Το 1964 ήταν ένα έτος καθοριστικό για την Κύπρο. Μια σειρά από γεγονότα έλαβαν χώρα τότε όχι μόνο στη μαρτυρική μεγαλόνησο, αλλά και σε διπλωματικό επίπεδο. Ανάμεσα στις διπλωματικές πρωτοβουλίες που έχουν αναληφθεί όλα αυτά τα χρόνια για το Κυπριακό ξεχωριστή θέση κατέχει το ‘’σχέδιο Άτσεσον’’, το οποίο διατυπώθηκε τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Με το σχέδιο αυτό (στην ουσία πρόκειται για δύο σχέδια, καθώς το δεύτερο παρουσιάστηκε μετά την απόρριψη του πρώτου) θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Ελλάδα: Η κατάσταση το 1964
Στις 16 Φεβρουαρίου 1964 έγιναν στη χώρα μας εκλογές. Σ’ αυτές θριάμβευσε η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου με ποσοστό 52,72 % και 171 έδρες στη Βουλή. Η Ε.Ρ.Ε. με επικεφαλής τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που είχε συμπράξει με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη έλαβε ποσοστό 35,26 % και 107 έδρες και η Ε.Δ.Α. με ηγέτη τον Ιωάννη Πασαλίδη, η οποία κατέβασε υποψήφιους μόνο σε 31 από τις 55 εκλογικές περιφέρειες της χώρας πριμοδοτώντας κατά κάποιον τρόπο την Ε.Κ. ,έλαβε ποσοστό 11,80 % και 22 έδρες. Επρόκειτο για μια πολύ μεγάλη νίκη της Ένωσης Κέντρου, μία από τις μεγαλύτερες πολιτικού κόμματος στην ελληνική ιστορία.
Παρά την ευρεία νίκη η εκλογή προέδρου της Βουλής και ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον Γ. Παπανδρέου ήταν επεισοδιακές.
Υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε ο Σταύρος Κωστόπουλος, Υπουργός Εθνικής Αμύνης ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ενώ στην κυβέρνηση μετείχαν ο Ανδρέας Παπανδρέου ως Υπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ως Υπουργός Οικονομικών. Ήταν η πρώτη υπουργοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου που είχε εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή καριέρα στις Η.Π.Α. για την ελληνική πολιτική σκηνή.
Η κατάσταση στην Κύπρο το 1964
Ήδη από το 1960 στη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας παρουσιάζονταν προβλήματα. Το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο) που είχε ο Τουρκοκύπριος Αντιπρόεδρος Φαζίλ Κιουτσούκ και το χρησιμοποίησε σε μια σειρά ζωτικών θεμάτων για την επιβίωση της Κύπρου έδωσε αφορμή για προστριβές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Η Τουρκία αλλά και η Μεγάλη Βρετανία υποδαύλιζαν την αδιαλλαξία των Τ/Κ. Στις 30 Νοεμβρίου 1963 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος που ήταν και Πρόεδρος της Δημοκρατίας επέδωσε στον Αντιπρόεδρο Κιουτσούκ υπόμνημα 13 σημείων με τα οποία ζητούσε να γίνουν σημαντικές αλλαγές στο Σύνταγμα της Κύπρου. Ο Κιουτσούκ καθοδηγούμενος και από την Άγκυρα αρνήθηκε. Η συνταγματική αυτή κρίση είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ενδοκοινοτικές ταραχές. Η τυχαία συμπλοκή αστυνομικής περιπόλου με ομάδα Τουρκοκυπρίων και ο αδόκητος φόνος μιας Τουρκοκύπριας στη Λευκωσία τη νύχτα της 20ης προς 21η Δεκεμβρίου 1963 ήταν η αρχή για ό,τι ακολούθησε. Η ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου) που σύμφωνα με τις συμφωνίες της Ζυρίχης είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο αναπτύχθηκε κατά μήκος της οδού Λευκωσίας-Κερύνειας αποκόπτοντας τη συγκοινωνία ανάμεσα στις δύο πόλεις.
