Πέθανε σε ηλικία 78 ετών η ηθοποιός Μίνα Αδαμάκη. Θλίψη επικρατεί στον καλλιτεχνικό χώρο, με την αγαπημένη ηθοποιό να έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις θρυλικές «Τρεις Χάριτες».
Για τη θλιβερή είδηση ενημέρωσε ο Σπύρος Μπιμπίλας στο Instagram, ενώ σημείωσε ότι αυτή μαθεύτηκε την ίδια ώρα με την απώλεια του ηθοποιού Κώστα Μπάση.
Ο πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) έγραψε: «Με μεγάλη θλίψη σχεδόν ταυτόχρονα μάθαμε ότι έφυγαν από κοντά μας δύο σπουδαίοι αξιαγάπητοι συνάδελφοι μας… Η γλυκειά μας Μίνα Αδαμάκη που τόσα πρόσφερε στο Θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, η τόσο αγαπητή μας από την απίστευτη φιγούρα από την Τρεις Χάριτες και ο Κώστας Μπάσης, ο πρώτος Ερωτόκριτος του Ευαγγελάτου, ο ηθοποιός που κόσμησε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος για πολλά χρόνια… Ανεξίτηλη θα μείνετε στην μνήμη μας αγαπημένοι μου.. Καλό ταξίδι».
Η Μίνα Αδαμάκη γεννήθηκε στον Βόλο. Ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν (1966). Σε νεανική ηλικία σπούδασε στο Λονδίνο κουκλοθέατρο και παντομίμα.
Η πρώτη της εμφάνιση έγινε στο θέατρο, ως μαθήτρια ακόμα, με το Θέατρο Τέχνης, στο έργο “Η δολοφονία του Ζαν – Πωλ Μαρά”. Έχει παίξει σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές και ταινίες.
Είχε ιδρύσει τον θίασο “Θεατρική Συντεχνία” και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της “Ελεύθερης Σκηνής”.
Σε συνεντευξή της στη LIFO είχε πει για το πώς ξεκίνησε να ασχολείται με την υποκριτική: «Η πρώτη παράσταση που είδα ήταν του Θεάτρου Τέχνης, σε καλοκαιρινή του περιοδεία. Η αδελφή μου είχε μπλέξει με κάποιους διανοούμενους και καθώς τους ακολουθούσα σε κάποιες εξόδους τους, πήγα να δω θέατρο, ενώ δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο. Έπαιζαν κωμικά μονόπρακτα του Τσέχοφ. Τρελάθηκα! Ενώ απ’ όλες τις πλευρές ήμουν πολύ πρωτόβγαλτη, ήταν ένα ευχάριστο σοκ, καταρχάς γιατί γέλαγα αλλά και επειδή ήταν πολύ ωραία παράσταση, χωρίς να έχει κάτι φανταχτερό. Πήγα σπίτι, έβαλα τα σεντόνια και άρχισα να παίζω. Το επανέλαβα και στη Μακρυνίτσα, όπου είχαμε μια σκάλα τρίπατη και εκεί αναπαριστούσα ό,τι είχα δει. Τότε ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και έκτοτε, κάθε καλοκαίρι που ερχόταν ο Κουν στον Βόλο, καθώς θεωρούνταν θεατρική πιάτσα, πήγαινα και τον έβλεπα. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται το γούστο μου».