Ο Τσαρλς Μπρόνσον (αγγλ. Charles Dennis Buchinsky, 3 Νοεμβρίου 1921 – 30 Αυγούστου 2003) ήταν Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Συγκαταλέγεται στους πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της δεκαετίας του 1960 και 1970.
Υποδύθηκε ρόλους λακωνικών ηρώων της Άγριας Δύσης και δραματικούς ρόλους σε αστυνομικά και κοινωνικά έργα.
Το σκληρό, αρρενωπό πρότυπο του σταρ των ταινιών δράσης εκπροσωπούσε ο Τσαρλς Μπρόνσον,που πέθανε σε ηλικία 81 ετών. O ίδιος μάλιστα ανησυχούσε μήπως ήταν υπερβολικά αρρενωπός για να κάνει καριέρα στον κινηματογράφο. «Ισως παραείμαι αρρενωπός», είχε πει το 1971. «Οι υπεύθυνοι κάστινγκ επιλέγουν ηθοποιούς σύμφωνα με το δικό τους ή ένα ιδανικό πρότυπο. Ισως δεν μοιάζω με το ιδανικό του καθένα». O Μπρόνσον πέθανε από πνευμονία στο ιατρικό κέντρο Cedars- Sinai του Λος Αντζελες, έχοντας δίπλα του την τρίτη του γυναίκα. O θάνατος ήρθε έπειτα από νοσηλεία αρκετών εβδομάδων.
Αρχή στην Ευρώπη
Με έναν παράδοξο τρόπο, η καριέρα του άρχισε από την Ευρώπη, παρότι ο ίδιος γεννήθηκε στην Πενσιλβάνια. Στη Γαλλία ήταν γνωστός ως το «ιερό τέρας», ενώ στην Ιταλία τον αποκαλούσαν «ο άσχημος». Αντί να παίξει δεύτερους ρόλους στην Αμερική, προτίμησε να γίνει πρωταγωνιστής στην Ευρώπη και να επιστρέψει αρκετά αργά -στα 50 του χρόνια- με ένα δυνατό όνομα.
Ο Μπρόνσον γεννήθηκε με το όνομα Τσαρλς Μπουτσίνσκι, το ενδέκατο από τα 15 παιδιά ενός ανθρακωρύχου λιθουανικής καταγωγής. H φτώχεια τους ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Τέτοια, που ο «σκληρός» Μπρόνσον στα έξι του χρόνια αναγκάστηκε να πάει στο σχολείο φορώντας ένα παλιό φόρεμα της μεγαλύτερης αδελφής του. Μεγαλώνοντας, άρχισε να δουλεύει κι αυτός στα ορυχεία, αλλά και να έχει μπλεξίματα, που τον οδήγησαν στη φυλακή, με την κατηγορία της επίθεσης και της ληστείας.
Όταν κατατάχθηκε στον στρατό, στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ορκίστηκε να μη γυρίσει πίσω. Αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, όχι επειδή είχε την παραμικρή καλλιτεχνική ανησυχία, αλλά γιατί επιδίωκε να κερδίσει πολλά χρήματα. Επειτα από μερικούς μικρούς θεατρικούς ρόλους, ακολούθησαν ισάξιοι κινηματογραφικοί. Το 1954, εποχή του Μακαρθισμού, άλλαξε το όνομά του ώστε να μην ακούγεται ρωσικό. Αποδείχθηκε καλή κίνηση, καθώς το έκανε ευκολότερο στη μνήμη των θεατών.
Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός ρόλος ήταν το 1958, στον «Γκάνγκστερ με το μυστηριώδες αυτόματο» του Ρότζερ Κόρμαν, που γυρίστηκε σε οκτώ μόλις ημέρες. Περισσότερο γνωστό τον έκαναν οι ταινίες «Και οι επτά ήταν υπέροχοι», «H μεγάλη απόδραση», «H μάχη των Αρδεννών», «Πύργος στην άμμο», «Και οι 12 ήταν καθάρματα», αλλά κυρίως σε πολυπληθή καστ, όπου δεν ξεχώριζε ως βασικός πρωταγωνιστής. Μια μεγάλη ευκαιρία τού έδωσε ο Αλέν Ντελόν, που τον εκτιμούσε και του πρόσφερε τον συμπρωταγωνιστικό ρόλο στο «Αντίο φίλε». Με αφετηρία αυτήν την ταινία ξεκίνησε μια μεγάλη καριέρα στην Ευρώπη, κυρίως σε b-movies, που τον έκαναν όμως πλούσιο, καθώς πληρωνόταν ένα εκατομμύριο δολάρια τη φορά.
Εισπρακτική επιτυχία
Η μεγαλύτερη και πιο αμφιλεγόμενη επιτυχία του ήταν ο «Εκδικητής της νύχτας» το 1974, που τον παρουσίαζε ως πατέρα και σύζυγο, που εκδικείται τον θάνατο της γυναίκας και τον βιασμό της κόρης του. H άποψη της ταινίας υπέρ της αυτοδικίας ενόχλησε πολλούς, αλλά η εισπρακτική επιτυχία οδήγησε σε τρία σίκουελ.
Ο Μπρόνσον έκανε τρεις γάμους, με πιο γνωστό εκείνον με την ηθοποιό Τζιλ Αϊρλαντ. Μαζί πρωταγωνίστησαν σε αρκετές ταινίες και ως κινηματογραφικό ζευγάρι. H Αϊρλαντ πέθανε το 1990 από καρκίνο του στήθους, ενώ ο Μπρόνσον παντρεύτηκε ξανά έπειτα από λίγα χρόνια την τρίτη σύζυγό του.