Οι Τουρκοκύπριοι οργάνωσαν διαδηλώσεις και άρχισαν να επιτίθενται εναντίον Ελληνοκυπρίων. Στις ταραχές αυτές σκοτώθηκαν 9 Τούρκοι, 3 Άγγλοι και 2 Έλληνες και τραυματίστηκαν 3 Τούρκοι και 15 Έλληνες. Παράλληλα οι Τ/Κ δημιούργησαν προγεφυρώματα και θυλάκους στην Αμμόχωστο, τη Λεύκα, τη Μανσούρα και αλλού. Στις 24 Δεκεμβρίου 1963 οι Τουρκοκύπριοι προσέβαλαν και το προεδρικό μέγαρο. Παράλληλα η Τουρκία απειλούσε με επέμβαση στην Κύπρο. Η αεροπορία της παραβίαζε τον εναέριο χώρο της μεγαλονήσου και ο στόλος της τα χωρικά της ύδατα. Η βρετανική κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε από παλιά. Πρότεινε σε συνεννόηση με Αθήνα και Άγκυρα ,τον διαχωρισμό των ελληνικών και τουρκικών περιοχών. Αυτό έγινε με μια γραμμή που χάραξε στον χάρτη με πράσινο μολύβι ο επικεφαλής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο Peter Young(1912-1976). Έτσι προέκυψε (στις 30 Δεκεμβρίου 1963) η ‘’πράσινη γραμμή’’, η οποία ξεκίνησε μεν από τη Λευκωσία αλλά σταδιακά επεκτάθηκε. Μετά τον Αττίλα του 1974 εκτείνεται σε μήκος 300 χιλιομέτρων και χωρίζει το νότιο από το βόρειο τμήμα του νησιού.
Τη φύλαξή της έχουν αναλάβει από τον Μάρτιο του 1964, οπότε και εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην Κύπρο οι κυανόκρανοι του Ο.Η.Ε. Μια σειρά από διπλωματικές πρωτοβουλίες για εκτόνωση της κατάστασης στις αρχές του 1964 δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. στις 4 Μαρτίου 1964 καλούνταν όλα τα μέρη να κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να τερματιστούν οι συγκρούσεις ενώ συνιστούσε τον διορισμό μεσολαβητή για να βρεθεί ειρηνική λύση και να διευθετηθεί το Κυπριακό. Ο τότε Γ.Γ. του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ (από την τότε Βιρμανία, νυν Μιανμάρ) όρισε ως μεσολαβητή τον Φιλανδό πρέσβη Σακάρι Τουομιόγια (Sakari Tuomioja). Παράλληλα την κυπριακή κυβέρνηση απασχολούσε έντονα το θέμα της στρατιωτικής άμυνας του νησιού. Ο Μακάριος αποφάσισε τον Φεβρουάριο του 1964 τη δημιουργία ‘’Εθνικής Φρουράς’’ και την ίδρυση Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Επίσης προσκλήθηκε στην Κύπρο ο Γρίβας, ο οποίος στις 12 Ιουνίου 1964 πήγε στο νησί και ανέλαβε τη διοίκηση του ‘’Ειδικού Μεικτού Επιτελείου Κύπρου’’. Τον Απρίλιο του 1964 μετά από συνεννοήσεις ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης άρχισαν να στέλνονται μυστικά στο νησί άνδρες του Ελληνικού Στρατού με κυπριακά ταξιδιωτικά έγγραφα και ψευδώνυμα. Οι άνδρες αυτοί (8.000 περίπου) αποτέλεσαν την Ελληνική Μεραρχία, η οποία μαζί με την Εθνική Φρουρά ανέλαβε την υπεράσπιση της Κύπρου στην οποία παρέμεινε ως τον Δεκέμβριο του 1967 και τα γεγονότα της Κοφίνου (δείτε σχετικό μας άρθρο στις 18/11/2018). Την 1η Ιουνίου 1964 η στράτευση στην Κύπρο έγινε υποχρεωτική. Έτσι είχε δημιουργηθεί ένας αξιόμαχος στρατός που μπορούσε ακόμα και να αποκρούσει οποιαδήποτε τουρκική επίθεση. Στο μεταξύ ο Τουομιόγια αφού επισκέφθηκε την Αθήνα και τη Λευκωσία εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου άρχισε διαβουλεύσεις με Έλληνες και Τούρκους αντιπροσώπους.
