Του Νίκου Αντωνακάκη
«Βούλιαξαν» από κόσμο τα περισσότερα χωριά του Νομού μας, της Κρήτης αλλα και της χώρας γενικώτερα τις ημέρες του καλοκαιριού και ειδικά του Δεκαπενταύγουστου, ενώ τώρα αρχίζουν ξανά να ερημώνουν, καθώς έχει αναχωρήσει ο μεγαλύτερος όγκος των επισκεπτών…
Δυστυχώς ακυρώνεται στην πράξη το σλόγκαν «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», γιατί Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα .
Ακόμη και απομακρυσμένα και εγκαταλελειμμένα χωριά πήραν μια πνοή ζωής.
Υποδέχτηκαν τους «ξενιτεμένους», που μένουν μόνιμα στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας αλλά και σε κάθε γωνιά του εξωτερικού, ακούστηκαν παιδικές φωνές, τα πανηγύρια έδωσαν έναν παραδοσιακό τόνο και δημιούργησαν ένα κλίμα νοσταλγίας, παιδιά ανταμώθηκαν με γονείς, αδέλφια με αδέλφια, συγγενείς με συγγενείς, χωριανοί με συγχωριανούς.
Τα πανηγύρια στα χωριά είναι μια καλή ευκαιρία για ανανέωση μέσα από την επιστροφή στις ρίζες και από τις μυρωδιές της όμορφης φύσης.
Μια ευκαιρία για εκτόνωση μέσα από το φαγοπότι, τον χορό και το τραγούδι. Μια ευκαιρία για επικοινωνία μέσα από τη συνάντηση με τους άλλους. Κυρίως, όμως, μια ευκαιρία για πνευματική ανάταση μέσα από τη ζωή του εορταζόμενου αγίου. Και όπως λέει το τραγούδι, «να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε…».
Δυστυχώς, όμως, σε αντίθεση με τα παλαιότερα χρόνια, όπου ήταν άλλα τα ήθη, άλλα τα έθιμα, άλλοι οι άνθρωποι, αγνοούμε σήμερα την πνευματική διάσταση των πανηγυριών και περιοριζόμαστε να τα βλέπουμε και να τα ζούμε απλά ως μια κοινωνική εκδήλωση.
Πέρα από τα πανηγύρια, ποικίλες και πλούσιες ήταν οι εκδηλώσεις που έγιναν με πολιτιστικά, αθλητικά και καλλιτεχνικά δρώμενα. Τώρα όμως και πάλι σιγή στα χωριά. Έμειναν πίσω λίγοι αποκαμωμένοι γέροντες, λίγες σκυρτωμένες γερόντισσες και πού και πού και ορισμένοι μεσήλικες, σχεδόν καθόλου παιδιά, που κάποτε με τα γέλια και τα παιχνίδια τους ομόρφαιναν τα χωριά. Οι νέοι δεν έχουν περιθώρια να μείνουν στα χωριά τους, αφού η ενασχόληση με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως λένε, δεν τους αποδίδει πλέον τίποτα και δεν αρκούν για να επιβιώσουν.
Παλαιότερα έβλεπες όλα τα χωράφια καλλιεργημμένα,ενώ τα κουδούνια των ζώων αντιλαλούσαν στα βοσκοτόπια. Τώρα οι περισσότερες εκτάσεις είνα ακαλλιέργητες, ενώ τα ζωντανά έχουν μείνει ελάχιστα. Τα περισσότερα σπίτια είναι ακατοίκητα και ερμητικά κλειστά, ενώ άλλα από αυτά έχουν παραδοθεί στη φθορά του χρόνου.
Όσο και αν δεν το καταλαβαίνουμε, είναι εθνικής σημασίας θέμα να αναστραφεί αυτή η εγκατάλειψη των χωριών, γιατί «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», όπως έλεγε ένα σύνθημα.
Γι’ αυτό πρέπει να προληφθεί ο ολικός αφανισμός των χωριών, που, αν δεν υπάρξουν ουσιαστικές παρεμβάσεις, σε λίγο καταφθάνει. Πολλά είναι τα μέτρα που μπορούν να παρθούν, με κυριότερα τα κίνητρα για αγροτοτουριστικές επενδύσεις στα χωριά, την πριμοδότηση για επιστροφή οικογενειών, τις προσλήψεις με το στοιχείο της εντοπιότητας, τη βελτίωση των υποδομών, την άρση του αποκλεισμού, που έχει να κάνει με την έλλειψη ιατρικής, ταχυδρομικής, τραπεζικής, εκπαιδευτικής πρόσβασης, η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας με αποτελεσματικότερη αστυνομική φύλαξη, με επανίδρυση στρατιωτικών φυλακίων όπου χρειάζεται κ.ά.
Δεν μπορούμε να κόβουμε τις ρίζες μας και να αφήνουμε μοιρολατρικά να παρακμάζουν, να αδειάζουν τα χωριά χωρίς να έχουμε συνέπειες, χωρίς να τιμωρηθούμε από τις ίδιες τις συνθήκες της ζωής. Πέρα από το γεγονός ότι θα μας καταδιώκει πάντοτε η αγιάτρευτη νοσταλγία, πληρώνουμε τίμημα ως ένα είδος φυσικής εκδίκησης όταν αρνούμαστε αυτό στο οποίο οφείλουμε, αυτό που είμαστε. Επιπλέον ο μαρασμός της υπαίθρου αλλάζει άρδην τα δεδομένα σε γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Τα χωριά είναι η «ψυχή» της Ελλάδας και είναι επιτακτική η ανάγκη να μη γίνει ανεκτό και επιτρεπτό το ξεκλήρισμά τους.
Νικος Αντωνακακης