Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του ανθρώπου, είναι ότι έχει συναισθηματικές ανάγκες. Ανάγκες σχετιζόμενες με την ελεύθερη έκφραση, την απόκτηση αγαθών, τη βίωση συναισθημάτων όπως αγάπη, την ύπαρξη επιθυμητών συνθηκών ζωής. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που, είτε τα διαθέσιμα είναι περιορισμένα, είτε κυριαρχεί η απληστία και το άτομο αποζητά περισσότερα από όσα χρειάζεται. Κάπως έτσι, προκύπτει η καταπάτηση του χώρου των άλλων και καθίσταται απαραίτητη η ανάπτυξη μιας κοινωνικής δεξιότητας, της επιβολής ορίων.
Επιβάλλω όρια σημαίνει ότι υποδεικνύω στον άλλο πού ξεκινάνε οι προσωπικές μου ελευθερίες και υπερασπίζομαι, αν χρειαστεί, αυτά τα “σύνορα”. Είναι λοιπόν μία διαδικασία με δύο φάσεις, που χρειάζονται λεπτούς κι επιδέξιους χειρισμούς. Προτού όμως μιλήσω για αυτούς, νομίζω πρέπει να απαντήσω κάποια άλλα ερωτήματα. Γιατί χρειάζεται να βάζουμε όρια, διαδικασία συχνά δύσκολη, που ενδεχομένως διαταράξει τις σχέσεις μας με τους άλλους; Τι θα γίνει διαφορετικά;
Η αλήθεια είναι ότι η επιβολή ορίων, με σωστό βέβαια τρόπο, μπορεί τελικά να ωφελήσει, τόσο εμάς, όσο και τους άλλους – τις σχέσεις μας. Εμείς ωφελούμαστε εκφράζοντας τα θέλω μας και υπερασπιζόμενοι τον εαυτό μας. Αναφέρθηκα και νωρίτερα στις συναισθηματικές ανάγκες. Αν καταπιεζόμαστε επί μακρόν, τότε η κατάστασή μας θα είναι παρόμοια με ενός μπαλονιού που μαζεύει αέρα, πιέζεται και τελικά σκάει, με το ίδιο να είναι αυτό που θα υποστεί τη μεγαλύτερη βλάβη της έκρηξης. Και για τους άλλους όμως, είναι μακροπρόθεσμα καλύτερο να επιβάλλουμε όρια. Ζούμε σε μία εκπολιτισμένη κοινωνία και χρειάζεται όλοι να καταλάβουν, για να διαβιώσουν αρμονικά εντός αυτής, ότι οι ελευθερίες τους σταματούν εκεί που ξεκινάνε εκείνες του άλλου. Επιπλέον, τα όρια συνεισφέρουν μακροπρόθεσμα και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Διεκδικώντας τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας και μαθαίνοντας στους άλλους να προσαρμόζονται σε αυτές, μειώνονται οι πιθανότητες να “διογκωθεί και να σκάσει το μπαλόνι”, ζημιώνοντας, μας, τους άλλους και τη μεταξύ μας σχέση. Είναι καλύτερο τα παράπονα να εκφράζονται όταν είναι μικρά, που συνεπάγεται μικρότερη ένταση και μεγαλύτερη ευκολία συγχώρεσης καθώς, όταν είναι μεγάλα, είναι συνήθως αργά.
Έχοντας αναλύσει λοιπόν τη χρησιμότητα των ορίων, είναι ώρα να εξεταστεί πώς τελικά μπαίνουν αυτά. Κάτι απαραίτητο να θυμόμαστε, σε κάθε συναναστροφή μας, είναι ότι σχεδόν τίποτα δεν είναι δεδομένο. Συχνά μικρός άκουγα: “μην κάνεις ότι δεν σου αρέσει να σου κάνουν”. Τι ατελής φράση. Σε όλους μας (δεν) αρέσουν δηλαδή τα ίδια πράγματα; Αν κάτι εμένα μου αρέσει να μου το κάνουν αποκλείεται σε κάποιον άλλο να μην αρέσει; Προφανώς και όχι. Υπάρχει μια τεράστια ποικιλομορφία στον ανθρώπινο ψυχισμό. Χρειάζεται έτσι να ενημερώνουμε τον άλλο για το τι (δεν) θέλουμε να κάνει. Η ενημέρωση πρέπει να διακατέχεται από δύο αξίες: α) να γίνεται ευγενικά, προκειμένου να μην αντιδράσει αμυντικά / επιθετικά, καθώς έτσι θα διαταραχθούν οι σχέσεις μας κι αυτό ποτέ δεν είναι καλό και β) να γίνεται με σαφήνεια και αποφασιστικότητα, ώστε να καταλάβει – σπουδαιολογήσει όσα λέμε και να μην αντιληφθεί περιθώρια να συνεχίσει την ίδια συμπεριφορά. Αυτό πρέπει να γίνεται μία ως δύο (-τρεις) φορές. Η πρώτη αποσκοπεί κυρίως στην ενημέρωση του άλλου και η δεύτερη (-τρίτη) στο να του υπενθυμίσουμε – τονίσουμε όσα λέμε. Αν μετά συνεχίσει, τότε πιθανότατα απλά αδιαφορεί και δεν σκοπεύει να αλλάξει στάση.
Κάπου εδώ, χρειάζεται να υπερασπιστούμε τα όριά μας. Αυτό γίνεται με δύο τρόπους. Ο ένας είναι, έχοντας πάρει πλέον απόφαση ότι ο άλλος δεν σκοπεύει να προσαρμοστεί στα θέλω μας, να απομακρυνθούμε. Άλλωστε, συνάπτοντας σχέσεις, αποσκοπούμε στην κάλυψη ορισμένων αναγκών μας. Αν αυτό δε συμβαίνει και, πόσο μάλλον, αν οι άλλοι ικανοποιούν τις δικές τους σε βάρος μας, εκεί η σχέση παύει να έχει νόημα. Αυτός ο τρόπος είναι ο καλύτερος, ωστόσο δεν γίνεται να εφαρμοστεί πάντα. Κάποιες φορές δεν μπορούμε / θέλουμε απλά να φύγουμε, πχ αν αυτός που παραβίασε τα όρια είναι ένας συνάδελφός μας. Σε αυτές, πρέπει αναγκαστικά να παλέψουμε, για να τα επιβάλλουμε. Σημείο κλειδί βέβαια, εδώ, είναι να το κάνουμε με έναν δυναμικό μεν τρόπο, χωρίς όμως να χάνουμε το δίκιο μας.
Ένας σημαντικός “αστερίσκος” στην επιβολή ορίων είναι να έχουν λογική. Φυσικά, ο καθένας έχει το δικαίωμα να ορίσει τι θέλει και τι όχι κι οι άλλοι οφείλουν να το σεβαστούν (εφόσον δεν παραβιάζει κάποια δική τους ελευθερία). Ωστόσο, όντες υπερβολικοί στα όρια που θέτουμε, θα βασανιζόμαστε και θα δυσκολευόμαστε να συνάψουμε σχέσεις. Γενικά όμως, η ικανότητα επιβολής ορίων είναι κάτι απαραίτητο, και για να είμαστε καλά, και για να διατηρούμε υγιείς σχέσεις με τους άλλους και συνεπώς μια δεξιότητα που όλοι χρειάζεται να καλλιεργήσουμε.
(*) Ο κ. Γεώργιος Σφακιανάκης είναι ψυχολόγος