Γονέας Α’ και Γονέας Β’
Της Ελένης Μανιωράκη – Ζωϊδάκη
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου “ΟΙ ΣΙΑΜΑΙΕΣ ΚΟΡΕΣ”)
Από μέρες ετοιμάζονται οι συμπεθέρες Ερμιόνη και Ευθαλία για το πρώτο τους αεροπορικό ταξίδι κι όχι εντός Ελλάδος αλλά στας Ευρώπας, παρακαλώ. Τόπος προορισμού Παρίσι.
Η χαρά τους στα ύψη, το αεροπλάνο βρε παιδί μου, αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν έβγαζαν όμως τσιμουδιά, ετοίμαζαν τα καλούδια που θα κουβαλούσαν στα βλαστάρια τους, βουτηγμένη κάθε μια στις δικές της σκέψεις. Κακές συνθήκες ανάγκασαν τα σπουδαγμένα τους να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς όπως και τόσα άλλα Ελληνόπουλα, με πακέτα τα πτυχία και τους τίτλους. Ευτυχώς που τα δικά τους βλαστάρια, Αλκαίος και Νεφέλη είχαν προλάβει κι είχαν βάλει στεφάνι. Δυο χρόνια πέρασαν στην ξενιτιά, με καθημερινά τηλεφωνήματα και δύο σύντομες επισκέψεις. Μαράζωναν οι γονείς. Όπως όλοι οι γονείς περίμεναν πώα και πώς τον ερχομό των εγγονιών. Την τελευταία στιγμή τους είπαν το μυστικό «η Νεφέλη περιμένει δίδυμα». Χοροπήδησαν οι γιαγιάδες από την χαρά τους κι οι παππούδες άρχισαν τις κρυφές προσευχές να είναι και τα δύο αγόρια να πάρουν το όνομά τους. « Και τι είναι, τι είναι» ρωτούσε η Ερμιόνη τον γιο και η Ευθαλία την θυγατέρα «τι έδειξε ο υπέρηχος»; «Δυο γερά παιδάκια» απαντούσαν χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση. Θέλουν να τους κάνουν έκπληξη τα χρυσά τους ,άντε όμως που αυτές δεν γνώριζαν τι χρώμα θα πλέξουν τα κουβερτάκια και τι χρυσαφικά θα τους αγόραζαν.
Και τώρα να οι δυο γιαγιάδες κατά το έθιμο έπρεπε να παραβρεθούν στην γέννα, τι έτσι έρημα στην ξένη χώρα θα τα αφήσουν.
Έφτασε η ώρα η απογείωσης και νόμισαν πώς έφθασε η ώρα τους, αλλά κουβέντα η μια στην άλλη. Κάνανε δήθεν τις θαρραλέες κι άρχισαν τα γλυκανάλατα αστεία. Κατουρημένες από τον φόβο τους όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο, σαν απολωλότα πρόβατα έψαχναν τον Αλκαίο. Αυτός τις βρήκε και κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο . Ίσα που πρόλαβαν. Δεν περίμεναν πολύ ο γιατρός Έλληνας βγήκε εντός ολίγου να τους ενημερώσει ότι η Νεφέλη γέννησε δυο παιδάκια.
Γιατί υπήρχε περίπτωση να μην γεννήσει παιδάκια, σκέφτηκαν αυτόματα οι δυο γιαγιάδες, αλλά αφού δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται ο Αλκαίος μάλλον έτσι έπρεπε να είναι. Τα είδαν μέσα από ένα χοντρό τζάμι.
« Να αυτό πρέπει να είναι αγόρι κι άλλο κορίτσι συμφώνησαν από πείρας οι γιαγιάδες. Σουουουτ, τις διέκοψε απειλητική η φωνή του Αλκαίου, δεν λέγονται τέτοια πράγματα. Σιώπησαν και κατάπιαν την χαρά τους.
«Πότε θα δούμε την μαμά». Ένα δεύτερο πιο δυνατό σουουουουτ. Τις έκανε να καταπιούν την γλώσσα τους. Την είδαν και την μαμά. Η Ευθαλία σφιχταγκάλιασε την κόρη της γνώριζε από πόνους της γέννας κι η Ερμιόνη το ίδιο, την αγαπούσε την νύφη της. Ήρθε ο Έλλην γιατρός κι ο Αλκαίος άρχισε τις συστάσεις. Από δω ο γονέας Β του γονέα Β είπε δείχνοντας την Ευθαλία και την κόρης και πλησιάζοντας την μητέρα του « Από δω ο γονέας Β του γονέα Α. Μα τι λένε; «Εγώ είμαι η μάνα του Αλκαίου, του μπαμπά των μωρών». Μια παλάμη της έκλεισε το στόμα. Έπρεπε να τους έχει εξηγήσει. Δεν πρόλαβε. Επέστρεψαν στο σπίτι χωρίς να γνωρίζουν το γένος των νεογεννηθέντων. Ο Αλκαίος τους ενημέρωσε ότι εδώ στην Γαλλία οι λέξεις μητέρα και πατέρας έχουν αντικατασταθεί με τις λέξεις γονέας 1 για τον πατέρα και γονέας 2 για την μητέρα. Λύγισαν οι αντιστάσεις τους . Άκου να καταργηθούν οι πιο όμορφες, οι πιο ιερές λέξεις του κόσμου «μαμά και μπαμπάς»!. Στους παππούδες που περίμεναν με αγωνία, απάντησαν παριστάνοντας τις καταχαρούμενες « Δυο παιδιά γεννήσαμε, δυο παιδιά κι έτρεχαν βρύσες τα μάτια τους.
