Εναλλαγές διάθεσης, άγχος, τάση απομόνωσης, παραμέληση του σχολείου. Οι κοινότοπες αυτές συμπεριφορές σκιαγραφούν συνήθως τον σύγχρονο έφηβο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια εξετάζονται και υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, αυτό της εκτεταμένης χρήσης κινητών και μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Μπορεί, λοιπόν, η εφηβεία να είναι μια περίοδος όπου τα πιο παράλογα συναισθήματα είναι απλά μέρος της καθημερινότητας, ωστόσο πολλά είναι τα ερωτήματα για το κατά πόσο οι τεράστιες αλλαγές που έχει φέρει η τεχνολογία στη ζωή μας έχουν κάποιο αντίκτυπο στην ψυχική υγεία των παιδιών Γυμνασίου και Λυκείου.
Εικόνες και συνήθειες που βλέπουμε σε καθημερινό επίπεδο προβληματίζουν: παιδιά που είναι έξω μεν, αλλά κάθονται σε μια σειρά και έχουν τα κινητά στα χέρια· που αντί να κλωτσάνε μια μπάλα, παίζουν Fortnite με τους φίλους τους· που αντί να γυρίσουν το κεφάλι και να μιλήσουν στη διπλανή τους, της ανοίγουν τη συζήτηση μέσω TikTok. Πώς επιδρούν όλα αυτά στον ψυχισμό των εφήβων;
«Στις δια-ζώσης επαφές των εφήβων έχει περιοριστεί σημαντικά η απευθείας οπτική επικοινωνία, η οποία έχει σε μεγάλο ποσοστό αντικατασταθεί από μια διαθλασμένη οπτική επικοινωνία με την παρεμβολή του κινητού», δηλώνει η Άννα Κοκκέβη, ομότιμη καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ).
Μαζί με την ομάδα της (Τάσος Φωτίου, Μυρτώ Σταύρου, Ελευθερία Καναβού, Clive Richardson), «τρέχουν» την «Πανελλήνια Ερευνα για τις συμπεριφορές που συνδέονται με την υγεία των εφήβων-μαθητών», η οποία υλοποιείται από το 1998 και κάθε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).
Ένας στους 7 κάνει προβληματική χρήση
Στην προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα εάν συνδέεται η έντονη χρήση κινητών και social media με την επιβαρυμένη ψυχική υγεία των εφήβων, όπως επίσης και να σκιαγραφηθεί το προφίλ του εφηβικού εθισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην Ελλάδα, η κ. Κοκκέβη και η ομάδα της έδωσαν στην «Κ» αδημοσίευτα, προκαταρκτικά στοιχεία για το 2022. Η πανελλήνια έρευνα του ΕΠΙΨΥ έγινε σε περίπου 6.250 μαθητές 11,5, 13,5 και 15,5 ετών.
Για να προσδιοριστεί η «προβληματική χρήση των σόσιαλ», οι έφηβοι απάντησαν σε μια σειρά από ερωτήσεις σχετικά με τη χρήση τους το χρονικό διάστημα έως και 12 μήνες πριν από την έρευνα. Ερωτήθηκαν για παράδειγμα, εάν συχνά ένιωσαν ότι ήθελαν να περάσουν ολοένα και περισσότερο χρόνο χρησιμοποιώντας τα, εάν συχνά τα χρησιμοποίησαν για να «ξεφύγουν» από αρνητικά συναισθήματα ή εάν παραμέλησαν άλλες δραστηριότητές τους γιατί ήταν συνδεδεμένοι σε αυτά.
Μεταξύ άλλων, τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2022 δείχνουν ότι ένας στους 7 εφήβους (το 13%) έκανε προβληματική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η προβληματική αυτή χρήση ήταν σε σημαντικά μεγαλύτερα ποσοστά:
- στα κορίτσια (16%), συγκριτικά με τα αγόρια (9%) και
- στους 13χρονους (16%) και τους 15χρονους (16%, μαθητές της Α Λυκείου), συγκριτικά με τους 11χρονους (6%).
