Συγκρατημένη αισιοδοξία αποπνέουν οι εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη φετινή παραγωγή του ελαιολάδου στις χώρες- παραγωγούς, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για την τιμή του.
Το ότι το ελαιόλαδο έχει γίνει είδος πολυτελείας για τους πολλούς δεν είναι μυστικό. Αρκεί να αναζητήσει κανείς τη διαμόρφωση των τιμών του στο ράφι, από το ξέσπασμα της κρίσης ως σήμερα. Πρακτικά μιλάμε για υπερδιπλάσια τιμή από τον Ιανουάριο του 2021 ως σήμερα.
Όπως επισημαίνει στις Φθινοπωρινές της Προβλέψεις η Κομισιόν, οι τιμές παραγωγού έφθασαν σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα το 2023/24, μετά από δύο σεζόν με ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγής ελαιολάδου στην ΕΕ. Κορυφώθηκαν τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, με τις μέσες τιμές στην Ισπανία- που είναι η μεγαλύτερη παραγωγός στην Ευρώπη- να φτάνουν τα 903 ευρώ/100 kg, για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο.
Έκτοτε, οι τιμές βρίσκονται σε ελαφρά πτωτική πορεία, καθώς οι προσδοκίες για μια καλλίτερη σεζόν 2024/25 παγιώνονται. Ωστόσο, οι τιμές αυτές εξακολουθούν να είναι περίπου διπλάσιες του μέσου όρου της πενταετίας.
Η φετινή παραγωγή
Η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να ανακάμψει περαιτέρω το 2024/25, εκτός εάν εμφανιστούν ακραίες καιρικές συνθήκες τους επόμενους μήνες, με κινητήρια δύναμη την ανάκαμψη της παραγωγής στην Ισπανία (σε περίπου 1,3 εκατ. τόνους, +50% και 65% μερίδιο), αλλά και στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Αντίθετα, η Ιταλία ενδέχεται να έχει χαμηλότερη παραγωγή ακόμα και σε σχέση με πέρσι, μετά την ξηρασία και τους καύσωνες στο νότο. Συνολικά, η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να φθάσει τους 2 εκατ. τόνους (+32% σε ετήσια βάση) και να προκαλέσει μείωση των τιμών, οδηγώντας σταδιακά σε ανάκαμψη της κατανάλωσης (+7%), ανάλογα με το ρυθμό μεταβίβασης των τιμών στους καταναλωτές.
Όπως τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η κύρια αβεβαιότητα για το 2024/25 είναι το πόσο γρήγορα οι τιμές θα προσαρμοστούν στην αυξημένη διαθεσιμότητα και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές μετά την αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών τους λόγω των υψηλών τιμών. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση ήταν σχεδόν 9,5 κιλά πριν από την πληθωριστική κρίση, την περίοδο 2023/2024 έπεσε στα 7,2 κιλά.
Στα καθ’ ημάς, οι παραγωγοί παραμένουν συγκρατημένοι, καθώς πολλά θα κριθούν τις επόμενες ημέρες, με βασικό ζητούμενο τη βροχή. Αν και η παραγωγή αναμένεται μεγαλύτερη από πέρσι (το πιθανότερο είναι ότι δεν θα επιβεβαιωθούν οι αρχικές προβλέψεις/προσδοκίες για 200.000 τόνους), οι ελαιοπαραγωγοί σημειώνουν ότι ο αφυδατωμένος καρπός θα δώσει μικρότερη ποσότητα και χαμηλότερη ποιότητα ελαιολάδου. Σε κάθε περίπτωση, το ζητούμενο για τους καταναλωτές είναι να δουν στο ράφι τιμές κάτω από τα 10 ευρώ τους επόμενους μήνες.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μάχη του πληθωρισμού για τα νοικοκυριά θα κριθεί εν πολλοίς στο πεδίο των τροφίμων. Αν και το κύμα των αυξήσεων έχει ανακοπεί, καταγράφονται επίμονες ανατιμήσεις τόσο σε νωπά όσο και σε συσκευασμένα είδη διατροφής. Με αυτό το δεδομένο, η διακύμανση των διεθνών τιμών σε βασικά αγροτικά προϊόντα, που επηρεάζουν τη βιομηχανία τροφίμων, είναι κρίσιμη. Στη ζάχαρη, για παράδειγμα, η ενισχυμένη προσφορά (παραγωγή και αποθέματα), σε σχέση με τη ζήτηση, αναμένεται να πιέσει την τιμή της. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ανάλυση της Τράπεζας Πειραιώς, οι παράγοντες αυτοί δεν έχουν ενσωματωθεί ακόμα στην τιμή, καθώς φαίνεται να κυριαρχούν οι ανησυχίες της αγοράς για το ενδεχόμενο ύπαρξης δυσμενών καιρικών συνθηκών στη Βραζιλία (εμφάνιση La Niña). Η εκτίμηση είναι, μάλιστα, ότι η θετική δυναμική στην τιμή της ζάχαρης πιθανά να παραμείνει βραχυπρόθεσμα. Το σιτάρι, έκανε ένα “άλμα” από τα τέλη Αυγούστου, τον τελευταίο μήνα “χάνει” γύρω στο 1,5%, αλλά παραμένει 2% ψηλότερα από τα περσινά επίπεδα, χωρίς φυσικά να προσεγγίζει καν στα ιλιγγιώδη ύψη της περιόδου 2022/2023. Οι ανησυχίες σχετικά με τη συρρίκνωση της προσφοράς και το γεωπολιτικό ρίσκο παραμένουν, όμως, στο επίκεντρο, με τις εκτιμήσεις της αγοράς να κάνουν λόγο για πιθανή συνέχιση ενίσχυσης των τιμών.
Πηγή: iefimerida.gr