Ο ήλιος, η μόνη ανεξάντλητη πηγή ενέργειας
Του Δημ. Κων. Σαρρή (πρ. Υφυπουργού – ΓΓΑ – Νομάρχη Ηρακλείου)
Αποτελεί κοινό <<μυστικό>> ότι τα παγκόσμια ενεργειακά αποθέματα επαρκούν δεν επαρκούν για ακόμη 30 -40 χρόνια.Το φυσικό δε αέριο θεωρείται σαν <<μεταβατικό καύσιμο>>,δηλαδή προσωρινό. (Αυτονόητα εξάγεται το συμπέρασμα, αβίαστα, ότι η εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου σε φυσικό αέριο του Αιγαίου ,αν δεν αξιοποιηθεί σε ορατό χρόνο, μετά από 50 χρόνια πιθανότατα θα έχει χάσει τηναξία του γιατί θα έχει υποκατασταθεί, η Ενεργειακή αυτή πηγή, εντελώς, από τις Ανανεώσιμες ΠηγέςΕνέργειας .Ας το λάβουν υπόψη τους οι Αρμόδιοι) Η Ελπίδα, λοιπόν, για την διασφάλιση του μέλλοντος της Ανάπτυξης της Ανθρωπότητας επαφίεται πλέον στις ΑΠΕ ,τον Ήλιο,τον Αέρα, τις Υδατοπτώσεις ,τον κυματισμό,το Υδρογόνο κλπ Είναι γνωστό ότι η Ενέργεια, σε όλες της τις μορφές, από την εποχή του ανεμόμυλου μέχρι τους σύγχρονους κινητήρες «WANKEL», από τους μοχλούς των πυραμίδων μέχρι τις γιγάντιες γερανογέφυρες και από τα πρωτόγονα καμίνια μέχρι τις υπερμεγέθεις υψικαμίνους, υπήρξε η κινητήρια δύναμη της παραγωγικής μηχανής. Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα ήταν γέννημα της αφθονίας της παροχής της και έργοτης η αλλαγή της μορφής του κόσμου τον 20ο αιώνα. Σήμερα όμως η φάση αυτή αγγίζει το οριακό της σημείο. Κρίση ενεργειακή, περιβαλλοντική, κρίση οικονομική και κρίση δομών κατανάλωσης μαστίζουν τησύγχρονη ανθρωπότητα. Η διέξοδος από το φαύλο κύκλο αναγκαστικά μας οδηγεί στην αμφισβήτηση της λογικής και του μοντέλου ανάπτυξης.
Η τεχνολογία άλλωστε αυτή καθ’ αυτή δεν είναι παρά ένα εργαλείο που εξυπηρετεί την κοινωνική ανάγκη που το γέννησε. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, απαιτείται η έρευνα των δυνατοτήτων επέμβασης της «Ηλιακής Τεχνολογίας» σε ένα τομέα θεμελιακό και συνάμα νευραλγικό, την Βιομηχανία,
Πέρα όμως από την εξέταση των προϋποθέσεων εφαρμογής της, οι οποίες όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω υπάρχουν, χρειάζεται η πολιτική βούληση για μια ενεργειακή πολιτική προγραμματισμένη και κοινωνικά ωφέλιμη.
Στη χώρα μας, η οποία εισάγει το 78% των ενεργειακών της αναγκών εξάγοντας τεράστιας αξίας συνάλλαγμα, ενώ παράλληλα γίνεται μερική εκμετάλλευση μόνο του υδάτινου δυναμικού μας για δημιουργία υδροηλεκτρικών μονάδων και ο ελληνικός λιγνίτης δεν αξιοποιείται επαρκώς, το πρόβλημα καθίσταταιιδιαίτερα οξύ. Η μεταπολεμική πολιτική της στήριξης των ενεργειακών μας αναγκών στην εισαγωγή πετρελαίου, ενώ αφέθησαν οι ντόπιες πηγές ενέργειας ανεκμετάλλευτες, δεν είναι άσχετη με την επιρροή των εταιρειών πετρελαίου στη διαμόρφωση της ενεργειακής πολιτικής της χώρας μας.
Η συνολική κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην Ελλάδα έφθασε το 1997, τα 26,4 εκατ. τόνους ισοδύναμου πετρελαίου, με μέσο ρυθμό αύξησης για τα έτη 1996-97 το 5,8%.
