grylos-aggouridakis

Στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, 1896-1920

Λεωνίδας Παρασκευόπουλος ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, 1896-1920 (2 τόμοι) Αθήνα 1933, σελ. 442 (1ος τόμος) + 387 (2ος τόμος) Ανατύπωση: Εκδόσεις Λαβύρινθος, Αθήνα 2020

 

Γράφει ο Νίκος Νικολούδης, διδάκτωρ Ιστορίας πανεπιστημίου Λονδίνου

 

Ο στρατηγός Λεωνίδας Παρασκευόπουλος δεν είναι πολύ γνωστός στους σημερινούς φιλίστορες. Η φήμη του προσδιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από το γεγονός ότι διετέλεσε ο πρώτος από τους τρεις αρχιστρατήγους της Μικρασιατικής Εκστρατείας, την περίοδο 1919-1920, κατά την οποία ο Ελληνικός Στρατός κέρδιζε τη μια νίκη μετά την άλλη εναντίον των ακόμη στρατιωτικά αδύναμων Τούρκων εθνικιστών. Η σταδιοδρομία του τερματίστηκε, μάλλον απρόσμενα, ως αποτέλεσμα της κυβερνητικής αλλαγής του Νοεμβρίου του 1920 και της ήττας του Βενιζέλου στις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, γεγονός πάντως το οποίο διέσωσε την υστεροφημία του από την πολιτική θύελλα που ακολούθησε την Καταστροφή.

Περιοριζόμενος στην παραπάνω λιτή αξιολόγηση, οποιοσδήποτε φιλοπερίεργος αναγνώστης θα κινδύνευε να παραβλέψει πολλές ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες και σχόλια τα οποία παραθέτει ο Παρασκευόπουλος στα ιδιαίτερα αποκαλυπτικά απομνημονεύματα της μακράς στρατιωτικής του σταδιοδρομίας που αναφέρονται σε τρεις ιδιαίτερα ταραγμένες δεκαετίες της Νεοελληνικής Ιστορίας, την τελευταία του 19ου και τις δύο πρώτες του 20ού. Προκειμένου δηλαδή γι’ αυτή την περίοδο, η ανάγνωση του κειμένου του συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση των λόγων που τον ανέδειξαν σε έναν από τους ελάχιστους Έλληνες αξιωματικούς που δεν γνώρισαν καμία ήττα ως ηγέτες στα πεδία των μαχών, είτε κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (δεδομένου ότι ο Παρασκευόπουλος έλαβε μέρος ως διοικητής μεγάλων μονάδων τόσο κατά την Ελληνοτουρκικό Πόλεμο στη Μακεδονία και στην Ήπειρο όσο και κατά τον Ελληνοβουλγαρικό) είτε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο κερδίζοντας την αναγνώριση των αξιωματούχων της Αντάντ και τον σεβασμό του Γάλλου αρχιστρατήγου Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ και του Βρετανού στρατηγού Μιλν. Ακόμη όμως και κατά τη «δύσκολη» έναρξη της σταδιοδρομίας του, που συνδέθηκε με τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, στάθηκε αρκετά τυχερός αφού, ως υπασπιστής του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου, του επικεφαλής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Κρήτη το οποίο κέρδισε τις μοναδικές ελληνικές νίκες εκείνου του πολέμου, απέφυγε τη συσχέτιση του ονόματός του με την ατιμωτική υποχώρηση του κύριου όγκου του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Η επιτυχημένη ανέλιξή του επιβραβεύτηκε με τον διορισμό του ως επικεφαλής των Συμμαχικών δυνάμεων στη Μακεδονία το 1918, μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βουλγαρίας, και στη συνέχεια ως αρχιστρατήγου των ελληνικών δυνάμεων στο μικρασιατικό μέτωπο.

