Ήδη από τις αρχές του 1937 ξεκίνησαν οι πρώτες συνωμοσίες σε Αθήνα και Κρήτη για την οργάνωση μιας εξέγερσης που θα ανέτρεπε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Ένας πρώτος αντιδικτατορικός πυρήνας είχε σχηματιστεί στην Κρήτη από Βενιζελικούς πολιτευτές και στελέχη, όπως ο Μανούσος Βολουδάκης, ο Ιωάννης Μουντάκης (δήμαρχος Χανίων), ο Σήφης Σπαντιδάκης, ο Μανώλης Γερογιάνης, ο Εμμανουήλ Μπακλατζής και ο Ιωάννης Παΐζης. Ο πυρήνας αυτός βρισκόταν σε επαφή με τον Αριστομένη Μητσοτάκη, παλαιό υπουργό και στέλεχος των «Φιλελευθέρων», που διεξήγαγε στην Αθήνα συνεννοήσεις με εξέχουσες βενιζελικές προσωπικότητες όπως ο Περικλής Αργυρόπουλος αλλά κυρίως με τους απότακτους Βενιζελικούς στρατηγούς Αχιλλέα Πρωτοσύγγελο, Ηλία Διάμεση, Κωνσταντίνο και Θεόδωρο Μανέττα, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα εξασφάλιζαν την συμμετοχή μονάδων του στρατού μέσω κατώτερων αξιωματικών εν ενεργεία που επηρέαζαν.
Ο υποστράτηγος Αχ. Πρωτοσύγγελος, φανατικός απόστρατος Βενιζελικός αξιωματικός εκ των πρωταγωνιστών της «επανάστασης του 1922», σημαντικό μέλος του «στρατιωτικού συνδέσμου» και συμμετέχων στο κίνημα του 1935, κατέστρωσε ένα σχέδιο που προέβλεπε εξέγερση στα Χανιά που θα εξελισσόταν σε επανάσταση ολόκληρης της Κρήτης και των φρουρών της που θα προσχωρούσαν στο κίνημα κατά το προηγούμενο του κινήματος του 1935. Αν ο Μεταξάς αποφάσιζε να χτυπήσει στρατιωτικά την εξέγερση, οι Κρητικοί όφειλαν να αντέξουν τρεις η τέσσερις ημέρες, ώστε να κινητοποιηθούν όλες οι αντιδικτατορικές δυνάμεις στην Ηπειρωτική Ελλάδα. Το φιλόδοξο σχέδιο προέβλεπε την ανατίναξη του εργοστάσιου ηλεκτρικής ενέργειας από σαμποτέρ, την κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών και την εκπομπή επαναστατικών μηνυμάτων, την προσχώρηση λόχων στο κίνημα από τις μονάδες των Αθηνών καθώς εννέα Λοχαγοί φέρονταν ως μυημένοι στην κίνηση, τέλος την σύλληψη του Μανιαδάκη από μυημένους αξιωματικούς της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων.
Το κύριο βάρος της προσπάθειας όμως θα αναλάμβανε η Κρήτη, που ήταν και η σημαντικότερη νησίδα αντίστασης κατά του Μεταξά ως παλαιό Βενιζελικό προπύργιο. Σοβαρή οικονομική βοήθεια πρόσφερε μυστικά στους κινηματίες και ο διευθυντής της τράπεζας της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός, που επιθυμούσε την πτώση του Μεταξά (αργότερα ο Μεταξάς θα ανακαλύψει την δράση του Τσουδερού και θα τον θέσει σε κατ΄οίκον περιορισμό). Αρχικώς το κίνημα ήταν να εκδηλωθεί τον Μάρτιο του 1938, αλλά οι συνωμότες αποφάσισαν να το αναβάλλουν για το καλοκαίρι. Τον Ιούνιο του 1938 έγιναν αθρόες συλλήψεις στην Αθήνα αντιφρονούντων απόστρατων και εν ενεργεία αξιωματικών που οδήγησαν στην εξάρθρωση της «μυστικής οργάνωσης των υπαξιωματικών» και υπονόμευσαν αποφασιστικά την πιθανότητα επιτυχίας του κυοφορούμενου κινήματος στον στρατό.