Τώρα η ξενιτειά τους φαίνεται ακόμη πιο βαριά. Αβάστακτη μαυρίλα γέμισε η καρδιά των γιαγιάδων και περίμεναν να δουν τι σόι θα είναι τα εγγονάκια τους. Τα είδαν μετά την επιστροφή τους στο σπίτι και ημέρεψε η καρδιά τους. « Μα αυτά είναι κανονικά παιδάκια, ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι. Πάλι ένα παρατεταμένο σουουουτ τις έκανε να καταπιούν την γλώσσα τους. Μα τι συμβαίνει εδώ ααααα! Δεν πάμε καθόλου καλά. Την άλλη μέρα οι γιαγιάδες ξεπόρτισαν, να πάρουν αέρα, πνίγηκαν εδώ μέσα. Επέστρεψαν με τα χέρια γεμάτα τσάντες.
Πήγαν στο δωμάτιο των παιδιών κι άρχισαν να αραδιάζουν τα δώρα. Κουδουνίστρες, κούκλες κορδελίστες , αυτοκινητάκια, σκουφάκια και ρούχα πολλά ρούχα. Τα ροζ για το κορίτσι, τα γαλάζια για το αγόρι. Τα είδε η Νεφέλη και παρά λίγο να λιποθυμήσει. « Μα τι κάνετε εδώ. Αυτό διώκεται ποινικά, Είναι σεξτικό, τα παιδιά θα μεγαλώσουν παίζοντας τα ίδια παιχνίδια, φορώντας τα ίδια ρούχα , με τα ίδια χρώματα και φωνάζοντάς τα με ουδέτερο όνομα, ούτε θηλυκό, ούτε αρσενικό. Θα έχουν τους ίδιους ρόλους μέσα στα σπίτι, με τις ίδιες ευαισθησίες και συναισθήματα. κι όταν γίνουν δέκα πέντε χρονών θα αποφασίσουν αν είναι αγόρια ή κορίτσια. Τότε θα γραφεί στο πιστοποιητικό το φύλο « άρρεν ή θήλυ». Τελικά ο γονέας 1 και ο γονέας 2, από το φόρτος της συνείδησης , αποφάσισαν να τα ονοματίσουν αβάπτιστα . Άρτεμις το κορίτσι, Αρτέμη το αγόρι κι έτσι σε περίπτωση που αποφασίσουν ποιο είναι το κορίτσι και ποιος το αγόρι να αλλάζει μόνο ο τόνος. Τώρα γιατί αυτή η κόντρα απέναντι στην Μεγάλη Μητέρα φύση κανένα λογικό μυαλό δεν μπορούσε να το καταλάβει. Οι ισχυροί της γης οραματίζονται τον νέο κόσμο.
« Το τέλος του κόσμου» οι γιαγιάδες, αλλά τι να κάνουν υπάκουσαν, κάπου κοντά όμως παραμόνευε κι η επανάσταση. « Ένα κορίτσαρο κι ένα μπέμπαρο αποκτήσαμε, σκέτα κουκλιά, να μας ζήσουν, ενημέρωσαν τους παππούδες που έβαζαν το χειρότερο στον νου τους ,τόσες μέρες ανημέρωτοι. Να μας ζήσουν μουρμούρισαν οι παππούδες και βγήκαν στα καφενεία να κεράσουν τον κόσμο που γίνανε παππούδες κι ας γεννήθηκαν στην ξενιτιά τα εγγονάκια τους. Στην Ευρώπη οι γιαγιάδες συμβιβάστηκαν με πράγματα που δεν μπορούσαν να τα εξηγήσουν. Από την άλλη μόλις παραμέριζαν ο γονέας Α κι ο γονέας Β παρακούοντας διαταγές, νόμους και διατάξεις. «κούκλα μου κοπελάρα μου, νεράιδα μου για την μικρή. « Άντρα μου, καπετάνιε μου, σταυραετέ μου» για το αγόρι. Έφυγαν οι γιαγιάδες από τα Παρίσια ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους . Πού να ήξεραν ότι αυτά κι άλλα χειρότερα προωθούσε η ΝΕΑ ΤΑΞΗ και για την δική τους πατρίδα. Αχ! ποίμνιο που σε κατήντησαν οι καθοδηγητές σου. Αξίες θεμελιωμένες, ξεθεμελιώνονται κι αχρηστεύονται. Ένα νέο είδος αξιών σε ένα κόσμο αγνώριστο. Το φυσικό να περνιέται για αφύσικο. Το καλό για καλό, το ηθικό για ανήθικο, ο πατριωτισμός για φασισμός και η υποστήριξη στον φτωχοποιημένο Έλληνα ρατσισμός. Ο μπαμπούλας της παγκοσμιοποίησης ήταν πανταχού παρών κι εμείς απόντες.
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ
(δασκάλα- λογοτέχνις) \