Γράφει ο Δρ Ευστράτιος Παπάνης
Ως παραβατική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά που παρεκκλίνει από τους κοινωνικούς κανόνες και δημιουργεί προβλήματα στο κοινωνικό σύνολο. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος παραβατικότητα εκφράζει αποκλίνουσες συμπεριφορές παιδιών και εφήβων. Η παραβατική συμπεριφορά έχει ποικίλες συνιστώσες και διαφορετικούς βαθμούς εκδήλωσης. Διακρίνεται σε εγκλήματα κατά του κοινού, των ηθών, σωματικές βλάβες, αντίσταση στην εξουσία, χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, εγκλήματα κατά της ξένης ιδιοκτησίας, παραβάσεις νόμων κλπ
Οι ανήλικοι παραβάτες συνήθως διαπράττουν μικρής σημασίας αδικήματα και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διαπράττει σοβαρά αδικήματα, που αφορούν σε μεγάλο βαθμό προσωπικές διαφορές ή συμμορίες. Η εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων χαρακτηρίζεται ως μία μορφή επανάστασης και αντίστασης στην εξουσία.
H οικογενειακή παραμέληση, η οικογενειακή αστάθεια, η απειθαρχία αλλά και τα παραδείγματα των γονέων αποτελούν σημαντικούς παράγοντες εκδήλωσης αντικοινωνικών μορφών προσαρμογής. Ωστόσο, δεν αρκούν για την εξήγηση του φαινομένου, καθώς και σε οικογένειες που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του ιδεατού τύπου οικογένειας, τα παιδιά μπορεί να εμφανίζουν παραβατικές συμπεριφορές. Η παραβατικότητα αφορά κάθε άτομο της διπλανής πόρτας
Πολλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι υφίσταται στατιστικώς σημαντική συσχέτιση μεταξύ προβληματικής συμπεριφοράς στο σχολείο και στη μετέπειτα παραβατικότητα. Ο όρος κλειδί που αναδείχτηκε ως πρωταίτιος στη διεθνή βιβλιογραφία ήταν η αίσθηση των μαθητών ότι περιθωριοποιούνται. Η παραβατικότητα ορίστηκε από τους περισσότερους ερευνητές βάσει μίας λίστας συμπεριφορών, όπως παράνομο γκράφιτι, κλοπή οχημάτων, βανδαλισμοί, εμπρησμοί, οπλοφορία, τραυματισμοί ανθρώπων και ζώων, ναρκωτικά, ένοπλες επιθέσεις, ρατσιστικές εκδηλώσεις και ληστείες.
Τεκμηριώθηκε μεταξύ άλλων η σχέση της θυματοποίησης και του εκφοβισμού με την παραβατικότητα των νέων.
Η ανεργία, η φτώχεια, το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και η ταξική διαφοροποίηση αποτελούν καλούς προγνωστικούς δείκτες.
Η εμπλοκή των γονέων στις σχολικές διαδικασίες και η προσωπικότητα του δασκάλου απέτρεπαν αρνητικές εκδηλώσεις από τους μαθητές. Σε αντιδιαστολή το σκασιαρχείο και οι εξωσχολικές παρέες συνδέονται άρρηκτα με την αλλαγή αξιών και την υιοθέτηση επικίνδυνων προτύπων.
Αντίδοτο στις παραπάνω αποκλίνουσες συμπεριφορές ήταν οι σχέσεις των καθηγητών με τους μαθητές.
Η καλλιέργεια κλίματος σεβασμού της προσωπικότητας των μαθητών, αλλά και τα σαφώς προσδιορισμένα όρια και η δίκαια εφαρμογή των κανόνων απέτρεπαν συστηματικά την εκδήλωση επιθετικότητας. Η συμμετοχικότητα και ο εθελοντισμός ήραν τις καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού και δρούσαν αντισταθμιστικά.