Το πρώτο χτύπημα στο ηθικό των εξεγερμένων επιτεύχθηκε όταν κυβερνητικά αεροπλάνα έριξαν προκηρύξεις με σκληρές δηλώσεις του Μεταξά που προειδοποιούσαν τους στασιαστές με άμεση επέμβαση και τιμωρία. Ακολούθησε το συλλαλητήριο των εξεγερμένων μπροστά στο δημαρχείο όπου ο Μητσοτάκης αποκάλυψε στο πλήθος ότι κανείς άλλος δεν είχε κινηθεί σε όλη την Κρήτη, τους ζήτησε να επιστρέψουν στα σπίτια τους για να φάνε (!) και μετά να γίνει επιστράτευση για να κατευθυνθούν στο Ηράκλειο και να το καταλάβουν. Οι λόγοι αυτοί ήταν εντελώς ακατάλληλοι για την περίσταση, πάγωσαν εντελώς τους προσχωρήσαντες που κατάλαβαν ότι ήταν εντελώς απομονωμένοι από την υπόλοιπη Ελλάδα και ουσιαστικά χωρίς ελπίδα. Σιγά – σιγά ο κόσμος αραίωνε και όλοι κατευθύνονταν στα σπίτια τους και στα χωριά τους για να μην επιστρέψουν εκ νέου. Την ίδια στιγμή εκτός του Μάντακα που σχεδίαζε επιστρατεύσεις επί χάρτου στο στρατόπεδο που είχε καταληφθεί, κάθε οργάνωση των επαναστατών είχε παραλύσει και ακόμη και ο ίδιος ο Μητσοτάκης σκεφτόταν πως να αναστείλει την ενέργεια.
Ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων στην Αθήνα που ήταν αντίπαλοι της 4ης Αυγούστου (Στυλιανός Γονατάς, Πρωτοσύγγελος, οι απότακτοι ναύαρχοι Κολιαλέξης και Δεμέστιχας, ο Ιωσήφ Κούνδουρος, ο Κ. Ρέντης κ.α) και είχαν συμμετάσχει στην συνωμοσία η γνώριζαν για αυτή, αλλά και στα Χανιά όπου συνελήφθησαν εκατοντάδες ιδιώτες που είχαν λάβει τα όπλα, αλλά όχι οι πρωταίτιοι που είχαν καταφύγει στην ύπαιθρο μάλλον με την ανοχή της κυβέρνησης που δεν ήθελε μια βίαιη λύση του ζητήματος τους. Μετά από μια εξαήμερη τυπική διαδικασία, το έκτακτο στρατοδικείο των Χανίων καταδίκασε ερήμην σε θάνατο τους πρωταίτιους Μητσοτάκη, Βολουδάκη, Μουντάκη και Μπακλατζή και σε ισόβια τον Μάντακα και τρεις ακόμη. Δεκάδες επαγγελματικοί σύλλογοι και σωματεία της Κρήτης εξέδωσαν ψηφίσματα κατά των στασιαστών, ενώ δοξολογίες έλαβαν χώρα στις εκκλησίες όλης της Ελλάδας, υπέρ της κυβέρνησης και της 4ης Αυγούστου του Μεταξά.
Οι ένοπλοι (γύρω στους 400) που είχαν ξεφύγει, περιπλανήθηκαν στην ύπαιθρο της Κρήτης ζώντας στην παρανομία και σχεδιάζοντας μια πιθανή επίθεση κατά των Χανίων. Εκτός του ότι το σχέδιο αυτό ήταν εντελώς ανεδαφικό καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν πολλαπλάσιες και οι εξεγερμένοι δεν είχαν καθόλου πυρομαχικά, υπήρχαν έριδες μεταξύ των ομαδαρχών με αποτέλεσμα να έχουν παραλύσει πλήρως και να μην αναπτύσσουν την παραμικρή δραστηριότητα. Σύντομα συμβιβάστηκαν με την τύχη τους και με την ανοχή των Αρχών, οι πρωταίτιοι επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο που τους μετέφερε στην Κύπρο. Ανάμεσα στους επιβαίνοντες ήταν οι Αριστομένης Μητσοτάκης, Μανούσος Βολουδάκης και Εμμανουήλ Μπακλατζής, ο Ιωάννης Μουντάκης. Μαζί τους ήταν και οι Εμμανουήλ Κοτζάμπασης, Ηρακλής Μπριλλάκης, Σταύρος Παπαδοκωνσταντάκης, ο απότακτος λοχαγός Ιωάννης Σιμιτόπουλος, και οι Ρούσος Τσιγγουνάκης και Βαγγέλης Χατζηαγγελής (οι δύο τελευταίοι, στελέχη του ΚΚΕ).
I. B. Δ.
Πηγές
Λιναρδάτου, το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, εκδόσεις Επικαιρότητα
Ιωάννης Κολιόπουλος, Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο πόλεμος του 1940, εκδόσεις
Γρηγόρης Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων (τόμος Β΄), εκδόσεις Κάκτος