Τα σχέδια Άτσεσον για το Κυπριακό
Στις 24 Ιουνίου 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου ταξίδεψε στις Η.Π.Α. για συνομιλίες με τον Αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, με την παρουσία του Υφυπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. George Ball και έχοντας στις αποσκευές του ένα μεγάλο όπλο: τη Μεραρχία: «Η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδας μεταφερόταν σε διπλωματικό επίπεδο», γράφει πολύ εύστοχα νομίζουμε, ο Γιάννος Χαραλαμπίδης. Ανάμεσα στα εναλλακτικά σενάρια για την Κύπρο, περιλαμβάνονταν κάποια μορφή ένωσης με την Ελλάδα, με ανταλλάγματα προς την Τουρκία, αλλά και η βρετανικής πατρότητας έμπνευση, για ομοσπονδιακό κράτος στη μεγαλόνησο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είχε αντιταχθεί στις συμφωνίες της Ζυρίχης, θεωρούσε απαράδεκτη την ομοσπονδία. Μάλιστα, είχε πει χαρακτηριστικά στον Ball: «Ο διαμελισμός και η ομοσπονδία είναι το αυτό». Παράλληλα, τόνιζε τα εξής:
«Εκθέτουν και η ομοσπονδία και ο διαμελισμός δεινώς την ασφάλειαν της Τουρκίας. Θα είναι χρόνιος πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών. Και δεν θα μείνει τοπικώς. Διότι η άλλη Κύπρος εξ αντιδράσεως και αμύνης, θα γίνει Κούβα…
Μόνη λύσις είναι η αδέσμευτος ανεξαρτησία. Μετά δικαιώματος αυτοδιαθέσεως. Όπερ σημαίνει δημοψήφισμα και Ένωσιν. Ταύτην, όμως, δεν ζητεί η Ελλάς. Ημείς δυνάμεθα να έχωμεν δυο Ελλάδας και δύο ψήφους εν Ο.Η.Ε. Την Ένωση απαιτεί ουχί το συμφέρον της Ελλάδας αλλά του Ελευθέρου Κόσμου. Διότι σημαίνει ΝΑΤΟποιήσιν της Κύπρου…». Μετά τις διαβουλεύσεις Παπανδρέου στις Η.Π.Α., ξεκίνησαν στη Γενεύη (15 Ιουλίου 1964), συνομιλίες για το Κυπριακό. Εκτός από τον Φιλανδό διαπραγματευτή Τουομιόγια, ενεργό ρόλο ανέλαβε και ο Ντιν Άτσεσον (Dean Acheson).
Ο Ντιν Άτσεσον (1893-1971), ήταν Αμερικανός πολιτικός. Σπούδασε στο Γέιλ και το Χάρβαρντ. Το 1933 διορίστηκε Υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ρούζβελτ, το 1941 έγινε Βοηθός Υπουργού και το 1945 Υφυπουργός Εξωτερικών. Συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση του Δόγματος Τρούμαν (1947), που προέβλεπε άμεση οικονομική και στρατιωτική βοήθεια σε Ελλάδα και Τουρκία. Εργάστηκε δραστήρια για τη δημιουργία του ΝΑΤΟ, ως Υπουργός Εξωτερικών πλέον (από το 1949).
Αν και φανατικός αντικομουνιστής, κατηγορήθηκε από τον γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθι για προστασία των κομμουνιστών. Δέχθηκε και άλλες κατηγορίες, σχετικά με τον πόλεμο της Κορεάς, αλλά ο πρόεδρος Τρούμαν αρνήθηκε να τον αντικαταστήσει και ολοκλήρωσε τη θητεία του το 1953. Το μεγάλο ενδιαφέρον των Η.Π.Α. για την Κύπρο εκείνη την εποχή, εξηγείται τόσο από τον κίνδυνο ελληνοτουρκικής σύρραξης, που θα τίναζε στον αέρα το ΝΑΤΟ, όσο και από το ενεργό ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ένωσης για την Κύπρο. Για να τηρηθούν τα προσχήματα και να μην φανεί ότι οι Η.Π.Α. «καπελώνουν» τον Ο.Η.Ε., ο Άτσεσον στη Γενεύη ήταν επίσημα βοηθός του Τουομιόγια, ανεπίσημα όμως, αυτός που καθόριζε τα πάντα. Στις διαπραγματεύσεις μετείχαν Ελλάδα και Τουρκία, ενώ η Βρετανία είχε τον ρόλο παρατηρητή.
Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν μετείχαν.
Μετά από μια σειρά διαβουλεύσεων, παρουσιάστηκε το πρώτο σχέδιο Άτσεσον, στο οποίο γινόταν μεν λόγος για Ένωση Ελλάδας και Κύπρου, δινόταν όμως στην Τουρκία εδαφικός έλεγχος αυτοδιοικούμενων περιοχών και βάσεων, οι οποίες θα τελούσαν υπό μόνιμη κυριαρχία.
Αρχικά δινόταν στους Τούρκους η Καρπασία με καθεστώς κυριαρχίας. Η περιοχή αυτή άρχιζε από τα Περιστέρια στο βορειότερο άκρο της Καρπασίας και κατέληγε στο Μπογάζι. Ο Τούρκος πανεπιστημιακός Νιχάτ Ερίμ, στον οποίο η κυβέρνησή του, είχε αναθέσει από το 1956 ήδη, να μελετήσει το Κυπριακό και τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν σ’ αυτό (μάλλον κάτι αντίστοιχο δεν έχει γίνει ποτέ στη χώρα μας, όπου επικρατεί η λογική του «βλέποντας και κάνοντας», του «έχει ο Θεός» και τελικά του «βόηθα Παναγιά»…), υπολόγισε την τουρκική βάση, όπως αυτή προτεινόταν στο σχέδιο Άτσεσον 1, σε ποσοστό της τάξης του 5% επί του εδάφους της Κύπρου. Μαζί με το ποσοστό των αυτοδιοικούμενων περιοχών, το έδαφος που θα έλεγχαν οι Τούρκοι, έφτανε το 25%, ανεξάρτητα αν οι περιοχές αυτές ήταν υπό γενικό ή μερικό τουρκικό έλεγχο. Η Τουρκία αποδέχθηκε το σχέδιο Άτσεσον 1, το οποίο όμως απέρριψαν η Ελλάδα και ο Μακάριος.
Εκτός από την τουρκική βάση, το πρώτο σχέδιο Άτσεσον προέβλεπε:
α) τουρκικές αυτοδιοικούμενες περιοχές εκεί όπου οι Τουρκοκύπριοι πλειοψηφούσαν και
β) την «εσαεί διοίκηση δύο τεμαχίων της Κύπρου από τους Τούρκους», όπως γράφει ο Γ. Χαραλαμπίδης.
Ο τότε ΥΠΕΞ της Κύπρου, Σπύρος Κυπριανού, γράφει:
«Αποτελούσε μια μορφή διχοτόμησης με συγκαλυμμένα συνομοσπονδιακά στοιχεία…Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή μια τέτοια λύση. Ήταν απαράδεκτη». Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε ο Μακάριος, ούτε ο Γρίβας, που διαδραμάτιζε τότε σημαντικό ρόλο στο Κυπριακό, είχαν ενημερωθεί για το σχέδιο Άτσεσου 1.
Ακολούθησε νέος γύρος διαπραγματεύσεων στη Γενεύη.
Όμως στην Κύπρο, τα πράγματα δεν ήταν ήρεμα.
Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, είχαν περικυκλώσει τον τουρκοκυπριακό θύλακα στο χωριό Κοκκίνου. Ο Μακάριος διαβεβαίωσε τον ΟΗΕ ότι δεν θα γινόταν επίθεση εκεί, απλώς ότι σκοπός της περικύκλωσης ήταν η διακοπή του ανεφοδιασμού. Στις 6 Αυγούστου 1964, οι Τούρκοι κλιμάκωσαν την ένταση στην περιοχή Κοκκίννων-Μανσούρας, με πυρά εναντίον της Εθνικής Φρουράς.
Ο Γρίβας που βρισκόταν στην Αθήνα, επέστρεψε στην Κύπρο και συμφώνησε με τον Μακάριο σε ανάληψη στρατιωτικής δράσης. Υπήρξε όμως έντονη διαφωνία με τον αρχηγό της ΕΛΔΥΚ Καραγιάννη, ο οποίος είπε ότι δεσμευόταν μόνο από τις εντολές της ελληνικής κυβέρνησης.
