Στις 8.2.2020 πραγματοποιήθηκε στις αίθουσες του Μουσείου Ηρακλείου εκδήλωση για να τιμηθεί η μνήμη του καλλιτέχνη φωτογράφου Γιώργου Ξυλούρη, με έκθεση φωτογραφιών του και ντοκουμέντα από την 40χρονη συνεργασία του με την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη του, που επιμελήθηκε η Διευθύντρια του Μουσείου κ. Στ.Μανδαλάκη η οποία και μίλησε. Για την καλλιτεχνική πορεία και προσφορά του Γιώργου Ξυλούρη μίλησαν επίσης συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων η κ.Κατερίνα Μυλοποταμιτάκη που αναφέρθηκε στην συνεργασία και την φιλική σχέση τους.
Την ομιλία της κ. Μυλοποταμιτάκη αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα ΑΛΚΜΑΝ που επιμελείται ο Βασίλης Ζεβελάκης, που ήταν επίσης ομιλητής.
Κατερίνα Μυλοποταμιτάκη:
Ο Φωτογράφος Γιώργος Ξυλούρης
Με τον Γιώργο γνωριστήκαμε στα τέλη της δεκαετίας του 70, όταν άρχισα να εργάζομαι στην τέως 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Ο Γιώργος ερχόταν συχνά στα Γραφεία της Εφορείας, για δουλειά, αλλά έμενε και για λίγη κουβεντούλα, άλλωστε ήταν φίλοι και για πολλά χρόνια συνεργάτες με τον Μανώλη Μπορμπουδάκη, προϊστάμενο της Εφορείας,.
Εννοείται, ότι του μιλούσα στον πληθυντικό. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να απευθυνθώ σε έναν άνθρωπο μεγαλύτερό μου και τόσο επιτυχημένο στη δουλειά του. Γεγονός που συνειδητοποίησα από τις επιστολές Ελλήνων, Αμερικανών και Ευρωπαίων αρχαιολόγων που έφταναν στην Εφορεία με την παράκληση να μεσολαβήσουμε στον κο Ξυλούρη για κάποιες λήψεις φωτογραφιών και να τους ενημερώσουμε για την αμοιβή του.
Ο πληθυντικός δεν του άρεσε καθόλου και εντέλει, αν και τον δυσκόλεψα αρκετά, με κατάφερε να του μιλώ στον ενικό. Γίναμε φίλοι και το φωτογραφείο της Αργυράκη, τόπος συνάντησης της παρέας, στην οποία συμμετείχαν ο Μανώλης Μπορμπουδάκης, η Καίτη Αστρινάκη και περιστασιακά η Νώτα Δημοπούλου και ο Γιώργος Ρεθεμιωτάκης, καθώς και ο ζωγράφος Γιώργος Θωμά Γεωργιάδης, όποτε βρισκόταν στο Ηράκλειο. Ο Γεωργιάδης είχε ζωγραφήσει ένα μπούστο του Γιώργου που είδα κάποια φορά που μας κάλεσε στο σπίτι του για φαγητό που είχε ο ίδιος μαγειρέψει. Ένα αξέχαστο δείπνο. Το πορτραίτο αυτό είχε τόσο έντονο τον ψυχολογικό χαρακτήρα, στενοί φίλοι ήταν άλλωστε με τον Γεωργιάδη, και ήταν σαν να ξεδίπλωνε συγκρατημένα, θά ΄λεγα, την προσωπικότητά του. Γύρω από τον λαιμό του είχε ζωγραφίσει έναν λευκό πτυχωτό ισπανικό γιακά, σαν εκείνους που βλέπομε στα πορτραίτα Ισπανών ευγενών που του ταίριαζε γάντι. Ήταν ευγενής ο Γιώργος, προικισμένος από τη φύση, όμορφος, ευφυής, με αετίσιο βλέμμα και διακριτικό μέταλλο στη φωνή, ευαίσθητος, αξιοπρεπής, καλός φίλος και στοργικός αδελφός.
Ήταν γεννημένος φωτογράφος, με χέρια μαγικά, που μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει, αν είχε την τύχη να βρεθεί μαζί του στον σκοτεινό θάλαμο. Τα χέρια και ο ευρηματικός του νους ήταν κάτι σαν Photoshop της προψηφιακής εποχής. Το να διορθώσει μιαν υπερφωτισμένη φωτογραφία, να φωτίσει μιαν υποφωτισμένη, να διορθώσει την προοπτική ενός μνημείου, ήταν για κείνον ένα παιγνίδι, μερικές φορές κοπιαστικό. Οι λήψεις αυτής της κατηγορίας ήταν φυσικά δικές μας. Οι δικές του, είναι αυτονόητο, ήταν άψογες. Τις δικές μας φωτογραφικές μαρτυρίες μοχθούσε να διορθώσει. Επειδή η αρχαιολογική φωτογραφία είναι κι αυτή ένα αρχαιολογικό δεδομένο. Το μνημειακό κτίριο θα μπορούσε να καταρρεύσει από μια φυσική καταστροφή, η εικόνα να κλαπεί, η τοιχογραφία να αποκολληθεί και να πέσει.
Είχε απόλυτη συνείδηση της σπουδαιότητας της φωτογραφικής μαρτυρίας, η ματιά του ήταν εξασκημένη και αναλυτική. Στις δικές του φωτογραφίες και ειδικά στις εικόνες και στις τοιχογραφίες κατάφερνε να αποτυπώνει ακόμη και την πιο λεπτή πινελιά. Όσον αφορά στα μνημειακά κτίρια, κυρίως εξωτερικά και εσωτερικά εκκλησιών, βρισκόταν πάντα στη σωστή γωνία λήψης. Διάλεγε πάντα μεσημεριανές ώρες, όταν ο ήλιος έμπαινε από τη δυτική είσοδο στο εσωτερικό της εκκλησίας και χρησιμοποιώντας καθρέφτες και χαρτόνια γκλασέ, φώτιζε κάθε παράσταση. Ήταν ακούραστος και τελειομανής. Ήρεμος και υπομονετικός, δεν άρχιζε ποτέ τη φωτογράφηση, πριν συζητήσει και καταστρώσει το πρόγραμμα της δουλειάς. Από πού θα αρχίσει, ποιές λεπτομέρειες θα τραβήξει. Δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο παραγγελιοδόχος. Άσημος ή επιφανής, ο Γιώργος αποτύπωνε με τη δική του διεισδυτική ματιά το μνημείο. Κάθε φορά, το ίδιο επίμονα. Το μνημείο.