Χαρακτηριστικά του εφηβικού εθισμού στα σόσιαλ
Η αμέσως προηγούμενη έρευνα του ΕΠΙΨΥ από το 2018 περιγράφει και τα χαρακτηριστικά των εφήβων που κάνουν προβληματική ή καθημερινή χρήση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Βέβαια, η κ. Κοκκέβη τονίζει ότι αναφορικά με την προσκόλληση στα κινητά και στα social media, η κατηγορία των εφήβων δεν είναι καθόλου ομοιογενής. Για παράδειγμα, με την αύξηση της ηλικίας μειώνεται (ενδεχομένως και εκλογικεύεται) η χρήση αυτών, ειδικά στο Λύκειο.
Ειδικότερα, οι μαθητές της Α’ Λυκείου βρίσκονται υψηλά στην κλίμακα προσκόλλησης στα social media (44%) συγκριτικά με τους μαθητές της Γ’ Λυκείου (39%). «Με το πέρασμα από τη μία τάξη του Λυκείου στην άλλη τόσο το πλαίσιο όσο και οι ίδιοι οι έφηβοι παρουσιάζονται περισσότερο έτοιμοι και ανθεκτικοί στο να ρυθμίσουν την εμπλοκή τους με αυτά», σχολιάζει η καθηγήτρια.
Γιατί οι έφηβοι δεν «κόβουν» τα σόσιαλ
Οι παλαιότερες γενιές πάντα είχαν μια τάση να κουνούν το δάχτυλο στις νεότερες και διαβάζοντας στοιχεία όπως τα παραπάνω είναι εύκολο να ανησυχήσει κάποιος, αλλά και να προχωρήσει σε αφορισμούς.
Από την άλλη, η κ. Κοκκέβη δίνει μια άλλη διάσταση για να εξηγήσει γιατί οι έφηβοι δυσκολεύονται να ελέγξουν τη χρήση του διαδικτύου και των social media. Οι σημερινοί έφηβοι:
- Εχουν μεγαλώσει σε πλαίσια όπου η χρήση του κινητού και των social media θεωρούνταν ήδη «φυσιολογική».
- Λόγω αυτού, εμφανίζουν προσκόλληση στο κινητό και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με έντονα -σε κάποιες περιπτώσεις- στοιχεία εθισμού.
- Εχουν αναπτύξει και συντηρούν μέσω των apps έναν κώδικα επικοινωνίας.
- Θέλουν να περιορίσουν το FOMO (fear of missing out, «φόβος του να μείνω στην απ’ έξω»).
Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει η ίδια, και οι γονείς των εφήβων αφιερώνουν αρκετές ώρες ημερησίως στα κινητά, με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνουν εμμέσως την «κανονικότητα» της χρήσης τους και να δυσχεραίνουν ουσιαστικά το έργο των παιδιών τους που θα επιδιώξουν κάποια στιγμή να τα περιορίσουν.
Πριν και μετά την πανδημία
Πολλά έχουν γραφτεί και για το πώς η πανδημία επηρέασε τον ψυχισμό των εφήβων, πώς τους ώθησε σε ακόμα μεγαλύτερη χρήση των social media, τα οποία αποτέλεσαν την κυρία ενασχόληση και διέξοδο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού.
Όπως αναφέρει η κ. Κοκκέβη, την τελευταία τετραετία, φαίνεται να έχει αυξηθεί το ποσοστό της προβληματικής χρήσης των social media τόσο συνολικά στον πληθυσμό των 11-15 ετών (αυξήθηκε από 10 στο 13%) όσο και στις επιμέρους ομάδες (φύλο, ηλικία και οικονομική κατάσταση).