Όπως ίσως γίνεται αντιληπτό, ο Παρασκευόπουλος διαπνεόταν από ένθερμες πατριωτικές, δημοκρατικές και φιλελεύθερες πεποιθήσεις, γεγονός που τον ώθησε να συνταχθεί με το βενιζελικό στρατόπεδο την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Παρά ταύτα, κάθε άλλο παρά φανατικός υπήρξε, και στα απομνημονεύματά του, τα οποία διανθίζονται με την παράθεση πλήθους πρωτότυπων εγγράφων, δεν διστάζει να επικρίνει τις εσφαλμένες επιλογές του Βενιζέλου, όσο και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η οπτική του γωνία είναι εκείνη του στρατιωτικού παρατηρητή που αξιολογεί τις εξελίξεις κυρίως υπό το πρίσμα των συνεπειών τους για τις εθνικές επιδιώξεις, χωρίς όμως να επιδεικνύει συστηματική εμπάθεια προς τους πολιτικούς του αντιπάλους. Χαρακτηριστικά είναι εν προκειμένω τα σχόλιά του για την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Βουλγάρους το 1916: «Ουδείς ηδύνατο να φαντασθή μέχρι τίνος σημείου το κατά της Αντάντ μίσος είχε φθάσει ώστε να καταλήξουν οι δεσπόζοντες τότε εν Αθήναις, να παρίδουν τόσον τα εθνικά συμφέροντα και να παραδώσουν εις τον εχθρόν εδάφη της πατρίδος, ίνα καταστήσωσιν ασφαλεστέραν την κατά της Αντάντ νίκην των Βουλγάρων, οίτινες ήσαν οι αναμφισβήτητοι ιστορικοί εχθροί της Φυλής! Αν οι τότε κυβερνώντες διέβλεπον την πλήρη νίκην των Κεντρικών Δυνάμεων και την εντελή καταστροφήν της Αντάντ, ώφειλον να εξέλθουν της ουδετερότητος υπέρ των Κεντρικών Δυνάμεων. Τούτο απήτει η αξιοπρέπεια, αυτό ήτο το κατ’ αυτούς νομιζόμενον εθνικόν συμφέρον» (τόμος Α΄, σελ. 262).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του για τις εξελίξεις στη Μικρά Ασία την περίοδο της προσωπικής του συμμετοχής σε αυτές. Ο Παρασκευόπουλος αξιολογεί τους Φραγκολεβαντίνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους Ιταλούς ως τους σημαντικότερους αντιπάλους της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Σχολιάζοντας τα επεισόδια που αμαύρωσαν τον πανηγυρικό χαρακτήρα της αποβίβασης των πρώτων ελληνικών μονάδων στη Σμύρνη (στις 5 Μαϊου 1919), αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Οι πανικόβλητοι κατά την εποχήν εκείνην Τούρκοι εξωθούντο εις αντίστασιν υπό τινων των αρμοστών και των κατωτέρων οργάνων αυτών. Ήλπιζον φαίνεται ότι δημιουργούντες ταραχάς θα ήτο δυνατόν να ματαιώσουν την υφ’ ημών κατοχήν της Σμύρνης. Εγένοντο όργανα των υπηκόων των Λεβαντίνων, οίτινες προσεπάθουν να πείσουν τον κόσμον ότι οι Τούρκοι επαναστατούν κατά της ιδέας όπως η Ελλάς καταλάβη την Σμύρνην, θα εδημιουργούντο ούτω ταραχαί, και η Ελλάς επίστευον ότι δεν θα είχε ούτε την δύναμιν ούτε την ικανότητα να επιβάλη την τάξιν» (τόμος Β΄, σελ. 144). Όσον αφορά τις ιταλικές αντιδράσεις, οι οποίες μάλιστα στις 20 Ιουνίου 1920 είχαν ως αποτέλεσμα μια ένοπλη συμπλοκή (με εκατέρωθεν νεκρούς και τραυματίες) μεθοριακών αποσπασμάτων στα όρια της ελληνικής με την ιταλική ζώνη κατοχής νότια της Σμύρνης, αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Οι Ιταλοί δυστυχώς εχθρόν εξελάμβανον τον Ελληνικόν Στρατόν και πάσαν προσπάθειαν κατέβαλλον διά να καταστήσουν αδύνατον την επιτυχίαν της εντολής του, τουναντίον δε παρείχον πάσαν συνδρομήν εις τον εχθρόν. Τοιαύτη ήτο η τότε κατάστασις, και το Γ[ενικόν] Στρατηγείον ώφειλε να καταγίνεται και με παρόμοια ζητήματα προς αντιμετώπισιν των παρουσιαζομένων δυσκολιών, όχι βέβαια από τον εχθρόν αλλά από Συμμάχους. Η επίλυσις των ζητημάτων τούτων και δυσχερής ήτο και διαπραγματεύσεις μακράς και παρελκυστικάς απήτει διότι έπρεπε να υποδεικνύομεν το ορθόν και το δίκαιον και το σπουδαιότερον να τονίζωμεν το κοινόν συμφέρον το οποίον δεν αντελαμβάνοντο ότι επέβαλε κοινήν και ειλικρινή ενέργειαν» (τόμος Β΄, σελ. 325).

