Στις 4 Αυγούστου 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β’ αναστέλλει βασικά άρθρα του Συντάγματος και κηρύσσει δικτατορία. Θα επιβάλλει ένα αυταρχικό καθεστώς με κάποια φασιστικά στοιχεία, που δεν θα οδηγήσουν όμως στη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους. Το καθεστώς αποδείχτηκε ότι ήταν προσωποπαγές και θα καταρρεύσει μετά τον θάνατό του, στις 29 Ιανουαρίου 1941.
Ο Μεταξάς δεν συνάντησε σοβαρή αντίσταση στη διάρκεια της εξουσίας του. Η τετραετία πολιτικής αστάθειας, στρατιωτικών κινημάτων και οξύτητας των παθών που προηγήθηκαν είχαν κουράσει τον λαό, ο οποίος αποζητούσε τάξη και ασφάλεια. Επιπλέον, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της εποχής, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης και Γεώργιος Κονδύλης είχαν εκλείψει και η νέα πολιτική ηγεσία δεν είχε αναδειχθεί ακόμη…
Το έπος του 1940 έχει απορροφήσει και συμπυκνώσει την συλλογική μνήμη για τον Μεταξά. Ο Ιωάννης Μεταξάς (Ιθάκη 12 Απριλίου 1871 –Κηφισσιά 29 Ιανουαρίου 1941) έχει αποτυπωθεί στην ιστορία κυρίως για το ΟΧΙ που εξέπεμψε στις 28 Οκτωβρίου 1940, δηλαδή την άρνηση υποταγής στην ιμπεριαλιστική και φασιστική Ιταλία. Σε δεύτερο πλάνο, η μνήμη του συνδέεται με το δικτατορικό καθεστώς που εγκαθίδρυσε την 4η Αυγούστου 1936 και διηύθυνε μέχρι τον θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941. Από εκεί και πέρα υπάρχει συνήθως άγνοια.
Αλλά η δράση του Μεταξά εκτείνεται πολλές δεκαετίες πίσω, και μάλιστα σε διαφορετικούς αλλά όλους σημαντικούς ρόλους. Η οικεία φιγούρα του ηλικιωμένου Μεταξά που επιθεωρεί παρελάσεις της ΕΟΝ ή του πρωθυπουργού του ΟΧΙ, είναι μόνον οι τελευταίες στιγμές μίας μακράς, πολυσχιδούς, καθοριστικής γιά την νεώτερη ελληνική ιστορία διαδρομής.
Ο Μεταξάς υπήρξε δικτάτωρ, και μάλιστα σκληρός και άτεγκτος. Δεν αποτελούσε όμως εξαίρεση, ήταν μια εποχή που οι πάντες επεδίωκαν να γίνουν δικτάτορες. Υπήρχαν πολλοί επίδοξοι δικτάτορες, αυτή είναι η πικρή αλήθεια μίας πολιτικά υπανάπτυκτης κοινωνίας. Απλώς ο Μεταξάς το επέτυχε, και μάλιστα με την «βούλα» του βασιλιά και αναίμακτα.
Ο αντικομμουνισμός έχει συνδεθεί στενά μέ την ανάμνηση του καθεστώτος Μεταξά, με τον «πάγο και ρετσινόλαδο» του βάναυσου υφυπουργού Ασφαλείας Μανιαδάκη, τις διώξεις, φυλακίσεις, εξορία των κομμουνιστών. Αλλά όλα τα καθεστώτα του Μεσοπολέμου, συντηρητικά, προοδευτικά ή και σοσιαλδημοκρατικά, στην Ελλάδα και σε ολόκληρη τη Ευρώπη, εδίωξαν τον κομμουνισμό (στην Γερμανία το 1919 ο σοσιαλιστής καγκελάριος Έμπερτ κατέστειλε αγρίως την κομμουνιστική επανάσταση, ενώ και στην Ελλάδα το 1924 η κυβέρνηση Παπαναστασίου διέλυσε βιαίως τις απεργιακές κινητοποιήσεις). Την αντικομμουνιστική νομοθεσία στον Μεσοπόλεμο θέσπισε η κυβέρνηση Βενιζέλου με τον νόμο περί Ιδιωνύμου του 1929 (νόμος 4229/24 Ιουλίου 1929 ”Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”). Ο αντικομμουνισμός ήταν η συνισταμένη όλων των πολιτικών δυνάμεων του Μεσοπολέμου και υπερέβαινε τις άλλες διαφορές τους. Σημειωτέον ότι το κομμουνιστικό κίνημα παγκοσμίως και στην Ελλάδα διακήρυσσε δημοσίως την πρόθεσή του να ανατρέψει με επαναστατική βία το αστικό καθεστώς και να επιβάλει κομμουνιστική δικτατορία. Και το εννοούσε. Επίσης πίσω του υπήρχε ένα πανίσχυρο κράτος, η Σοβιετική Ένωση, που ήλεγχε απολύτως και στήριζε τα απανταχού κομμουνιστικά κόμματα. Επομένως ο πράγματι σφοδρός, ανελέητος αντικομμουνισμός του Μεταξά ήταν απότοκος της διεθνούς συγκυρίας και λογική απόληξη της ανασφάλειας του αστικού καθεστώτος αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, που δεν επιθυμούσε επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας (πλην φυσικά των οπαδών του ΚΚΕ). Η διαφορά είναι ότι ο Μεταξάς διέθετε τον οργανωτικό νου, τις ικανότητες και την σκληρότητα να εξαρθρώσει αποτελεσματικά τους κομμουνιστικούς μηχανισμούς, κάτι που δεν είχαν καταφέρει ποτέ σε αυτόν τον βαθμό οι διάφορες κυβερνήσεις.