Στα 72 της χρόνια η Αντίνα Μοσέ έζησε τον χειρότερο εφιάλτη της. Κάτοικος του κιμπούτς Νιρ Οζ απήχθη στις 7 Οκτωβρίου από τη Χαμάς και παρέμεινε φυλακισμένη επί 49 ημέρες υπό άθλιες συνθήκες στα υπόγεια της Γάζας. Η ηλικιωμένη ήταν μία από τους 24 Ισραηλινούς ομήρους που απελευθερώθηκαν στην πρώτη ανταλλαγή κρατουμένων μεταξύ Ισραήλ και Γάζας που πραγματοποιήθηκε στις 24 Νοεμβρίου στη διάρκειας μιας 4ήμερης κατάπαυσης του πυρός.
Ο ανιψιός της Εγιάλ Νουρί μετέφερε στην «Καθημερινή» όσα διηγήθηκε η Αντίνα Μοσέ για τις «ατελείωτες» ημέρες της ομηρίας της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα βρισκόταν στο σπίτι της στο κιμπουτς μαζί με τον άνδρα της όταν εισέβαλε η Χαμάς. Οι δυο τους κλειδώθηκαν στο καταφύγιο. «Επί μια ώρα άκουγαν πυροβολισμούς, ανθρώπους και γέλια», είπε ο κ. Νουρί, η μητέρα του οποίου επικοινωνούσε μέσω μηνυμάτων με την Αντίνα και τον σύζυγό της. Υστερα από περίπου μία ώρα που παρέμειναν κρυμμένοι στο καταφύγιο, οι τρομοκράτες προσπάθησαν να εισβάλουν και πυροβόλησαν την πόρτα, την οποία ο σύζυγος της Αντίνα κρατούσε σφιχτά μέχρι τότε για να τους προστατεύσει.
Ακουσε τους άνδρες της Χαμάς να πυροβολούν τον σύζυγό της «ξανά και ξανά» μέχρι να σιγουρευθούν ότι πέθανε.
«Αυτό πρέπει να έγινε περίπου στις 9 το πρωί εκείνης της ημέρας γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή μιλούσαν με τη μητέρα μου», σημείωσε ο ανιψιός της Αντίνα. Οπως είπε, έπειτα είδαν μηνύματα στα οποία η θεία του ζητούσε βοήθεια και συμβουλές για το πώς να σταματήσει την αιμορραγία του άνδρα της. Οταν ο Εγιάλ Νουρί επέστρεψε στο κιμπούτς είδε τρεις σφαίρες στην πόρτα του καταφυγίου. Οι ένοπλοι κατάφεραν να σπάσουν το παράθυρο του ασφαλούς δωματίου. Μπήκαν, άρπαξαν και έβγαλαν από το παράθυρο την Αντίνα, η οποία άκουσε τους άνδρες να πυροβολούν τον σύζυγό της «ξανά και ξανά» μέχρι να σιγουρευθούν ότι πέθανε. «Ηταν ζευγάρι 52 χρόνια», ανέφερε ο κ. Νουρί. Η οικογένεια ξεκίνησε να αναζητεί φωτογραφίες και βίντεο της 72χρονης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις ιστοσελίδες αναζητώντας να μάθουν τι έχει γίνει με τη συγγενή τους. Εμαθαν ότι είχε απαχθεί από τη Χαμάς όταν εντόπισαν μια φωτογραφία της ίδιας να κάθεται τρομαγμένη σε ένα μηχανάκι ανάμεσα σε δύο οπλισμένους άντρες.
«Oταν απελευθερώθηκε μας είπε ότι την άρπαξαν ξυπόλητη και την εξανάγκασαν να περπατήσει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα στα τούνελ. Αισθανόταν το λασπωμένο έδαφος. Είχε πολλή υγρασία και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Οι διάδρομοι ήταν στενοί και κάποιες φορές έπρεπε να σκύψει το κεφάλι της για να περάσει. Δεν μπορούσε να πει πόση ώρα περπατούσαν, της φάνηκε αιώνας μέχρι να φτάσουν σε ένα δωμάτιο», ανέφερε ο ανιψιός της. Η Αντίνα είπε μετέπειτα στην κόρη της ότι με έναν περίεργο τρόπο άντλησε δύναμη από τον θάνατο του άνδρα της: σκέφτηκε ότι δεν είχε κάτι άλλο να χάσει, γιατί είχε ήδη χάσει το πολυτιμότερο πράγμα στη ζωή της.