Μέσα σε μια γενικευμένη οικονομική κρίση και παγκόσμια διαμάχη για τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο με στόχο το σφετερισμό των υποθαλάσσιων ενεργειακών του αποθεμάτων, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη αναζήτησης ανεκμετάλλευτων πηγών ενέργειας, ιδιαίτερα των ανανεώσιμων.
Η Ηλιακή Ενέργεια , παρά τα σημαντικά εμπόδια που συναντά η εφαρμογή της, μπορεί να καλύψει σημαντικό ποσοστό των απαιτούμενων αναγκών μας σε ενέργεια, ιδιαίτερα δε ενδιαφέρουσα θεωρείται η συμβολή της στην ικανοποίηση αναγκών όχι μόνο στην θέρμανση του νερού οικιακής χρήσης αλλά και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για τις ανάγκες του τ Βιομηχανικού τομέα.
Η βιομηχανία συμμετέχει με τη μερίδα του λέοντος σε ολόκληρο το φάσμα των ενεργειακών καταναλώσεων. Το ποσοστό στην Ελλάδα κυμαίνεται από 45 – 50% και είναι από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης.Η σπατάλη αυτή ενέργειας και η περιορισμένη έρευνα για αναζήτηση νέων μεθόδων και τεχνικών για εξοικονόμηση ενέργειας οφείλεται κύρια στη φθηνή ενέργεια που θεσπίσθηκε σαν κίνητρο για τη βιομηχανική ανάπτυξη και η οποία λειτουργεί σαν αντικίνητρο σε ότι αφορά τη βελτίωση των ενεργειακών αποδόσεων.
Για να μπορέσουμε να υποκαταστήσουμε τις συμβατικές ενεργειακές πηγές με την ηλιακή ενέργεια πρέπει να γνωρίζουμε τη μορφή και τον τρόπο που η ενέργεια καταναλώνεται τελικά. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να υπολογίσουμε τα ποσοστά κάθε βιομηχανικού κλάδου στη συνολική κατανάλωση, τα ποσοστά των διαφόρων μορφών ενέργειας (ηλεκτρισμός, κίνηση, θερμότητα). Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην υφαντουργία, τη χημική βιομηχανία, τις βιομηχανίες ειδών διατροφής και επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων, το 60-70% καταναλώνεται με τη μορφή θερμικής ενέργειας και μάλιστα σχετικά χαμηλής θερμοκρασίας μικρότερης από 300 βαθμούς Κελσίου. Εκτιμάται από στατιστικές άλλων χωρών ότι το 40- 50% των αναγκών σε θερμότητα τηςΒιομηχανίας αφορά θερμοκρασίες κάτω από 300 βαθμούς Κελσίου.
Αυτές τις απαιτήσεις η σημερινή τεχνολογία για την εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας είναι δυνατόν να τις καλύψει εξ’ ολοκλήρου, αρκεί να μελετηθούν σωστά τα συστήματα συλλογής διανομής της ενέργειας και να προσαρμοσθούν στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της κάθε εγκατάστασης.Επίσης απαιτείται έρευνα για την εξεύρεση της πληροφοριακής υποδομής, που αποτελεί προϋπόθεση για κάθε οικονομοτεχνική μελέτη. Τα υφιστάμενα σήμερα μηχανικά συστήματα συλλογής και μετατροπής της ηλιακήςακτινοβολίας μπορούν να αποδώσουν άμεσα θερμική ενέργεια.
Για την κατηγορία αυτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν:
α) Επίπεδοι συλλέκτες σαν κι αυτούς που κυκλοφορούν στο ελληνικό εμπόριο καθώς και μοντέλα βελτιωμένα που υπάρχουν στη διεθνή αγορά. Οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κυμαίνονται από 60 – 120 ο C.
β) Συγκεντρωτικοί συλλέκτες όπου η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία μετά την ανάκλαση σε κατάλληλη κατοπτρική επιφάνεια εστιάζεται σε ένα θερμολέβητα. Εκεί το ρευστό που χρησιμεύει για τη μεταφορά θερμότητας, θερμαίνεται σε 200 -400 ο C.
Συλλέκτες τέτοιου είδους κατασκευάζονται στο εξωτερικό σε μεγάλη ποικιλία δεν είναι όμως ακόμη ευρέως διαθέσιμοι στην Ελληνική αγορά.
