Την τελευταία της πνοή σε ηλικία 85 ετών άφησε η πρώτη γυναίκα υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ.
Η Μαντλίν Ολμπράιτ υπηρέτησε ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας την περίοδο 1997-2001, επί προεδρίας στις ΗΠΑ του Μπιλ Κλίντον.
Ο θάνατός της επιβεβαιώθηκε με ηλεκτρονικό μήνυμα προς το προσωπικό τής Albright Stonebridge Group, μιας εταιρείας παγκόσμιας στρατηγικής που ίδρυσε η Ολμπράιτ. Επίσης, γνωστοποιήθηκε και μέσω του λογαριασμού της στο Twitter.
«Με θλίψη ανακοινώνουμε ότι η δρ. Μαντλίν Κ. Ολμπράιτ, η 64η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και πρώτη γυναίκα που υπηρέτησε στο πόστο αυτό, πέθανε νωρίτερα σήμερα. Η αιτία ήταν ο καρκίνος», αναφέρει -μεταξύ άλλων- η οικογένειά της.
Ποια ήταν η Μαντλίν Ολμπράιτ
Γεννήθηκε στο Σμίχοφ της Πράγας, στην πρώην Τσεχοσλοβακία, ως Μαρί Γιάνα Κορμπελόβα, στις 15 Μαΐου 1937. Μαζί με την οικογένειά της μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής το 1948, καθώς ο πατέρας της, ο διπλωμάτης Γιόζεφ Κόρμπελ, μετοίκησε με την οικογένειά του στο Ντένβερ του Κολοράντο. Έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1957.
Η Ολμπράιτ αποφοίτησε από το κολέγιο Ουέλσλεϊ το 1959 και ολοκλήρωσε το διδακτορικό της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1975, γράφοντας τη διατριβή της για την Άνοιξη της Πράγας. Εργάστηκε ως βοηθός του γερουσιαστή Έντμουντ Μάσκι, πριν λάβει αξίωμα υπό τον Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας. Υπηρέτησε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1981, όταν ο Τζίμι Κάρτερ δεν επανεξελέγη πρόεδρος.
Αφού εγκατέλειψε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, η Ολμπράιτ προσχώρησε στο ακαδημαϊκό προσωπικό του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν και ήταν σύμβουλος των υποψηφίων των Δημοκρατικών για την εξωτερική πολιτική. Μετά τη νίκη του Μπιλ Κλίντον στις προεδρικές εκλογές του 1992, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να συγκροτηθεί το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.
Το 1993 ο Κλίντον τη διόρισε πρεσβευτή των ΗΠΑ στα Ηνωμένα Έθνη. Διατήρησε τη θέση της μέχρι το 1997, όταν διαδέχθηκε τον Ουόρεν Κρίστοφερ ως υπουργό Εξωτερικών, θέση την οποία κράτησε μέχρι τη λήξη της θητείας του Κλίντον, το 2001.
«Αναλαμβάνω την ευθύνη για τις αστοχίες», είχε δηλώσει η Ολμπράιτ για όσα συνέβησαν στη Γιουγκοσλαβία. Είχε κατηγορηθεί για τη στάση της από όλες τις πλευρές, καθώς ορισμένοι θεωρούσαν (και θεωρούν) ότι αντέδρασε καθυστερημένα, ενώ άλλοι της χρέωσαν τους φονικούς βομβαρδισμούς των ΗΠΑ – κάτι που για αρκετό κόσμο ισχύει μέχρι σήμερα.
Η Ολμπράιτ ήταν πρόεδρος της Albright Stonebridge Group από το 2009. Παράλληλα, ήταν καθηγήτρια στην πρακτική της διπλωματίας στη Σχολή της Διπλωματικής Υπηρεσίας στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν.
Τον Μάιο του 2012 βραβεύτηκε με το προεδρικό μετάλλιο ελευθερίας από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα. Επίσης, είχε γράψει δύο βιβλία, το «Fascism: A Warning» και το «Hell and Other Destinations».
Σημειώνεται ότι η πρώην επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας είχε πει το 2017 ότι είναι έτοιμη να δηλώσει μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς όσους ασπάζονται το Ισλάμ στην Αμερική τού Ντόναλντ Τραμπ. Με αυτόν τον τρόπο εξέφραζε την αντίδρασή της στα μέτρα που είχε ανακοινώσει ο τότε πρόεδρος για τους μετανάστες που πηγαίνουν στις ΗΠΑ.
Ολμπράιτ: Το «προφητικό» άρθρο της, δύο μέρες πριν την εισβολή στην Ουκρανία -«Ο Πούτιν είναι ερπετό»
Η Μαντλίν Ολμπράιτ, η πρώτη γυναίκα στην ιστορία των ΗΠΑ, που ανέλαβε επικεφαλής του ΥΠΕΞ επί προεδρίας Κλίντον, εκτός από πολιτικός, ήταν διπλωμάτης, καθηγήτρια, ακαδημαϊκός, συγγραφέας (έγραψε τα βιβλία «Fascism: A Warning« και «Hell and Other Destinations»), αλλά και αρθρογράφος.