Την άρπαξαν ξυπόλητη και την εξανάγκασαν να περπατήσει χιλιόμετρα και χιλιόμετρα στα τούνελ. Αισθανόταν το λασπωμένο έδαφος. Είχε πολλή υγρασία και δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Οπως διηγήθηκε, οι συνθήκες κράτησης ήταν φριχτές, καθώς ήταν συνέχεια στο σκοτάδι και τους άναβαν το φως μόνο δύο ώρες την ημέρα. Από φαγητό, είπε, τους έδιναν μόνο λίγο ρύζι και φασόλια και ένα μπουκάλι νερό για 2 ημέρες. Το δωμάτιο κράτησης δεν είχε κρεβάτια παρά μόνο καρέκλες και στρώματα στα οποία έβαζαν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. «Κάποια παιδιά κοιμόντουσαν ανάμεσα στα πόδια των καρεκλών» και η Χαμάς τους φώναζε συνέχεια «ησυχία, ησυχία». «Οσο για την υγιεινή, δεν έκαναν μπάνιο όλο αυτό το διάστημα». Από μια φίλη της που ήταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο έμαθαν πως η Αντίνα έμεινε δυνατή και φρόντιζε πολύ τα παιδιά. «Η θεία μου είναι νηπιαγωγός», τόνισε ο άνδρας.
Οι όμηροι δεν ήξεραν τι συνέβαινε όλες αυτές τις μέρες, ωστόσο ένιωθαν το έδαφος να τρέμει από τους βομβαρδισμούς. «Ηταν δραματικές ημέρες, δεν υπήρχε μέλλον, δεν ήξεραν τίποτα», είπε ο άνδρας μεταφέροντας την εμπειρία της θείας του. Εξίσου τρομακτική ήταν και η στιγμή της απελευθέρωσής της καθώς στην αρχή απλά περιτριγυριζόταν από πολλούς άνδρες της Χαμάς που ζητωκραύγαζαν χωρίς να ξέρει τι θα γίνει. «Κατάλαβε ότι θα απελευθερωθεί μόνο όταν είδε τη σημαία του Ερυθρού Σταυρού, τότε μόνο κατάλαβε ότι ο εφιάλτης αυτός θα τελείωνε. Τότε βεβαίως ξεκινούσε ένας νέος εφιάλτης».
Πήγε στο κιμπούτς με τις κόρες και την εγγονή της. Είδε το καμένο σπίτι για πρώτη φορά. Περπάτησε ανάμεσα στα χαλάσματα. Η περιοχή μυρίζει ακόμα θάνατο.
Η γυναίκα είχε χάσει 12 κιλά και μόλις επέστρεψε χρειάστηκε να νοσηλευτεί για να ανακτήσει τις δυνάμεις της. Μετά το αρχικό σοκ ζήτησε να επισκεφθεί το κιμπούτς. «Πήγε εκεί με τις κόρες και την εγγονή της. Είδε το καμένο σπίτι για πρώτη φορά. Περπάτησε ανάμεσα στα χαλάσματα. Η περιοχή μυρίζει ακόμα θάνατο». Οπως είπε ο ανιψιός της, η γυναίκα επέστρεψε σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο όπου πολλοί φίλοι και συγγενείς έχουν δολοφονηθεί ή αρπαγεί, ενώ η ίδια δεν έχει κοινότητα να γυρίσει ούτε σπίτι να ζήσει. «Δεν έχει μείνει τίποτα από την περιουσία της, ούτε καν τα ρούχα της», σημειώνει ο κ. Νουρί.
Οπως είπε η 72χρονη Αντίνα, μιλάει ακόμα ελάχιστα για αυτά που βίωσε, κυρίως στην κόρη και την εγγονή της από τις οποίες ενημερώνεται και ο ίδιος.
Η οικογένεια, όπως επισήμανε, μίλησε και θα συνεχίσει να μιλάει για την ιστορία της Αντίνα στα ΜΜΕ παγκοσμίως, προσπαθώντας έτσι να υπενθυμίζει συνεχώς το αίτημα για την επιστροφή όλων των ομήρων.