Συγκεντρωτικά συστήματα συλλεκτών ηλιακής ενέργειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αν ο υπέρθερμος ατμός εκτονωθεί σε μια στροβιλογεννήτρια. Ο συνολικός βαθμός απόδοσης που προκύπτει από τις διαδοχικές μετατροπές φωτεινή ενέργεια – θερμική ενέργεια – μηχανική ενέργεια – ηλεκτρική ενέργεια είναι της τάξεως του 15-25% και θεωρείται αρκετά ικανοποιητικός.
Μελλοντικά προβλέπεται να λειτουργήσουν (υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση) ηλιοθερμικές μονάδες ισχύος μερικών εκατοντάδων KW, όπου παράλληλα με την παραγωγή μηχανικής ή ηλεκτρικής ενέργειας, η συλλεγόμενη ηλιακή ενέργεια θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τη μορφή θερμότητας, για πολλές βιομηχανικές χρήσεις, όπως:
—Παραγωγή ατμού κάτω από πίεση για τις βιομηχανίες τροφίμων.
–Θερμική τροφοδότηση των ψυκτικών μονάδων που λειτουργούν με απορρόφηση
-Παροχή θερμότητας σε εγκαταστάσεις αφαλάτωσης θαλάσσιου νερού
Για την αυτόνομη όμως και συνεχή λειτουργία αυτών των εγκαταστάσεων απαιτούνται αρκετά μεγάλες επιφάνειες διαθέσιμες για την τοποθέτηση των συλλεκτών και των δεξαμενών αποθήκευσης θερμότητας.
Το ενεργειακό δυναμικό που προέρχεται από τον ήλιο, δεν θα μπορέσει να αξιοποιηθεί στις βιομηχανικές χρήσεις, εάν κατ’ αρχήν η «ηλιακή θερμίδα» δεν γίνει συναγωνιστική στην αγορά ενέργειας. Η «ηλιακή θερμίδα» έχει φθηνότερη τιμή όταν καταναλώνεται άμεσα τη στιγμή της παραγωγής της και ακριβότερη όταν χρειάζεται να αποθηκευτεί για να χρησιμοποιηθεί αργότερα, καθότι συνυπολογίζεται και το κόστος του συστήματος αποθήκευσης, όπως και οι πρόσθετες απώλειες.
Υπάρχουν όμως παραγωγικές διαδικασίες όπου το μέγιστο της ηλιακής παροχής συμπίπτει με την περίοδο της έντονης ενεργειακής ζήτησης. Τέτοιες είναι π.χ. οι βιομηχανίες επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων, τα γεωργικά ξηραντήρια, τα οινοποιεία κλπ.
Αυτές οι κατηγορίες αποτελούν το πιο πρόσφορο έδαφος που ταιριάζει στις Ελληνικές και ιδιαίτερα στις Κρητικές κλιματολογικές συνθήκες.
Για παράδειγμα αναφέρουμε ένα πρότυπο σταθμό που λειτουργεί στη Νότια Γαλλία στα πλαίσιαενός οινοποιητικού συγκροτήματος συνολικής ετήσιας κατανάλωσης 1000 μέχρι 1500 τόνων μαζούτ.
Το ηλιακό σύστημα που χρησιμοποιήθηκε σχεδιάστηκε έτσι ώστε να εξοικονομά 400 τόνους μαζούττο χρόνο. Οι συλλέκτες είναι κυλινδροπαραβολικοί με συνολική επιφάνεια 5.000 τ.μ. Η εγκατάσταση θεωρείται συμφέρουσα.
Από τη στιγμή δε που θα αποσβεστεί το κεφάλαιο που επενδύθηκε αρχικά, η παρεχόμενη ενέργεια θα είναι δωρεάν.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι:
–Έχει σήμερα συμφέρον η Βιομηχανία μας να επενδύσει σε τεχνολογία κεφάλαια, η οποία δεν έχει σχέση με τη βελτίωση της παραγωγικότητας, όταν μάλιστα η παρεχόμενη σήμερα ενέργεια είναι σχετικά φτηνή στα πλαίσια κινήτρων για βιομηχανική ανάπτυξη;
Απαιτείται λοιπόν η παραπέρα επέκταση μιας πολιτικής που προτάσσει τα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου και προωθεί την εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας στη Βιομηχανία, για την οποία υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες αξιοποίησής της στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο νησί μας την Κρήτη.