Η εκλιπούσα είχε συνεργασία με τους New York Times, αρθρογραφώντας για σημαντικά γεγονότα που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική. Τελευταίο της άρθρο ήταν η ανάλυση της στρατηγικής του Βλαντιμίρ Πούτιν, στις 22 Φεβρουαρίου, δύο μόλις ημέρες πριν εισβάλει στην Ουκρανία, σε ένα προφητικό άρθρο για όσα θα ακολουθήσουν.
Η Ολμπράιτ ξεκίνησε την ανάλυσή της με την παράδοση εξουσίας από τον Μπόρις Γέλτσιν στον 47χρονο -τότε- Πούτιν, πριν από 22 χρόνια. Ένα μήνα αργότερα, η Ολμπράιτ, ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, θα επισκεπτόταν το Κρεμλίνο για να έχει μια συνάντηση με τον άνθρωπο για τον οποίο η Δύση ως τότε γνώριζε λίγα πράγματα. Μάλιστα, της είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση η ψυχρότητα του Ρώσου ηγέτη, που τον παρομοίασε με ερπετό.
Το τελευταίο άρθρο της Μαντλίν Ολμπράιτ
«Στις αρχές του 2000, έγινα η πρώτη υψηλόβαθμη αξιωματούχος των ΗΠΑ που συναντήθηκε με τον Βλαντίμιρ Πούτιν υπό τη νέα του ιδιότητα ως εκτελών χρέη προέδρου της Ρωσίας. Εμείς, στην κυβέρνηση Κλίντον, δεν γνωρίζαμε πολλά για αυτόν την εποχή εκείνη – μόνο ότι είχε ξεκινήσει την καριέρα του στην KGB. Ήλπιζα ότι η συνάντηση θα με βοηθούσε να κατανοήσω το μέγεθος του ανδρός και να αξιολογήσω τι θα μπορούσε να σημαίνει η ξαφνική ανέλιξή του για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας, οι οποίες είχαν επιδεινωθεί εν μέσω του πολέμου στην Τσετσενία.
Καθισμένη απέναντί του γύρω από ένα μικρό τραπέζι στο Κρεμλίνο, με εντυπωσίασε αμέσως η αντίθεση ανάμεσα στον κ. Πούτιν και τον εκρηκτικό προκάτοχό του, Μπόρις Γέλτσιν. Ενώ ο κ. Γέλτσιν κανάκευε τον συνομιλητή του, κόμπαζε και έλεγε κολακείες, ο κ. Πούτιν μιλούσε με χωρίς κανέναν συναισθηματισμό και χωρίς σημειώσεις για την αποφασιστικότητά του να αναστήσει την οικονομία της Ρωσίας και να καταπνίξει τους Τσετσένους αυτονομιστές.
Στην πτήση της επιστροφής, κατέγραψα τις εντυπώσεις μου. “Ο Πούτιν είναι μικροκαμωμένος και χλωμός”, έγραψα, “τόσο ψυχρός που είναι σχεδόν σαν ερπετό”. Ισχυρίστηκε ότι κατανοούσε γιατί είχε χρειαστεί να πέσει το Τείχος του Βερολίνου, αλλά δεν περίμενε ότι ολόκληρη η Σοβιετική Ένωση θα καταρρεύσει. “Ο Πούτιν είναι ντροπιασμένος για αυτό που συνέβη στη χώρα του και είναι αποφασισμένος να αποκαταστήσει το μεγαλείο της”.
Τους τελευταίους μήνες καθώς συγκέντρωνε στρατεύματα στα σύνορα με τη γειτονική Ουκρανία, συνεργάτες μου μου υπενθύμισαν εκείνη τη σχεδόν τρίωρη συνάντηση με τον κ. Πούτιν.
Αυτές τις μέρες, αφού πρώτα, σε μια παράξενη τηλεοπτική ομιλία, χαρακτήρισε την Ουκρανία ένα μύθευμα, εξέδωσε διατάγματα με τα οποία αναγνωρίζει την ανεξαρτησία δύο περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές στην Ουκρανία και έστειλε στρατεύματα εκεί.
Ο αναθεωρητικός και παράλογος ισχυρισμός του κ. Πούτιν ότι η Ουκρανία “δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από τη Ρωσία” και ότι ουσιαστικά την έχουν κλέψει από τη ρωσική αυτοκρατορία, συνάδει πλήρως με τη στρεβλή κοσμοθεωρία του.