Συγκρίνοντας μάλιστα την ψυχική υγεία των εφήβων πριν και μετά την πανδημία, βλέπουμε ότι έχει αυξηθεί το ποσοστό αυτών που εμφάνισαν ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Αύξηση στο ψηφιακό bullying
Mε τα κινητά και τα social media, ο ψηφιακός εκφοβισμός έχει βρει «πεδίο δόξης λαμπρό», με την έννοια ότι δημιουργούνται εναλλακτικές δίοδοι εκφοβισμού και θυματοποίησης.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της τελευταίας έρευνας του ΕΠΙΨΥ, το 2022 ήταν διπλάσιο το ποσοστό των εφήβων που ανέφεραν ότι υπήρξαν πρόσφατα θύματα cyberbullying (7%), συγκριτικά με την προ-Covid περίοδο (3%).
Mεταξύ των ίδιων δύο περιόδων, διπλασιάστηκε και το ποσοστό των θυτών cyberbullying (από 5% το 2018 στο 10% το 2022).
Τα απρόσμενα θετικά στοιχεία
Πάντως, οι αλλαγές στις συνήθειες που έχει επιφέρει η χρήση κινητών και ο περιορισμός των δια ζώσης κοινωνικών συναναστροφών έχουν και κάποιες «ακούσιες» θετικές συνέπειες. Σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ελλάδα καταγράφονται τάσεις όπως η μείωση της χρήση καπνού (αλλά αύξηση του vaping), καθώς και μια σχετική σταθερότητα στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών, όπως επίσης και στο σωματικό bullying (αν και έχει αυξηθεί το ψηφιακό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω).
Όπως εξηγεί η κ. Κοκκέβη, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που ωθούσαν τους εφήβους στη χρήση νόμιμων και παράνομων ουσιών αλλά και στην υιοθέτηση άλλων συμπεριφορών υψηλού κινδύνου, ήταν παραδοσιακά η διά ζώσης επαφή με την «παρέα» σε κατάσταση «βαρεμάρας».
Με την αύξηση της ψηφιακής συναναστροφής περιορίστηκαν σημαντικά οι διά ζώσης επαφές και βγήκε… νοκ άουτ το κενό της «βαρεμάρας». Η προσοχή των εφήβων μετατοπίστηκε στο περιεχόμενο της οθόνης με αποτέλεσμα τη μείωση της χρήσης αυτών των ουσιών.
Δαιμονοποίηση των social media;
Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα το εάν η έντονη χρήση των smartphones και των social media είναι ο βασικός παράγοντας που έχει επηρεάσει τη μεταβολή στη ψυχική υγεία των εφήβων. Υπάρχουν και ξένες έρευνες που δείχνουν το αντίθετο, ότι δεν υπάρχει δηλαδή συνάφεια μεταξύ αυτών των δύο παραμέτρων.
Ενδεικτικά, υπάρχουν μελέτες που διαπιστώνουν μια διαφοροποιημένη επίδρασητης υπερβολικής χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων, ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας: ευεργετικά αποτελέσματα στο αίσθημα «μοναξιάς» όταν εξετάζεται η χρήση των μέσων ανάμεσα στα μέλη μιας στενής παρέας (περιορισμός του FOMO) και αρνητικές προεκτάσεις σε θέματα αυτοεικόνας, cyberbullying κλπ., όταν διερευνάται η έκθεση των εφήβων στην ευρύτερη κοινότητα των social media.
«Επομένως, μολονότι υπάρχει μια τάση να δαιμονοποιούνται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τον ρόλο τους στη ψυχική υγεία των εφήβων, η πραγματικότητα είναι μάλλον σύνθετη και (ιδιαίτερα τις περιόδους των περιοριστικών μέτρων) ασφαλώς περιλαμβάνει ευεργετικές ιδιότητες των πρώτων», καταλήγει η κ. Κοκκέβη.
*Η ελληνική έρευνα εντάσσεται στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα για την υγεία των παιδιών σχολικής ηλικίας (Health Behavior in School-aged Children, HBSC), το οποίο διενεργείται κάθε τέσσερα έτη υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Καθημερινή