Τελικά στις 7 Αυγούστου 1964, ο Γρίβας διέταξε επίθεση τμημάτων της Εθνικής Φρουράς, εναντίον των Τουρκοκυπρίων στον θύλακα Μανσούρας-Κοκκίνων. Ο Μακάριος Δρουσιώτης, παραθέτοντας και τις απόψεις του Στρατηγού Καραγιάννη, χαρακτηρίζει «πολιτικά λανθασμένη και στρατιωτικά κακοσχεδιασμένη» την επιχείρηση αυτή. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην Κύπρο υπηρετούσαν τότε και είχαν σημαντικό ρόλο στον όλο σχεδιασμό, αξιωματικοί γνωστοί από την περίοδο της χούντας: Αραπάκης, Ντερτιλής, Ντάβος κ.ά. Επί τρεις ημέρες, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις προέλαυναν, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Τουρκοκύπριους. Στις 8 Αυγούστου όμως, η τουρκική αεροπορία ανέλαβε δράση. 64 αεροπλάνα βομβάρδισαν ελληνικούς στόχους, χρησιμοποιώντας ακόμα και βόμβες ναπάλμ! Τουλάχιστον 55 Ελληνοκύπριοι σκοτώθηκαν. Μετά από διεθνείς παρεμβάσεις, οι τουρκικοί βομβαρδισμοί σταμάτησαν.
Παράλληλα η ΕΣΣΔ δεν έμεινε αμέτοχη.
Ο Χρουστσόφ, που είχε και στο παρελθόν εκφράσει την υποστήριξή του προς την Κύπρο, δήλωσε στις 15 Αυγούστου 1964:
«Η Σοβιετική Ένωση θα παράσχει κάθε βοήθεια στην Κυπριακή Δημοκρατία για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας της από ξένη επέμβαση και είναι έτοιμη να αρχίσει αμέσως τώρα διαπραγματεύσεις γι’ αυτό το θέμα».
Η δήλωση αυτή, θορύβησε Αμερικανούς και Βρετανούς και οδήγησε σε πυρετώδεις διαπραγματεύσεις. Στις 20 Αυγούστου 1964, παρουσιάστηκε το Σχέδιο Άτσεσον 2, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο, όπως υπάρχει στο βιβλίο του Γιάννου Χαραλαμπίδη: «Κυπριακό: Διπλωματικές Ίντριγκες».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, με επιστολή του την ίδια μέρα στον Άτσεσον, αποδεχόταν το σχέδιό του. Ο Μακάριος όμως διαφωνούσε. Έτσι, ο Παπανδρέου στις 21 Αυγούστου, έστειλε στη Γενεύη τον διευθυντή του Διπλωματικού του Γραφείου Ιωάννη Σωσσίδη, ο οποίος ζήτησε από τον Άτσεσον κάποιες αλλαγές, προκειμένου να συμφωνήσει και ο Μακάριος. Τελικά, αν και ο Άτσεσον έδειχνε πρόθυμος να συζητήσει αυτές τις αλλαγές, ο Παπανδρέου με νέα του επιστολή στις 22 Αυγούστου προς τον Άτσεσον, απέρριψε το σχέδιο.
Είχαν προηγηθεί έντονες συζητήσεις μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και Μακαρίου. Ο αρχιεπίσκοπος, σε συνάντησή του με τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά, ήταν κατηγορηματικά αντίθετος στο σχέδιο Άτσεσον-2. Ο Γαρουφαλιάς, επέστρεψε στην Αθήνα και συναντήθηκε με τον Γ. Παπανδρέου. Παρών ήταν και ο Λουκής Ακρίτας, Υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Παπανδρέου, κυπριακής καταγωγής (και πατέρας της Έλενας Ακρίτα για όσους δεν το γνωρίζουν).
Σε αυτήν τη συνάντηση, σύμφωνα με τον Γαρουφαλιά, ο Παπανδρέου, αφού τον ενημέρωσε ότι είχε αποδεχθεί αρχικά το σχέδιο Άτσεσον είπε την περίφημη φράση.