Το πιο ανησυχητικό για μένα: Όλα αυτά αποτελούν την προσπάθειά του να δημιουργήσει το πρόσχημα για μια ευρείας κλίμακας εισβολή. Αν το κάνει, θα είναι ιστορικό λάθος.
Στα 20 χρόνια από τότε που γνωριστήκαμε, ο κ. Πούτιν χάραξε την πορεία του εγκαταλείποντας τη δημοκρατική ανάπτυξη και υιοθετώντας τα κόλπα του Στάλιν. Έχει συγκεντρώσει πολιτική και οικονομική δύναμη για τον εαυτό του -επιλέγοντας ή συντρίβοντας τον όποιο πιθανό ανταγωνισμό- ενώ ασκεί πιέσεις για να επαναφέρει μια σφαίρα ρωσικής κυριαρχίας μέσω τμημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Όπως και άλλοι απολυταρχικοί ηγέτες, εξισώνει τη δική του ευημερία με αυτή του έθνους και την αντιπολίτευση με την προδοσία. Διακατέχεται από την βεβαιότητα ότι οι Αμερικανοί μοιράζονται τόσο τον κυνισμό του όσο και τον πόθο του για εξουσία και ότι σε έναν κόσμο όπου όλοι λένε ψέματα, δεν είναι υποχρεωμένος να πει την αλήθεια. Επειδή πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επιβληθεί σε ένα εύρος μεγάλο περιοχών με τη βία, πιστεύει ότι και η Ρωσία έχει το ίδιο δικαίωμα.
Ο κ. Πούτιν επιδιώκει εδώ και χρόνια να λουστράρει τη διεθνή φήμη της χώρας του, να επεκτείνει τη στρατιωτική και οικονομική ισχύ της Ρωσίας, να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ και να διχάσει την Ευρώπη (αλλά και να μπει σφήνα μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών). Η Ουκρανία έχει κάποιο ρόλο σε όλα αυτά.
Η εισβολή στην Ουκρανία όμως, αντί να στρώσει τον δρόμο της δόξας και του μεγαλείου για τη Ρωσία, θα αποτελέσει εγγύηση για την κακή φήμη του κ. Πούτιν αφήνοντας τη χώρα του διπλωματικά απομονωμένη, οικονομικά ανάπηρη και στρατηγικά ευάλωτη μπροστά σε μια ισχυρότερη, πιο ενωμένη δυτική συμμαχία.
Ανακοινώνοντας τη Δευτέρα την απόφασή του να αναγνωρίσει τους δύο αυτονομιστικούς θύλακες στην Ουκρανία και να στείλει ρωσικά στρατεύματα ως “ειρηνευτική δύναμη” ακριβώς αυτό ξεκίνησε να κάνει. Τώρα απαιτεί από την Ουκρανία να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Ρωσίας στην Κριμαία και να παραιτηθεί από τα προηγμένης τεχνολογίας όπλα της.
Οι ενέργειες του κ. Πούτιν έχουν προκαλέσει τεράστιες κυρώσεις, με ακόμη περισσότερες να αναμένεται να ανακοινωθούν εάν εξαπολύσει μια ευρείας κλίμακας επίθεση και επιχειρήσει να καταλάβει ολόκληρη τη χώρα. Κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε όχι μόνο την οικονομία της χώρας του αλλά και τον στενό κύκλο των διεφθαρμένων συντρόφων του -οι οποίοι με τη σειρά τους θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ηγεσία του.
Ένας τέτοιος πόλεμος είναι βέβαιο ότι θα είναι ένας αιματηρός και καταστροφικός πόλεμος που θα εξαντλήσει τους ρωσικούς πόρους και θα κοστίσει ζωές Ρώσων -ενώ θα δώσει με επείγοντα τρόπο ένα ισχυρό κίνητρο στην Ευρώπη να μειώσει την επικίνδυνη εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια. (Κάτι τέτοιο έχει ήδη ξεκινήσει με την κίνηση της Γερμανίας να σταματήσει την πιστοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.)
Μια τέτοια επιθετική ενέργεια είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε το ΝΑΤΟ να ενισχύσει σημαντικά την ανατολική πτέρυγά του και να εξετάσει το ενδεχόμενο μόνιμης εγκατάστασης δυνάμεων στα κράτη της Βαλτικής, την Πολωνία και τη Ρουμανία. (Ο Πρόεδρος Μπάιντεν είπε την Τρίτη ότι πρόκειται να μεταφέρει περισσότερα στρατεύματα στη Βαλτική.)
Ένας τέτοιος πόλεμος θα προκαλούσε επίσης μια σκληρή ουκρανική ένοπλη αντίσταση, με μεγάλη υποστήριξη από τη Δύση. Ήδη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, βρίσκεται σε εξέλιξη μια δικομματική πρωτοβουλία για τη ψήφιση μιας νομοθετικής απάντησης που θα περιλαμβάνει την εντατικοποίηση της αμυντικής βοήθειας στην Ουκρανία. Ό,τι συμβεί θα απείχε πολύ από τα γεγονότα που οδήγησαν στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014. Αντιθέτως, θα ήταν ένα σενάριο που θα θύμιζε την καταδικασμένη σε αποτυχία κατοχή του Αφγανιστάν από τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1980.
