Γιάννης Φλωρινιώτης: Ο σταρ που έντυσε με στρας και πούπουλα τη νυχτερινή ζωή

Εφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 76 ετών, ο τραγουδιστής Γιάννης Φλωρινιώτης. Ο γνωστός καλλιτέχνης νοσηλευόταν για περίπου μία εβδομάδα στο Νοσοκομείο «Σωτηρία». Σύμφωνα με πληροφορίες, είχε βαρύτατο πνευμονικό εμφύσημα και κατέληξε από καρδιακή ανακοπή.

Γεννήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου του 1947 και το όνομα του κατοπινού σταρ της πίστας, γνωστού για τη φανταχτερή περιβολή, ήταν Γιάννης Αποστολίδης.

Ένα αγόρι που γεννήθηκε τα δύσκολα χρόνια του πολέμου σε ένα φτωχόσπιτο, τέκνο μιας πολυάριθμης οικογένειας, παίζοντας στις λάσπες μπορούσε να ονειρεύεται φορώντας τα φτερά που του έδιναν στα θεατρικά στο σχολείο ότι κάποτε θα γίνει βασιλιάς-όχι αλλού αλλά πάνω στη σκηνή και την πίστα, σε εποχές που καμία μάντισσα και καμία μοίρα δεν τολμούσε καν να το επιβεβαιώσει, ούτε καν ως ψέμα. Και όμως μια τσιγγάνα το είχε πει στον Γιαννάκη, όπως τον αποκαλούσαν ακόμα και όταν ενηλικιώθηκε, ότι θα γινόταν Μέγας, ο άρχοντας της πίστας, ο αληθινός σταρ, όπως συνήθιζε να λέει περιγράφοντας με ακρίβεια τον αλλόκοτο εαυτό του. 

Πώς αλλιώς όμως να ορίσεις το φαινόμενο Φλωρινιώτης, που από απόπαιδο του ορφανοτροφείου, όπου γνώρισε μόνο βία και ξύλο, κάποτε θα έβλεπε το όνομά του στην πρώτη γραμμή στη μαρκίζα, που θα ανυψωνόταν λουσμένος στην αστερόσκονη στα ανώτερα υψίπεδα της λαικοποπ νύχτας την οποία εκείνος πρώτος θα καθιέρωνε, που θα ανάγκαζε και τον Μάνο Χατζιδάκι να τον παραδεχτεί ως μια sui generis περίπτωση στο γεμάτο προκαταλήψεις ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα;

Καταργώντας τα όρια του χαμηλού και υψηλού, μέσα στα λαμέ και με την απενοχοποιημένη κιτς συνείδηση ο Γιάννης Φλωρινιώτης έγινε αυτός που οι ποιοτικοί επέλεγαν ως διασκεδαστικό τους αντίβαρο και οι λαϊκοί παραδέχονταν για το απύθμενο θράσος του. Έκανε καριέρα στα λαϊκά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, πέρασε από τα επικίνδυνα νυχτερινά κέντρα της Αμερικής ανάμεσα στους μαφιόζους του Σικάγο, έλαμψε σαν κιτς αρχαιοελληνικός θεός στα μπουζουκτσίδικα με τους πλαστικούς κίονες στον Καναδά και επέστρεψε στην Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης για να διασκεδάζει τους πρώτους νεόπλουτους αλλά και τους μεγάλους αστέρες που έσπευδαν να δουν τον παράξενο διασκεδαστή με το αλλόκοτο ίματζ: η λέξη «λαμέ» ήταν λίγη για να περιγράψει τις αυτοσχέδιες υπερπαραγωγές του και η διασκέδαση ίσως κάπως άκομψη κοντά στην αδιανόητη, διαστημική σύλληψη που έκανε τον Φλωρινιώτη να μοιάζει κυριολεκτικά, όπως έλεγε ο Χατζιδάκις, με εξωγήινο.

