Από τα μπαλκόνια τους που έγιναν παλκοσένικα, τραγουδώντας πότε την άρια «Πέτα σκέψη» από τον «Ναμπούκο» του Βέρντι (ω πατρίδα μου τόσο όμορφη και χαμένη) και πότε τον εθνικό τους ύμνο, τα «αδέλφια της Ιταλίας» αναρωτιούνται «πού είναι η Νίκη». Και ίσως μ’ αυτό το απελπισμένο «Dov’ e la Vittoria?», με τρόμο η σκέψη τους να πετά στις 66 κυβερνήσεις που πέρασαν από πάνω τους στα τελευταία 77 χρόνια. Ίσως και στη φετινή «κινέζικη πρωτοχρονιά» που γιορτάστηκε μεγαλοπρεπώς σε όλη τη χώρα…
Είναι στιγμή αναστοχασμού και για εμάς τους Έλληνες. Στην Ιταλία που αναζητά απεγνωσμένα την περικεφαλαία του Σκιπίωνα, ο εθνικός ύμνος αποτελείται από τρεις μόνο στροφές και τρία ρεφρέν, ενώ ο δικός μας… 158!
Κακά τα ψέματα. Ο κορονοϊός δεν είναι μόνο θέμα υγείας. Είναι και βαθύ πολιτικό ζήτημα. Και η Ιταλία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγήν.
Συνηθίζουμε να λέμε ότι στην Ιταλία οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά το Δημόσιο λειτουργεί. Ουδέν ψευδέστερον! Αυτό που όλα αυτά τα χρόνια συνέβη στην Ιταλία ήταν μια ξέφρενη (και συνταγματικά κατοχυρωμένη) αποκέντρωση, με το κεντρικό κράτος να περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε ρόλο διεκπεραιωτή γενικών καθηκόντων.
Γι’ αυτό και στις μεγάλες καταστροφές – σεισμοί, επιδημίες κλπ. – το Κράτος στην Ιταλία καταλαμβανόταν πάντα από πανικό και για όλα τα λάθη ξεσπούσε καυγάς ανάμεσα σε κυβέρνηση και περιφέρειες, με τους μεν να ρίχνουν τα βάρη στους δε.
Και αντί να καθίσουν να δουν τι θα κάνουν, στο τέλος, ήλθε και η Κεντροαριστερά, που επινόησε το τεχνοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης, και έδωσε την χαριστική βολή μεταφέροντας και τις τελευταίες εξουσίες στις περιφέρειες.
Στην Ιταλία, αυτοί που κάθονται στον θώκο του πρωθυπουργού γνωρίζουν πως θα παραμείνουν στη θέση τους από τρεις μήνες ως δύο χρόνια το πολύ.
Και αντί να βρουν ένα εκλογικό σύστημα που θα προσφέρει κυβερνητική σταθερότητα βρήκαν τη λύση: Άδειαζαν από πάνω τους αρμοδιότητες. Με σημαντικότερη την αρμοδιότητα για τα δημόσια νοσοκομεία.
Οι περιφέρειες κάνουν ό,τι τους κατέβει στο κεφάλι
Στην Ιταλία πια κάνει ο καθένας ό,τι θέλει. Ο κάθε περιφερειάρχης που στηρίχθηκε στις ψήφους της Λέγκα, του Σαλβίνι, του Μπέππε Γκρίλο και όλων αυτών που με τον πιο ανορθόδοξο και κόντρα σε κάθε ιδεολογία τρόπο συμμαχούν και τσακώνονται λες και είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, κάνει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι.
Η κεντρική κυβέρνηση – η 66η, η οποία μόλις τον προηγούμενο Σεπτέμβριο ανέλαβε βάσει άλλης μιας ανορθόδοξης συμμαχίας – παρακολούθησε ως θεατής τις μοιραίες αποφάσεις των περιφερειαρχών.
Όλες οι εκδηλώσεις έγιναν κανονικά – τα καρναβάλια, τα φεστιβάλ, οι επιδείξεις μόδας.
Γιόρτασαν την κινέζικη πρωτοχρονιά!
Τα τσάρτερ κατέφθαναν φορτωμένα Κινέζους που ήθελαν να συνδυάσουν τον εορτασμό, στις 25 Ιανουαρίου, της κινέζικης πρωτοχρονιάς με αγορές των (κατασκευασμένων από Κινέζους) σινιέ ρούχων και αξεσουάρ των μεγάλων οίκων.