Ο κ. Μπάιντεν και άλλοι ηγέτες της Δύσης το έχουν καταστήσει σαφές σε όλους τους γύρους των έντονων διπλωματικών διεργασιών. Αλλά ακόμα κι αν η Δύση είναι κατά κάποιο τρόπο ικανή να αποτρέψει τον κ. Πούτιν από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο – κάτι που δεν είναι διόλου σίγουρο αυτή τη στιγμή – είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το πεδίο εκλογής του για να αγωνιστεί δεν είναι η σκακιέρα, όπως πολλοί υποθέτουν, αλλά μάλλον το ταρτάν του τζούντο.
Θα ήταν επίσης αναμενόμενο να επιλέξει να εμμείνει στην αναζήτηση της κατάλληλης ευκαιρίας για να αυξήσει τη μόχλευση και να επιτεθεί στο μέλλον. Θα εναπόκειται στις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους να του στερήσουν αυτή την ευκαιρία υποστηρίζοντας δυναμικά διπλωματικές πιέσεις και αυξάνοντας την οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Αν και ο κ. Πούτιν, από την εμπειρία μου, δεν θα παραδεχτεί ποτέ ότι έκανε λάθος, έχει αποδείξει ότι μπορεί να είναι και υπομονετικός και πραγματιστής. Συνειδητοποιεί επίσης, ότι η τρέχουσα αντιπαράθεση τον έχει αφήσει ακόμα πιο εξαρτημένο από την Κίνα. Γνωρίζει ότι η Ρωσία δεν μπορεί να έχει ευημερία χωρίς κάποιους δεσμούς με τη Δύση. “Σίγουρα, μου αρέσει το κινέζικο φαγητό. Είναι διασκεδαστικό να χρησιμοποιείς ξυλάκια”, μου είχε πει στην πρώτη μας συνάντηση. “Αλλά αυτά είναι απλώς ασήμαντα πράγματα. Δεν είναι στη νοοτροπία μας, που είναι ευρωπαϊκή. Η Ρωσία πρέπει να είναι σταθερά μέρος της Δύσης”.
Ο κ. Πούτιν πρέπει να γνωρίζει ότι ένας δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος δεν θα πήγαινε απαραίτητα καλά για τη Ρωσία -ακόμη και με τα πυρηνικά της όπλα. Ισχυροί σύμμαχοι των ΗΠΑ υπάρχουν σχεδόν σε κάθε ήπειρο. Στο μεταξύ, μεταξύ των φίλων του κ. Πούτιν περιλαμβάνονται άτομα όπως ο Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Αλεξάντερ Λουκασένκο και ο Κιμ Γιονγκ Ουν.
Εάν ο κ. Πούτιν αισθάνεται στριμωγμένος στη γωνία, δεν υπάρχει κανείς άλλος να κατηγορήσει για αυτό παρά μόνο ο εαυτός του. Όπως σημείωσε ο κ. Μπάιντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούν να αποσταθεροποιήσουν ή να στερήσουν από τη Ρωσία τις νόμιμες φιλοδοξίες της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση και οι σύμμαχοί της προσφέρθηκαν να συμμετάσχουν σε συνομιλίες με τη Μόσχα για ένα απεριόριστο φάσμα θεμάτων επί των απαιτήσεων ασφάλειας.
Αλλά η Αμερική πρέπει να επιμείνει ότι η Ρωσία θα ενεργεί σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες που ισχύουν για όλα τα κράτη. Ο κ. Πούτιν και ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, θέλουν να ισχυρίζονται ότι τώρα ζούμε σε έναν πολυπολικό κόσμο. Αν και αυτό είναι αυτονόητο, δεν σημαίνει ότι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν το δικαίωμα να τεμαχίσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής όπως έκαναν οι αποικιακές αυτοκρατορίες πριν από αιώνες.
Η Ουκρανία έχει δικαίωμα στην κυριαρχία της, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι οι γείτονές της. Στη σύγχρονη εποχή, οι μεγάλες χώρες το αποδέχονται αυτό, όπως πρέπει να κάνει και ο κ. Πούτιν. Αυτό είναι το μήνυμα που διέπει την δυτική διπλωματία όπως εκφράζεται τώρα. Καθορίζει τη διαφορά μεταξύ ενός κόσμου που διέπεται από το κράτος δικαίου και ενός κόσμου που δεν υπόκειται σε κανένα απολύτως κανόνα».
iefimerida.gr