ζήλο να παράγουν αξιοποιώντας το ευρωπαϊκό χρήμα για να επενδύσουν σε σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, σε χρήση ευφυούς γεωργίας, σε νέους παραγωγικούς συντελεστές (επέκταση γης, εργασίας, περισσότερο κεφάλαιο κλπ).
- Η υιοθέτηση της έκθεσης Πισσαρίδη για το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που στερήθηκε διαλόγου με τους άμεσους εμπλεκόμενους, όπως είχα επισημάνει εδώ και ενάμιση χρόνο, αλλά και η ανύπαρκτη διαβούλευση για τις ευκαιρίες και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από την Πολιτεία, ειδικά για τον αγροτικό τομέα, αποτελούν επίσης βασική τροχοπέδη.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορούν τα παραπάνω προβλήματα για τον αγροτικό τομέα, αν όχι να επιλυθούν, τουλάχιστον να μετριαστούν και πως;
Σήμερα, η αγορά των αισθητήρων και των καταγραφέων δεδομένων, είναι σχετικά οικονομική ακόμα και για έναν μικρού μεγέθους παραγωγό. Η τοποθέτηση ενός βασικού μετεωρολογικού σταθμού και αισθητήρων εδάφους που να μεταδίδουν ανά λεπτό τα σχετικά δεδομένα, είναι πλέον κάτι προσιτό για αρκετούς, ενώ και η Πολιτεία θα μπορούσε να επιδοτήσει τον εκσυγχρονισμό των εκμεταλλεύσεων με τέτοιο εξοπλισμό.
Με χρήση δε, τεχνολογιών ασύρματης επικοινωνίας (δίκτυα χαμηλής ενέργειας και ισχύος, LoRaWAN/ΝΒ-IoT), θα μπορούν αυτά τα δεδομένα να μεταδίδονται, συλλέγονται και επεξεργάζονται σε διακομιστές που θα φιλοξενούνται κεντρικά από την πολιτεία (πχ Δ/νσεις Αγροτικής Ανάπτυξης, ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια) η οποία θα είναι σε θέση να γνωρίζει, σε πραγματικό χρόνο, την περιβαλλοντική κατάσταση ολόκληρου του ελαιώνα της περιφερειακής ενότητας Ηρακλείου (θερμοκρασίες, υγρασίες, βροχή, άνεμος αλλά και λοιπά δεδομένα που θα καταγράφονται πχ δείκτης ηλιοφάνειας στο χωράφι).
Κι αυτό γιατί, έτσι θα έχει δημιουργηθεί ένα δίκτυο αισθητήρων σε διασυνδεδεμένες εκμεταλλεύσεις μεταξύ τους, με πολύ μικρές απαιτήσεις σε ενέργεια που μπορούν να καλυφθούν και από ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά πάνελ). Φανταστείτε πόσο χρήσιμο θα ήταν αυτό για πρόληψη ασθενειών, για τεκμηρίωση ζημιών στον ΕΛΓΑ ως συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, για ορθολογική χρήση αρδευτικού νερού (αν πχ η εδαφική υγρασία είναι ικανοποιητική) κάτι που είναι σημαντικό και για το μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της καλλιέργειας.
Η παλαιότερη πρότασή μου για δημιουργία πρότυπων εκμεταλλεύσεων ανά Περιφέρεια ή ανά προϊόν, θεωρώ επικαιροποιείται στα πλαίσια του νέου μοντέλου παραγωγής. Πρόκειται για αυτοδύναμες, από οικονομικής άποψης, εκμεταλλεύσεις όπου θα εφαρμόζουν όλες εκείνες τις καλλιεργητικές τεχνικές και τις νέες τεχνολογίες που περιγράψαμε, θα έχουν την βέλτιστη ποσότητα σε μέσα παραγωγής (ιδανικό μέγεθος, εργατικό δυναμικό και μηχανολογικό εξοπλισμό) και θα παράγουν ποιοτικό αγροτικό προϊόν το οποίο θα προωθούν ώστε να είναι βιώσιμες-κερδοφόρες και να μπορούν να επενδύουν σε πόρους με στόχο την περαιτέρω εξέλιξή τους. Επίσης, θα μπορούσαν να λειτουργούν και με συγκεκριμένα κίνητρα από το κράτος, όπως πχ στη διάθεση των προϊόντων τους, ώστε να απορροφώνται και να προτιμώνται από άλλους τομείς της οικείας περιφέρειας-τουρισμός, μεταποίηση- κ.ά. Αυτές λοιπόν οι εκμεταλλεύσεις, ως πρότυπες, θα λειτουργούν στη βάση μιας συναγωνιστικής διαδικασίας με τις υπάρχουσες και έτσι θα εμπεδώνεται σιγά σιγά η κουλτούρα της αλλαγής του μοντέλου στους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων, προς την κατεύθυνση της ενιαίας εταιρικής εκμετάλλευσης, προκειμένου να φτάσουν τις πρότυπες σε τρόπο λειτουργίας και οικονομικά αποτελέσματα.
Μέσα από τέτοιες δράσεις και στοχευμένο σχεδιασμό θα μπορεί ο αγροτικός τομέας και ο αγροτικός κόσμος γενικότερα να καρπωθούν ουσιαστικά τα οφέλη και τις ευκαιρίες της «Γεωργίας 4.0».
(*) Ο κ. Χρήστος Εμμ. Στρατάκης είναι Γεωπόνος-Πληροφορικός B.Sc & M.Sc.
και Μέλος του Κινήματος Αλλαγής Ηρακλείου