«Σκέφτηκα πως αξίζει τον κόπο να δώσεις ένα διαμέρισμα για να σου χαρίσουν την πολυκατοικία».
Να σημειώσουμε ότι στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο ο Φιλανδός διαπραγματευτής Τουομιόγια, ο οποίος απεβίωσε στις 9 Σεπτεμβρίου 1964. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο Galo Plaza Lasso, που είχε διατελέσει πρόεδρος του Εκουαδόρ (Ισημερινού) από το 1958 ως το 1962. Η έκθεσή του της 26ης Μαρτίου 1965, θεωρείται εξαιρετική. Τονίζει την ανάγκη για ανεξαρτησία, κυριαρχία και ενιαίο του κυπριακού κράτους, ενώ αν και δέχεται (και σωστά…), την ανάγκη για προστασία των Τουρκοκυπρίων, επισημαίνει ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτό να γίνει σε βάρος της δυνατότητας της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας να κυβερνά. Φυσικά, η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι, απέρριψαν τις προτάσεις του Plaza Lasso, ο οποίος παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1965.
Το Καστελλόριζο και τα σχέδια Άτσεσον.
Στην όλη «υπόθεση» «Σχέδια Άτσεσον», φαίνεται ότι είχε εμπλακεί και το Καστελλόριζο. Μελετήσαμε αρκετές πηγές, οι οποίες όμως δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Έτσι, διαβάσαμε ότι η Τουρκία για να αποδεχθεί τα σχέδια Άτσεσον, ζητούσε το Καστελλόριζο και μια λωρίδα ξηράς στον Έβρο. Άλλη πηγή αναφέρει ότι θα δινόταν στην Τουρκία η Ρόδος και ή τρία μικρότερα νησιά, ένα από τα οποία θα ήταν το Καστελλόριζο. Ο Γιάννος Χαραλαμπίδης, γράφει ότι οι Βρετανοί είχαν προτείνει να καταλάβουν οι Τούρκοι χωρίς αντίσταση το Καστελλόριζο με ταυτόχρονη εκδήλωση πραξικοπήματος στην Κύπρο και τη διαβεβαίωση ότι δεν θα καταλάβουν άλλο ελληνικό έδαφος και στη συνέχεια, η Ελλάδα να αποδεχθεί την εκμίσθωση βάσης για την Τουρκία στην Κύπρο και οι Τούρκοι να αποχωρήσουν από το Καστελλόριζο, αναγνωρίζοντας την ελληνική κυριαρχία σ’ αυτό.
Οι Αμερικανοί, εξοργίστηκαν από την απόρριψη των σχεδίων Άτσεσον. Ο Λίντον Τζόνσον, συναντήθηκε με τον Έλληνα πρέσβη στις Η.Π.Α. Αλέξανδρο Μάτσα, ο οποίος του είπε πως η ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να εγκρίνει ένα σχέδιο που δεν δεχόταν ο Μακάριος. Ο Τζόνσον απάντησε ως εξής:
«Τότε ακούστε με κύριε πρεσβευτά. Γ@@ώ την Βουλή σας και το Σύνταγμά σας. Η Αμερική είναι ελέφας. Η Κύπρος είναι ψύλλος. Αν αυτοί οι δύο ψύλλοι (εννοεί Ε/Κ και Τ/Κ) εξακολουθούν να τσιμπούν τον ελέφαντα ίσως ο ελέφας τους δώσει καμιά με την προβοσκίδα του…».
Κάπως έτσι, έληξε άδοξα η προσπάθεια των Αμερικανών να επιβάλλουν λύση στην Κύπρο με τα σχέδια Άτσεσον. Τα γεγονότα στη συνέχεια είναι γνωστά και ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του και να κρίνει αν επρόκειτο για ένα ευνοϊκό για Ελλάδα και Κύπρο ή για ένα διχοτομικό σχέδιο…
Βασική πηγή για αυτό το άρθρο, ήταν το βιβλίο του Γιάννου Χαραλαμπίδη «ΚΥΠΡΙΑΚΟ: ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΙΝΤΡΙΓΚΕΣ», Β’ έκδοση, Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ 2011.