Άλλωστε, δεν ήταν τυχαίο ότι ήταν εκείνος, ο σπουδαίος Μάνος που είδε στο πρόσωπο του έναν αλλόκοτο Ντέιβιντ Μπόουι ελληνικής κοπής, έναν διαστημάνθρωπο που προσγειωνόταν από έναν δικό του πλανήτη στην πίστα για να της δώσει υπόσταση. Σε καιρούς που στη νυχτερινή ζωή πρωταγωνιστούσαν μεγάλα ονόματα όπως ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Στράτος Διονυσίου και η Ρίτα Σακελλαρίου, στα εύρωστα χρόνια της δεκαετίας του 70 ο Γιάννης Φλωρινιώτης πλέον από Γιάννης Αποστολίδης-λόγω του σουξέ που έκανε όταν πρωτοέγινε γνωστός στη Φλώρινα-ήταν εκείνος που εισήγαγε στο λαϊκό πρόγραμμα τα τεράστια μπαλέτα, που μέχρι τότε εμφάνιζαν αποκλειστικά στα σκετς στις επιθεωρήσεις, με τις αδελφές Γαρμπή να του στίβουν στα διαλείμματα τα πουκάμισα για να μπορέσει να ανέβει αλώβητος στην πίστα. Άλλωστε η λέξη πίστα επέτρεπε στα μάτια του τα πάντα καθώς τόλμησε να επιβάλει την ηλεκτρική κιθάρα και τα ντραμς στους έντρομους λαϊκούς μπουζουκτσήδες, έκανε ποπ την «Κύρα Γιώργαινα» με τη συνοδεία συνθεσάιζερ που είχε μάθει στην Αμερική, τραγούδησε με τον δικό του επικολυρικό τρόπο το “Αγωνία” και έφερε έναν πρωτόγνωρο αέρα εξαλλοσύνης στους συντηρητικους, μέχρι τότε, νυχτόβιους.

Floriniotis_-_Vlaxoulou

Ο όρος drag queen δεν ήταν ακόμα γνωστός και έπρεπε να περάσουν χρόνια μέχρι να καταφθάσουν οι πρώτες τρανς στο μαγαζί του και να τον αποθεώσουν γνωρίζοντας πως είναι αυτός που έσπασε τα στεγανά: γκέι-στρέιτ, χαμηλό-υψηλό, ποιοτικά μαγαζιά-σκυλομάγαζα, όλες οι κατηγορίες είχαν καταργηθεί ύστερα από τη σαρωτική λαίλαπα του Φλωρινιώτη ο οποίος δήλωνε οικογενειάρχης με τρία παιδιά αλλά ανοιχτός και στα δυο φύλα. Οι Έλληνες είχαν βρει τον (νυχτερινό) δάσκαλο τους ή μάλλον καλύτερα έναν σιλικονάτο βασιλιά γεμάτο στρας και πούλιες αλλά αποφασισμένο να διατηρήσει αυτούσιο τον δυναμισμό του μύθου του μέχρι τέλους. Όλοι όσοι αγαπούσαν να τον μισούν, ήξεραν ότι μάλλον τα κατάφερε.

Τίποτα, όμως, δεν ήταν εύκολο για αυτό το ορφανό από πατέρα σε μικρή ηλικία, ο οποίος, ωστόσο, πρόλαβε να του μεταδώσει την αγάπη για τη μουσική μαθαίνοντας του την ποντιακή λύρα και κάνοντας τον να μεταμορφώνεται κάθε φορά που κάποιος ήχος τον παράσερνε σαν τον Οδυσσέα οι Σειρήνες. Ήταν στο σχολείο όταν πρωτοτραγούδησε live και δεν είχε κλείσει στα δεκατρία όταν πρωτάκουσε λαϊκά τραγούδια από τα διπλανά μπουζούκια στις Μηλιές και αποφάσισε, πηδώντας τις μάντρες, ότι ήθελε και εκείνος να γίνει μέρος αυτής της νυχτερινής ομήγυρης. Είχε εν τω μεταξύ εγκαταλείψει και την γεωργική σχολή, από όπου έφυγε απειλώντας να αυτοκτονήσει αλλά και τις σπουδές στην Ηλεκτρολογία αφού δεν μπορούσε, όπως έλεγε, να ανάψει ούτε μια λάμπα. Το ορφανοτροφείο ήταν, προ πολλού παρελθόν, αφού η μητέρα του δουλεύοντας υπηρέτρια αναγκάστηκε να πάρει τον δυστυχισμένο Γιαννάκη πίσω στο σπίτι, όπου πλέον συζούσε με τον δεύτερο άντρα της. Τελικά ο μικρός Γιάννης κατάφερε να την πείσει, με τα παρακάλια, να γίνει ο τρίτος τραγουδιστής στις Μηλιές, όπου τραγουδούσε σχεδόν δωρεάν και χρειάστηκε να μεταβεί στην ‘πρώτη γραμμή’ της Θεσσαλονίκης για να εξασφαλίσει μια εμφάνιση δίπλα σε θρυλικά ονόματα όπως ο Βαμβακάρης, ο Παπαιωάννου, ο Λούκας που περνούσαν από καιρού εις καιρόν από τη συμπρωτεύουσα. 