Η βιομηχανία της μόδας, κινητήριος μοχλός της ιταλικής οικονομίας, κατέληξε μοιραία για τη χώρα.
Έτσι, η κεντρική κυβέρνηση παρακολούθησε αμέτοχη την φετινή συρροή επισκεπτών από την Κίνα απ’ άκρου σ’ άκρον της χώρας και τους «πανιταλικούς» εορτασμούς για την έναρξη του κινεζικού Έτους του Ποντικού, με τα καταστήματα ειδικά διακοσμημένα με ένα σωρό χαριτωμένους διακοσμητικούς ποντικούς, αρουραίους και άλλα τρωκτικά και τις επιγραφές στις βιτρίνες «Καλή Κινέζικη Πρωτοχρονιά» στα κινεζικά. Για την περίσταση, είχαν προσλάβει και Κινέζους υπαλλήλους, προκειμένου να εξυπηρετούνται καλύτερα οι επισκέπτες.
Λογικό. Μόλις είχαν αναλάβει και προτίμησαν να καθίσουν ακίνητοι μπας και σπάσει κανένα αυγό! Άλλωστε, δεν θα τα έβγαζαν πέρα και με τους περιφερειάρχες. Πολύ περισσότερο που το 2016, η κυβέρνηση Ρέντσι, έπεσε ακριβώς γιατί στο δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου είχαν μεγαλοπρεπώς απορριφθεί οι προτάσεις του για την συνταγματική αναθεώρηση, με έμφαση στην αλλαγή των σχέσεων κεντρικής εξουσίας και περιφερειών.
Έτσι, οι πτήσεις από την Κίνα απαγορεύθηκαν στις 31 Ιανουαρίου, δηλαδή αφού οι Κινέζοι τουρίστες γιόρτασαν στη γειτονική χώρα την κινέζικη πρωτοχρονιά της 25ης Ιανουαρίου, ο πρώτος νόμος για καραντίνα στη Βόρεια Ιταλία ψηφίστηκε στις 22 Φεβρουαρίου – τότε έκλεισαν και τα σχολεία εκεί – και το διάταγμα για την απαγόρευση των εσωτερικών μετακινήσεων εκδόθηκε μόλις στις 8 Μαρτίου.
Κι’ αυτό, επειδή δεν υπήρχε συνεννόηση με τις Περιφέρειες. Και με την άδεια του Συντάγματος, αφού δεν πέρασε το δημοψήφισμα για τον περιορισμό των εξουσιών τους.
Όπως καταλαβαίνετε, όλα αυτά τα χρόνια είχε πια πειστεί και ο λαός πως οι περιφέρειες πρέπει να έχουν ενισχυμένες αρμοδιότητες, αφού οι κυβερνήσεις αλλάζουν σαν τα πουκάμισα. Πολύ περισσότερο που το πελατειακό κράτος ενισχύθηκε μέσω των περιφερειών, που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους πολίτες, οι οποίοι δεν καταφεύγουν πια στο κεντρικό κράτος αλλά στους περιφερειάρχες της καρδιάς τους.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και ωραιοποιήσεις δεν χρειάζονται. Basta, το παραμύθι μερί της όγδοης, πέμπτης και δεν ξέρω κι’ εγώ τι άλλο οικονομίας του κόσμου.
Έφευγε ο τενόρος, ερχόταν ο βαρύτονος
Η πικρή αλήθεια για την σπουδαία αυτή χώρα, χώρα υψηλού πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου, είναι ότι στις 5 Σεπτεμβρίου 2019 ορκίστηκε η 66η ιταλική κυβέρνηση από το 1946. Από αυτές, μόνο οι 15 έμειναν στην εξουσία για πάνω από 1,5 χρόνο (οι έξι κάτω από 2 χρόνια), 19 από 1 ως 1,5 χρόνο, 18 από 6 μήνες ως 1 χρόνο, 12 από τρεις ως έξι μήνες, 2 για λιγότερο από 3 μήνες.
Και κάποτε ο διάσημος δημοσιογράφος Eντσο Mπιάτζι, σε κύριο άρθρο του στην «Kορριέρε ντέλλα Σέρα», με αφορμή άλλη μία αλλαγή φρουράς στο Παλάτσο Κίτζι , θυμήθηκε κάτι που, όπως λένε οι Ιταλοί, «se non é vero, é ben trovato» («ακόμη κι’ αν δεν είναι αλήθεια, είναι καλό εφεύρημα». Θυμήθηκε, λοιπόν, ένα παλιό ιταλικό ανέκδοτο: Κάποτε, το κοινό υποδέχθηκε με σφυρίγματα έναν τενόρο και εκείνος απάντησε θυμωμένος: «Με σφυρίζετε, έ; Να δω τι θα κάνετε όταν θα βγει ο βαρύτονος”!