Οι προβληματισμοί που προκύπτουν από την αύξηση της παραβατικής συμπεριφοράς θέτουν στο επίκεντρο την εκπαίδευση και τονίζουν τη σημασία της ως μηχανισμού αποτροπής της παραβατικής συμπεριφοράς και υποστήριξης των νέων.
Το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται να προσαρμοστεί και συγχρόνως να ισορροπήσει, μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, που επηρεάζουν καταλυτικά τη λειτουργία του, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο κάθε κοινωνίας.
Η εκπαίδευση, ως ο βασικότερος τρόπος μετάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας αποσκοπεί στην μεταλαμπάδευση ενός συστήματος αξιών, γνώσεων και κουλτούρας στους νέους. Το κράτος μέσω της κοινωνικής και εκπαιδευτικής πολιτικής λειτουργεί ως μηχανισμός πειθάρχησης, κοινωνικής ενσωμάτωσης ή αποτελεί αίτιο της αποξένωσης των πολιτών, που δεν αποδέχονται εύκολα τις νοηματοδοτήσεις του.
Η καλλιέργεια του άκρατου ανταγωνισμού στον μαθησιακό και επαγγελματικό τομέα, οι ανισότητες που εντείνονται από τις κατακλυσμιαίες αλλαγές στις εργασιακές συνθήκες, υπό το πρίσμα των ανατροπών, εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης, η έμφαση στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα της διδακτέας ύλης σε συνδυασμό με την χαλάρωση των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών, καθώς και τα πρότυπα συμπεριφορών, που καθορίζονται από τις διαδικτυακές τάσεις, ενισχύουν τους νέους για ευχερέστερη προσφυγή σε διάφορες μορφές παραβατικότητας. Η μετανάστευση και η περίπλοκη αντίληψη των συνεπειών δρα πολλαπλασιαστικά στην αυξανόμενη βία.
Ωστόσο, ο όρος εκπαίδευση δεν λαμβάνει χώρα αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του σχολικού περιβάλλοντος, αλλά αφορά παιδαγωγικές διαδικασίες, οι οποίες συντελούνται μέσω διάφορων μηχανισμών και θεσμών που έχουν παρόμοια λειτουργία.
Μη τυπικές και άτυπες πηγές γνώσης ή κοινωνικοποίησης, κρατικοί και μη φορείς, εκκλησία, σώματα ασφαλείας και συλλογικότητες, είναι πυλώνες της κοινότητας και οι λειτουργοί τους οφείλουν να είναι συνειδητοποιημένοι και συνυπεύθυνοι για την αποτροπή του φαινομένου της παραβατικότητας.
Τα άτομα, που συνήθως εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά αντιμετωπίζουν κατά κύριο λόγο προβλήματα οικογενειακής και κοινωνικής ένταξης. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η συναισθηματική στήριξη, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα τους, η ανάπτυξη του κοινωνικού ενδιαφέροντος και της συνεργασίας, καθώς επίσης η παροχή ευκαιριών τόσο σε επίπεδο παιδαγωγικών; προληπτικών ή αποτρεπτικών μέτρων όσο και σε επίπεδο συμμετοχής στο κοινωνικό σύνολο. Η ένταξη των ανηλίκων παραβατών οφείλει να θέσει ως πρωτεύοντα στόχο την αποδοχή των ατόμων αυτών και τη μείωση του αισθήματος του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Η επικοινωνία, η συμμετοχή και η προετοιμασία των ατόμων σε δραστηριότητες της ευρύτερης κοινωνίας, η επαγγελματική κατάρτιση είναι παράγοντες που συνηγορούν στην ένταξη των ατόμων.
Εντούτοις, οι ανήλικοι παραβάτες εκτός από τη δυσκολία ένταξης παρουσιάζουν και κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς την προσωπικότητα τους, που επιβάλλει την ιδιαίτερη μεταχείριση τους. Η ταυτότητα και η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οφείλει να επαναπροσδιοριστεί και να διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο που να ευνοεί την κοινωνική τους αναγνώριση.