Στον τόπο που ανεδύθη απ’ τον αφρό
η Κύπρια Αφροδίτη η Ουράνια,
στον τόπο αυτό του Αττίλα οι ορδές
κόκκινα βάφουν της Κυρήνειας τα λιμάνια.
Το Καλοκαίρι εκείνο δεν ξεχνώ,
η λέξη επιστράτευση όντως ξένη,
το κλάμα των μανάδων γοερό,
«παιδάκια μου και τι σας περιμένει.
Γρηγόρει μάνα Ελλάδα, τι αργείς ,
πάλαι ποτέ εχθροί σκοτώνουν, βιάζουν
η ανθρωπότης πάγωσε, μα αυτοί
της λευτεριάς το φόρεμα λεκιάζουν.
Κλάματα, θρήνοι, γόοι, χαλασμός
η μπλαβομάτα θάλασσα θολώνει,
ρίξε ουρανέ, του Δία τον κεραυνό,
η Κύπρος μάχεται παντέρημη και μόνη.
Στο γαλανόλευκο νησί μας, κόσμε δες,
σημαία με μισοφέγγαρο ανεμίζει.
Με πράσινη γραμμή ο ΟΗΕ
τα κατεχόμενα, ο φονιάς, αναγνωρίζει.
Πέρασαν χρόνια κατοχής πολλά
Αμμόχωστος, Κυρήνεια, Λευκωσία
χώρισαν το εδώ, απ΄ το εκεί.
Την Κύπρο αποικίσανε θεριά απ΄ την Ασία.
Άσπονδοι φίλοι, σύμμαχοι λαοί,
πώς διαγράφετε, άκριτα, εγκλήματα πολέμου,
κι ας στοίχειωσε της μάνας η φωνή,
«γύρισε σπλάχνο μου ακριβό, που είσαι γιε μου»;
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