Ο Παρασκευόπουλος όμως επικρίνει και ορισμένους αξιωματικούς των στρατών της Αντάντ οι οποίοι, ενώ είχαν πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν δίσταζαν να εκφράζονται αρνητικά για τον Ελληνικό Στρατό στις διεθνείς διπλωματικές διασκέψεις για το Μικρασιατικό ζήτημα. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος στρατηγός Γκουρώ, διοικητής των γαλλικών δυνάμεων που πολεμούσαν τον Κεμαλικό Στρατό στην Κιλικία, για τον οποίο σχολιάζει ότι, παρά ταύτα, «ετηλεγράφησε προς τον αρχηγόν της εν Αθήναις Αποστολής να μου κάμη γνωστήν την δύσκολον εν Κιλικία θέσιν του Γαλλικού Στρατού και παρεκάλει να σπεύσω να του παράσχω βοήθειαν, φυσικά ενεργών κατά των Κεμαλικών δυνάμεων» (τόμος Β΄, σελ. 283).

Όπως προαναφέρθηκε όμως, η κριτική που ασκεί ο Παρακευόπουλος δεν είναι μονόπλευρη, και στο πλαίσιο των προσπαθειών για την εμπέδωση της ελληνικής κατοχής στην περιοχή της Σμύρνης, για την οποία ήταν συνυπεύθυνος, οι αρνητικές κρίσεις του συμπεριλαμβάνουν και τον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, για τον οποίο αναφέρει συε κάποιο σημείο τα εξής: «Ο Στεργιάδης είχε μειονεκτήματα τινά άτινα σπουδαίως επέδρασαν επί της διοικήσεως, έν από τα κυριώτερα, ιδία δια δημόσιον άνδρα, υπήρξε το εντελώς ακοινώνητον του ανδρός, ήτο σχεδόν μισάνθρωπος. Δεν ήθελε να έχη συνεργάτας, ήθελεν όργανα υποτακτικά, ήθελε μηχανικούς εκτελεστάς της διαταγής του, άνευ σκέψεως, άνευ ουδεμιάς ευθύνης. Ήτο υπεράγαν αυθαίρετος και νευροπαθής μέχρι τοιούτου βαθμού ώστε να παραλογίζεται ενίοτε» (τόμος Β΄, σελ. 209-210).

