H Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη

Η Αγία Σοφία έζησε την εποχή που βασίλευε ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ανδριανός , περίπου το 117-138 μ.Χ. Προερχόταν από μια πόλη της Ιταλίας και ήταν γυναίκα ευγενικής καταγωγής , πιστή κι ευσεβής Χριστιανή. Παρ΄ όλα αυτά , η ζωή της ήταν δύσκολη , γιατί έμεινε χήρα και μόνη της ανέλαβε τις τρεις κόρες της , την Πίστη , την Ελπίδα και την Αγάπη.

Κάποτε αποφάσισαν να ταξιδέψουν στην Ρώμη και έμειναν εκεί για όλο τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής τους. Μητέρα και κόρες ζούσαν θεάρεστα και κάποιοι φανατικοί ειδωλολάτρες τις κατήγγειλαν στον επιστάτη της πόλης . Όταν έμαθε ο αυτοκράτορας ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές διέταξε να τις συλλάβουν.

Η συνάντηση των Αγίων με τον δικαστή

Έτσι οι φρουροί τις οδήγησαν δεμένες στο δικαστήριο, μα αυτές αντί να φοβηθούν στάθηκαν με τόλμη μπροστά στο δικαστή ο οποίος ρώτησε:

Πώς λέγεσαι εσύ και ποια είναι η πίστη σου;

Η Αγία τότε απάντησε:

Ονομάζομαι Σοφία και είμαι δούλη του Κυρίου Ιησού Χριστού του αληθινού Θεού. Δεν ήρθαμε στη Ρώμη για να κρύψουμε την πίστη μας αλλά για να την ομολογήσουμε. Γι’ αυτήν είμαστε έτοιμες να υποστούμε κάθε τιμωρία, ακόμη και τον θάνατο, για να κερδίσουμε την Αιώνια Ζωή.

Η αντίδραση του δικαστή και η απόφαση του για την τύχη τους Όταν άκουσε ο δικαστής αυτά τα λόγια της Σοφίας, θαύμασε για το θάρρος της και δεν ήξερε τι να πει.

Αμέσως, πήρε τις τρεις θυγατέρες της και τις παρέδωσε σε μια αρχόντισσα και ύστερα από τρεις ημέρες πρόσταξε να τις ξαναδεί . Μα οι τρεις αδερφές όλο αυτόν τον καιρό απέδειξαν ότι είχαν μεγάλο σθένος και αντί να υπακούουν σε αυτά που τους έλεγε η αρχόντισσα, σκεφτόταν το ολόλαμπρο στεφάνι που θα αποκτούσαν αν ομολογούσαν τον Ιησού Χριστό. Έτσι οδηγήθηκαν στον δικαστή και αυτός προσπάθησε με πολλές υποσχέσεις και ανταλλάγματα να τις μεταπείσει.

Όμως ούτε με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να τις πείσει και θύμωσε πάρα πολύ και ορκίστηκε ότι αν δεν προσκυνούσαν τα είδωλα θα τις τιμωρούσε σκληρά. Πάλι όμως αρνήθηκαν και έτσι τις φυλάκισε και μετά μία μία θα τις βασάνιζε.

Η Πίστη

Πρώτη παρουσιάστηκε στο βασιλιά η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους και με την υπόσχεση ότι θα της χορηγούσε τα πάντα για να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή, ο Ανδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί το Χριστό , αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τα λόγια της Αγίας Γραφής αποτέλεσαν δυναμική απάντηση της Πίστης: «ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2: 20) δηλαδή «ζω εμπνεόμενη από την πίστη μου στον Χριστό, που με αγάπησε και έδωσε τον εαυτό Του για τη σωτηρία μου». Τότε, μετά από βασανιστήρια, την αποκεφάλισαν.

Η Ελπίδα

Επίσης με τα λόγια της Αγίας Γραφής απάντησε και η δεκάχρονη Ελπίδα, όταν τη ρώτησαν αν αξίζει να υποβληθεί σε τέτοια βασανιστήρια: «ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α΄ Τιμοθ. 4:10). Δηλαδή, «ναι, διότι έχουμε στηρίξει τις ελπίδες μας στον ζωντανό Θεό, που είναι σωτήρ όλων των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των πιστών». Τότε ο δικαστής έδωσε εντολή να την κρεμάσουν και να ξεσκίσουν το κορμί της με σιδερένια νύχια.

Το πρόσωπο του κοριτσιού όμως έλαμψε σαν τον ήλιο και από το σώμα της έβγαινε μύρο. Μετά από αυτό αποφασίστηκε η αποκεφάλισή της.

Η Αγάπη

Αλλά δεν υστέρησε σε απάντηση και η εννιάχρονη Αγάπη. Είπε ότι η ύπαρξή της είναι στραμμένη «εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Χριστοῦ» (Β’ Θεσσαλ. 3: 5). Βέβαια ο δικαστής θυμωμένος διέταξε να την κρεμάσουν και να την δείρουν με ένα μαστίγιο. Κατόπιν διέταξε να ανάψουν φωτιά και πρόσταξε την Αγάπη να προσκυνήσει τα είδωλα. Η μικρή Αγάπη όμως δεν προσκύνησε τα είδωλα και μόνη της προχώρησε και μπήκε μέσα στο καμίνι. Τότε από θαύμα η φλόγα απλώθηκε γύρω κι έκαψε πολλούς ειδωλολάτρες αλλά η Αγία έμεινε υγιέστατη.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content