Στην επιβεβαίωση του αξιόχρεου της Ελλάδας στη βαθμίδα «ΒΒ» με θετικές προοπτικές προχώρησε ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch.
Στον σχολιασμό του, ο Fitch σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, που υπερβαίνει πολύ τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση “BB” και «BBB», και ότι οι επιδόσεις στη διακυβέρνηση και οι δείκτες ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού είναι από τους υψηλότερους μεταξύ των άλλων χωρών χωρίς επενδυτική διαβάθμιση.
Τα ισχυρά αυτά σημεία αντιπαραβάλλονται με τα ακόμη πολύ υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) και του πολύ μεγάλου όγκου του δημόσιου και του εξωτερικού χρέους.
Οι θετικές προοπτικές αντανακλούν, σύμφωνα με τον οίκο, την αναμενόμενη σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους στο πλαίσιο ενός χαμηλού ακόμα μέσου κόστους δανεισμού, παρά τη μεγάλη αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων φέτος.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει ουσιαστική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού τους, μειώνοντας πολύ το επίπεδο των NPLs στον τραπεζικό τομέα, προσθέτει ο Fitch.
Ο οίκος προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί στο 171,6% του ΑΕΠ έως το 2024 από 193,3% στο τέλος του 2021, χάρη στα βελτιούμενα πρωτογενή πλεονάσματα και την ευνοϊκή δυναμική ανάπτυξης – επιτοκίων.
Παρά τη μεγάλη αύξηση της απόδοσης των κρατικών ομολόγων φέτος, με αυτή των 10ετών να αυξάνεται από το 1,3% στο τέλος του 2021 περίπου στο 4% τον Ιούνιο του 2022, ο λόγος της δαπάνης για τόκους προς τα δημόσια έσοδα αναμένεται να αυξηθεί μόνο περιορισμένα (στο 6% το 2024) και να παραμείνει πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση “ΒΒ” (η οποία προβλέπεται στο 10% το 2024). Η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες μεταξύ όλων των χωρών, περίπου στα 20 χρόνια. Επιπλέον, το χρέος είναι κατά βάση σε σταθερά επιτόκια, περιορίζοντας τον αντίκτυπο από τις αυξήσεις των επιτοκίων στην αγορά.
Ο Fitch αναμένει ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω φέτος στο 4,5% του ΑΕΠ, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως λόγω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών και της κρατικής στήριξης για τον μετριασμό του αντίκτυπου από τις αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας.
Μετά την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με ρυθμό 8,3% το 2021, οι μακροοικονομικές προοπτικές επιδεινώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες καθώς η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία διόγκωσε την αύξηση στις τιμές ενέργειας και επηρεάζει την επιχειρηματική και καταναλωτική εμπιστοσύνη, με τον υψηλό πληθωρισμό να έχει αντίκτυπο στα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης, σημειώνει οίκος. Οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου της Ελλάδας βασίζονται κατά 40% στη Ρωσία και η χώρα είναι ευάλωτη σε περαιτέρω αυξήσεις των τιμών και ενδεχόμενες διαταραχές στην προσφορά ενέργειας, προσθέτει.
Υπάρχουν άλλοι παράγοντες που θα στηρίξουν τις προοπτικές της οικονομίας, αναφέρει ο Fitch, επισημαίνοντας τη χρήση κεφαλαίων που συνδέονται με το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, η οποία θα επιταχυνθεί φέτος, ενισχύοντας τις επενδύσεις και τη συνολική ζήτηση καθώς και ότι οι δείκτες για τον τουρισμό υποδηλώνουν περαιτέρω ανάκαμψη του κλάδου.
Ο οίκος αναθεώρησε την πρόβλεψή του για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας φέτος στο 3,5% από 4,1% τον Ιανουάριο και την πρόβλεψη για το 2023 στο 3,2% από 4% προηγουμένως. Για το 2024 προβλέπει μία περαιτέρω μέτρια επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης στο 2,8%.
Για τον πληθωρισμό προβλέπει ότι θα μειωθεί στο δεύτερο εξάμηνο για να διαμορφωθεί σε μέσα επίπεδα φέτος στο 7,3%, ενώ αναμένει μεγάλη μείωσή του στη συνέχεια και συγκεκριμένα στο 1,8% το 2023 και στο 1% το 2024.
Για τη συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού, που ανέρχεται στο 7,5% σε σύγκριση με τα επίπεδα στο τέλος του 2021, σημειώνει ότι θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, αν και με κίνδυνο δυσμενών αποτελεσμάτων στη ζήτηση εργασίας και στη μετακύλιση του κόστους στις τιμές.
Για τις τράπεζες, ο Fitch τονίζει ότι το συνολικό επίπεδο των NPLs μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 στα 17,7 δισεκ. ευρώ από 47,3 δισεκ. ευρώ πριν από ένα έτος, με τον δείκτη τους να υποχωρεί στο 12,1% από 30,3% στην ίδια περίοδο. Ωστόσο, προσθέτει, ότι η πρόοδος στη μείωση των NPL επηρέασε αρνητικά την κερδοφορία και την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών λόγω των μεγαλύτερων προβλέψεων για ζημιές από δάνεια.
iefimerida.gr