Τους άγραφους κανόνες του σόου, όμως, τους είχε οικειοποιηθεί χωρίς να βρεθεί κανείς να τους διδάξει: το είχε ονειρευτεί πριν καν δει χολυγουντιανές ταινίες, όταν πρωτοείδε σε έναν εκκλησιασμό να εμφανίζεται μπροστά του στην τοπική εκκλησία ο Δεσπότης. Είχε εκμυστηρευτεί χαρακτηριστικά σε μια παλιότερη του συνέντευξη στη Lifo και τον Αντώνη Μποσκοίτη: «Κάθε Κυριακή μας πηγαίναν εκκλησία με το ορφανοτροφείο. Μια μέρα λειτουργούσε ο Δεσπότης. Τον είδα με τα πετράδια, τα στρας, έλαμπε και είπα ”Παναγία μου, Δεσπότης θέλω να γίνω”! (γέλια) Και ήθελα να γινόμουν παπάς ή Δεσπότης, αλλά ευτυχώς στο ορφανοτροφείο τραγουδούσα στη χορωδία κι έλαμπα κι εκεί κι όλοι με συμπαθούσαν και μ’ αγαπούσαν».

Το στυλ Φλωρινιώτης πάντως αποθεώθηκε στην Αμερική όταν έκανε σόου μαζί με ένα αυτοσχέδιο μπαλέτο σε ένα ποτ πουρί από ποπ ακούσματα της εποχής, λαικά, σκυλοδημοτικά ντυμένος τσολιάς με τις κοπέλες να φοράνε φαντεζί φτερά και να τον αποθεώνουν. Ήταν ένας αυτοσχέδιος Έλληνας θεός με ήρωες νυχτόβιους της εποχής, φτωχοδιαβόλους, μετανάστες που ήθελαν να πνίξουν τον πόνο τους σε ένα αυτοσχέδιο υπερθέαμα που θα τους οδηγούσε μακριά από τη μιζέρια-λέξη, μάλλον, άγνωστη στον ίδιο. Δεν είχε, εξάλλου, ποτέ προκαταλήψεις: μιλούσε για τις πόρνες που τον φρόντιζαν με μεγαλύτερη αγάπη από όσο από οποιοδήποτε συγγενή και είχε ομολογήσει πως για τον ίδιο οι οίκοι ανοχής ήταν ο παράδεισος αφού μια τέτοια γυναίκα ήταν η πρώτη που του ψώνισε ρούχα, παπούτσια και ρολόι.

Floriniotis_4

Η συνάντηση με τον Χατζιδάκι

Αλλά επειδή Φλωρινιώτης γεννιέσαι, μάλλον, δεν γίνεσαι, κάτι θα αναγνώρισε ο Μάνος Χατζιδάκις σε αυτό το αλλόκοτο αγόρι που σνόμπαραν όλοι αλλά εκείνος, παρασυρμένος από τη Μελίνα Μερκούρη, θα τιμούσε όσο ελάχιστους ποιοτικούς πηγαίνοντας να τον δει στο κέντρο όπου τραγουδούσε τα Χριστούγεννα του 1979. Αλλά δεν έμεινε εκεί: τον κάλεσε λίγο αργότερα στην εκπομπή του στο Τρίτο Πρόγραμμα συστήνοντας τον στους ακροατές του ως τον αστροναύτη ή τον κάτοικο ενός εξωτικού πλανήτη που έφερε αποκλειστικά το όνομά του.

Ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσιάζει τον Φλωρινιώτη

Τον βάφτισε μάλιστα στο υψηλό στερέωμα αφήνοντας έξω από το στούντιο τη Λένα Πλάτωνος, η οποία αδυνατούσε να πιστέψει περιφερόμενη στους διαδρόμους της ΕΡΑ ότι είχε εκτοπιστεί από έναν σόου μαν-ήρωα των νυχτόβιων. Αλλά για τον Μάνο Χατζιδάκι που ούτως ή άλλως δεν άντεξε ποτέ τις κατηγοριοποιήσεις, αυτό δεν ήταν καν πρόβλημα: όπως ανίχνευσε μελωδικά στοιχεία στο Ρεμπέτικο, έτσι έμεινε να προσδώσει δωρικά στοιχεία στον υπερφορτωμένο με όλα τα φτιασίδια της νύχτας Φλωρινιώτη. Μόνο που εκείνος δεν κατάφερε να αφομοιώσει τα στοιχεία της νέας του εικόνας που τον ήθελε μακριά από τα στρας και τα περιττά να ερμηνεύει «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» με τη συνοδεία τσέμπαλου! 

Λίγα χρόνια αργότερα έκανε τον πρώτο του ποιοτικό δίσκο τραγουδώντας μάλιστα μελοποιημένη ποίηση με στίχους του Βάρναλη που ήταν λογικό να πάει σχεδόν άπατος και με ελάχιστες πωλήσεις. Το λεγόμενο ποιοτικό κοινό αδυνατούσε να το καταλάβει και επέμενε να βλέπει τον Φλωρινιώτη στον ρόλο του διασκεδαστή. Του έμεινε όμως ένα ωραίο ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος πάνω στο φαινόμενο Φλωρινιώτης με τον τίτλο «Είδωλο ή ξανά προς τη δόξα τραβά» που απέσπασε μάλιστα βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τραγούδια του Μίμη Πλέσσα! Σε μια εποχή, όπου το μεταμοντέρνο δεν είχε καν υπάρξει ούτε ως όρος του Μποντριγιάρ, αυτά τα εγχειρήματα φάνταζαν αν μη τι άλλο παράξενα, ανίκανα να βρουν τρόπο νομιμοποίησης ακόμα και αν ο «νονός» ήταν ο ίδιος ο Χατζιδάκις.

floriniotis-xatzidakis

Ο Φλωρινιώτης μπορεί να μην νομιμοποιήθηκε αλλά κατάφερε να γίνει γνωστός στο στρατόπεδο των ποιοτικών που είδαν με συγκατάβαση τις ειλικρινείς δηλώσεις του για τα τραυματικά παιδικά χρόνια και τους ανίερους έρωτες, που θαύμαζαν το βαρβάτο εκτόπισμα στην πίστα, την παράξενη κιτσερέλα που έφερε αποκλειστικά το όνομα του γνωρίζοντας άπειρους μιμητές, τη μασκαράτα που ήταν πια κλασική, το ειλικρινές του χιούμορ: ίσως να είναι ο μόνος αστέρας που παραδέχτηκε ότι είχε καταστραφεί από τις σιλικόνες και πως αγαπούσε ακόμα και τις πιο ποταπές εκδοχές των εχθρών του, με τους οποίους ποτέ, έτσι και αλλιώς δεν ασχολήθηκε. Του αρκούσε να μπορεί ντυμένος με τις πούλιες του να τραγουδάει και στα ελάχιστα, πρωινά διαλείμματα να αγκαλιάζει το σκυλάκι του στο μοβ σπίτι, που ήταν το πραγματικό του καταφύγιο και να νιώθει ευτυχισμένος. Κανείς δεν ξέρει αν πραγματικά ήταν αλλά κάτι είχε πει ο Όσκαρ Γουάιλντ για αυτούς που συνηθίζουν να ονειρεύονται μέσα από τις λάσπες τα αστέρια.

Πρώτο Θέμα

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content