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση των απομνημονευμάτων του Παρασκευόπουλου είναι το πώς σχεδίαζε να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα την τουρκική αντίσταση στην ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία. Από τα σχόλιά του αποκαλύπτεται ότι πίστευε στη δυνατότητα του ελληνικού κράτους να εξελληνίσει τη δυτική Μικρά Ασία μέσω της μεταφοράς εποίκων από φτωχές περιοχές της κυρίως Ελλάδας (Ευρυτανία, Αρκαδία κλπ.) και της εγκατάστασής τους στα εύφορα εδάφη των μικρασιατικών παραλίων. Σήμερα κάτι τέτοιο θα εθεωρείτο ανέφικτο, με τα δεδομένα όμως που είχαν προκύψει το καλοκαίρι του 1920, και τα οποία ίσχυαν σε μεγάλο βαθμό έως τις εκλογές του επόμενου Νοεμβρίου, το ανέφικτο φαινόταν εφικτό. Μάλιστα, ο Παρασκευόπουλος καταγράφει το σχέδιο που είχε καταρτίσει για την εκμηδένιση της τουρκικής αντίστασης, το οποίο προέβλεπε προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την Άγκυρα και ακόμη ανατολικότερα, μέχρι το Ικόνιο: «Ιδιαιτέρως η κατάληψις της Αγκύρας θα ήτο κολοσσιαίον μέγιστον ηθικόν πλήγμα διά τον εχθρόν εφόσον η πόλις αύτη είναι η πρωτεύουσα της Επαναστατικής Κυβερνήσεως […] Η ενδεχομένη ώθησις της καταλήψεως μέχρι Ικονίου και η ευχερής κατάληψις και του κλάδου τούτου της σιδηροδρομικής γραμμής θα έχη μεγάλην ευρυτέρου συμμαχικού ενδιαφέροντος σημασίαν δια της ελευθέρας λειτουργίας της γραμμής Βαγδάτης από Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του τμήματος Ταρσού-Αδάνων, όπερ κατέχεται ήδη παρά του Γαλλικού Στρατού. Τελικόν συμπέρασμα, ότι δια της προτεινομένης ενεργείας ο Κεμάλ ή θ’ αναγκασθή να καταθέση τάχιστα τα όπλα ή συνεχίζων την άφρονα στάσιν του θα διασπαρή εις ασημάντους συμμορίας αίτινες ταχέως θα εκμηδενισθώσι μακράν των σημαντικών κέντρων και επί χώρας εστερημένης σχεδόν συγκοινωνιών […] Διά την ευρυτέραν ταύτην ενέργειαν εναντίον των κεμαλικών δυνάμεων ήτο σύμφωνον από της 27ης Ιουνίου και το Αγγλικόν Επιτελείον» (τόμος Β΄, σελ. 352-353).

Όταν βέβαια ο Παρασκευόπουλος έγραφε αυτές τις γραμμές (1934), είχε λήξει προ πολλού η προέλαση προς τον Σαγγάριο και την Άγκυρα (το καλοκαίρι του 1921) που είχε αποτελέσει την κορύφωση της ελληνικής πολεμικής προσπάθειας στη μικρασιατική ενδοχώρα. Ο ίδιος όμως θεωρεί ότι το καλοκαίρι του 1920 συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την επιτυχία του σχεδίου του, επειδή είχε εξασφαλίσει την παροχή άφθονων μεταφορικών και πολεμικών μέσων από τους Βρετανούς, καθώς και τη στρατιωτική τους υποστήριξη στο αριστερό του Ελληνικού Στρατού, στην περιοχή του Σαγγάριου. Αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με την τότε ακόμη ασταθή ηγεσία του Κεμάλ στο στρατόπεδο των εθνικιστών Τούρκων, «με έπεισαν ότι τοιαύτη ενέργεια επεβάλλετο τότε […] Το ωραίον αυτό θετικόν σχέδιον ασφαλώς τότε θα επραγματοποιείτο, διότι ως είπον ο Στρατός του Κεμάλ μη παρουσιάζων την οίαν αργότερον απέκτησε μαχητικότητα, ιδίαν δύναμιν και ξένην βοήθειαν, θα συνετρίβετο, ευθύς αμέσως δε το Εθνικιστικόν Κίνημά του θα έσβηνε» (τόμος Β΄, σελ. 354-5).

Οπωσδήποτε πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα υπόθεση, που δυστυχώς  παρέμεινε μόνο στη σφαίρα του ιστορικού “What if?”!

 

 

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content