Ανακοινώθηκε σήμερα η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη μετά την κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε με τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Κωστή Χατζηδάκη το πρωί στο Μέγαρο Μαξίμου.
Όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, ο κατώτατος μισθός με τη νέα αύξηση φτάνει τα 780 ευρώ, η οποία σε ποσοστό φθάνει το 9,4%. «Η νέα αύξηση θα συμπαρασύρει τα επιδόματα ανεργίας και όλες τις παροχές που συνδέονται με τον κατώτατο μισθό», ανέφερε ο κ. Μητσοτάκης.
Μητσοτάκης: Στο ανώτατο όριο των δυνατοτήτων μας το ποσό
«Η κυβέρνηση προχωρά σήμερα στην τρίτη διαδοχική αύξηση του κατώτατου μισθού, κατά 9,4%. Έτσι, από την 1η Απριλίου αυτός θα φτάσει τα 780 ευρώ, από 650 ευρώ που ήταν το 2019», είπε, αρχικά, στην τοποθέτησή του ο πρωθυπουργός.
Υπενθύμισε ότι το 2019 ο κατώτατος μισθός ήταν στα 650 ευρώ, «κάτι που σημαίνει ότι από τότε έχουν προστεθεί τρεις επιπλέον μισθοί για 600.000 εργαζομένους».
«Δεν έχω αυταπάτες, ξέρουμε ότι οι αμοιβές είναι ακόμα χαμηλές, ενώ πιέζονται από τον εισαγόμενο πληθωρισμό. Είναι κάτι το οποίο το ακούω συνέχεια, ειδικά από τους νέους, που δύσκολα τα βγάζουν πέρα».
Όπως επισήμανε χαρακτηριστικά, η αύξηση «δεν λύνει το πρόβλημα. Σίγουρα, όμως, προσφέρει μια πολύ σημαντική ανακούφιση και, κυρίως, δηλώνει την πρόθεσή μας να αναβαθμίσουμε τους μισθούς τόσο στον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα».
«Θέλω να τονίσω ότι το ποσό που συμφωνήθηκε βρίσκεται στο ανώτατο όριο των δυνατότητων μας. Είναι μέσα στις αντοχές των επιχειρήσεων, που στηρίχθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας», πρόσθεσε ο πρωθυπουργός.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι η ελληνική οικονομία παραμένει σε μια «ισχυρά αναπτυξιακή δυναμική», με την ανεργία να υποχωρεί και τους φόρους να μειώνονται. «Τώρα είναι η ώρα να στηριχθούν οι εργαζόμενοι με μια γενναία αύξηση του βασικού μισθού, γιατί το μέρισμα της ανάπτυξης πρέπει να το καρπώνονται δίκαια όλοι», σημείωσε ο πρωθυπουργός.
Οι ανακοινώσεις Χατζηδάκη για την αύξηση του κατώτατου μισθού
«Η αύξηση λαμβάνει υπόψη το χρέος στήριξης των εργαζομένων ιδιαίτερα σε συνθήκες εισαγόμενου πληθωρισμού, αλλά λαμβάνει υπόψη και την κατάσταση των επιχειρήσεων. Ο κατώτατος μισθός είναι 713 ευρώ τον μήνα, αυξημένος ήδη κατά 10% σε σχέση με το 2019. 585.000 εργαζόμενοι καλύπτονται από τον κατώτατο μισθό. Θέλω να υπογραμμίσω ότι δεν αυξήθηκε μόνο ο κατώτατος μισθός τα τελευταία χρόνια, αλλά και ο μέσος μισθός σε σχέση με το 2019», είπε αρχικά ο υπουργός Εργασίας.
«Από την 1η Απριλίου ο κατώτατος μισθός αυξάνεται στα 780 ευρώ. 34,84 ευρώ το κατώτατο ημερομίσθιο. Δεν μοιράζουμε δικά μας λεφτά από τις τσέπες μας. Είναι λεφτά του ιδιωτικού τομέα», συνέχισε. Όπως είπε νωρίτερα ο πρωθυπουργός, πρόκειται για αύξηση της τάξεως του 9,4%, η τρίτη διαδοχική που γίνεται κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της ΝΔ.
Όπως συνέχισε ο κ. Χατζηδάκης, για την αύξηση του κατώτατου μισθού ελήφθησαν υπόψη: Α) Η πτώση της ανεργίας, που δείχνει ότι η οικονομία έχει δυναμική. Β) Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Γ) Η ανάκαμψη της οικονομίας, που θα συνεχιστεί και το 2023, στο 2%.
«Τι μένει τελικά στην τσέπη του εργαζομένου; Το 2019 έμεναν 548 ευρώ. Σήμερα, με 14 καταβολές θα του μένουν 667 ευρώ», πρόσθεσε ο κ. Χατζηδάκης παρουσιάζοντας σχετικά στοιχεία.
Όσον αφορά τις τριετίες, ο υπουργός Εργασίας υπογράμμισε ότι το καθεστώς θα αλλάξει για όσους συμπλήρωσαν το δικαίωμα το 2012 «όταν η ανεργία πέσει κάτω από το 10%».
Όπως σημείωσε ο υπουργός, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμπαρασύρει και το επίδομα ανεργίας, αλλά και μια σειρά επιδομάτων που καταβάλλει η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (ΔΥΠΑ). «Το επίδομα ανεργίας ήταν 399 ευρώ το 2019, στη συνέχεια ανέβηκε στα 438 ευρώ, και πλέον θα είναι 479 ευρώ. Δεν αυξάνεται μόνο αυτό, αλλά αρκετά ακόμη επιδόματα», είπε ο Κωστής Χατζηδάκης.
«Πιστεύουμε ότι, με την απόφαση που πήραμε για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ, απαντάμε στο αίτημα της κοινωνίας για στήριξη του λαϊκού εισοδήματος, χωρίς να αδιαφορούμε για τις ανάγκες και τις δυνατότητες των επιχειρήσεων. Φτάσαμε εδώ γιατί η οικονομία αντέχει», κατέληξε ο κ. Χατζηδάκης.