Ταλαιπωρημένη από την μαφία και τις σχέσεις πολιτικών με διάφορους νονούς της και από τις αναταράξεις της «Μιζόπολης» και του «Κράτους των δικαστών», αλλά και πολύ πιο πριν από αυτό, από τη στιγμή που η χώρα παραδόθηκε στο σύστημα της απλής αναλογικής, η Ιταλία έγινε η χώρα με τις περισσότερες τεχνοκρατικές κυβερνήσεις, που θεωρήθηκαν αντίδοτο και κατέληξαν να γίνουν το δηλητήριο της χώρας.
Έτσι, οι συμμαχικές πολιτικές κυβερνήσεις δεν δρούσαν αποφασιστικά για να μην τσακωθούν μεταξύ τους οι εταίροι και χαθεί η Δεδηλωμένη και οι τεχνοκρατικές δεν έκαναν απολύτως τίποτε, γιατί γνώριζαν πως στο κοινοβούλιο οι εκλεγμένοι θα απέρριπταν τις νομοθετικές πρωτοβουλίες τους – κάπως έτσι έπεσε χωρίς να το καταλάβουμε καν η μία (αποκλειστικά τεχνοκρατική) από τις δύο κυβερνήσεις Πρόντι, που ξαφνικά είδε τους τεχνοκράτες υπουργούς της να παραιτούνται, διότι κανένα νομοσχέδιό τους δεν ψηφιζόταν στη Βουλή και στη Γερουσία!
Η αποτυχία των τεχνοκρατών
Από την κυβέρνηση Πέλλα, που υπήρξε ιστορικά η πρώτη μη πολιτική κυβέρνηση (1953) ως τις κυβερνήσεις Τσιάμπι, Αμάτο, Πρόντι, Ντίνι, Μόντι, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Το 1993, ανέλαβε η λεγόμενη «κυβέρνηση των καθηγητών» και ο διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας Τσιάμπι έγινε ο πρώτος μη πολιτικός πρωθυπουργός επιλέγοντας μη πολιτικούς για τα σημαντικότερα υπουργεία, αλλά τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν. Είχε προηγηθεί, το 1992, η κυβέρνηση Αμάτο, που επίσης επιδόθηκε σε τεχνοκρατικούς ακροβατισμούς και κράτησε μόλις 304 ημέρες. Για να επιστρέψει στην εξουσία το 2000-2001. Με τα ίδια μυαλά!
Τα ίδια και όταν, το 1994, ανέλαβε ο Ντίνι, επίσης πρώην διοικητής της κεντρικής τράπεζας, που επίσης σχημάτισε μια αποκλειστικά τεχνοκρατική κυβέρνηση, η οποία ασχολήθηκε αποκλειστικά με το ασφαλιστικό σύστημα και δύο φορολογικούς νόμους. Ένα χρόνο αργότερα, η Ιταλία δεν απέφυγε τις εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο Πρόντι.
Μετά από διάφορες περιπέτειες και την επανάκαμψη του Μπερλουσκόνι, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ο οικονομολόγος Μόντι έφτιαξε, στα τέλη του 2011, την δική του τεχνοκρατική κυβέρνηση. Ασχολήθηκε μόνο με την οικονομία και παραιτήθηκε μετά από 1,5 χρόνο.
Η «κατάρα» των συνταγματικών αναθεωρήσεων
Και σα να μην έφθαναν όλα αυτά, η Ιταλία έζησε και τρεις συνταγματικές αναθεωρήσει σε 15 χρόνια. Και κάθε φορά η κυβέρνηση που πρότεινε τις μεταρρυθμίσεις πήγαινε σπίτι της!
Το 2001 είχαμε την αναθεώρηση της Κεντροαριστεράς που μετά έχασε τις εκλογές. Το ίδιο συνέβη το 2006 στον Μπερλουσκόνι και δέκα χρόνια αργότερα στον Ρέντσι.
Και κάθε φορά, ο μεγαλύτερος καυγάς αφορά τις εξουσίες των περιφερειών. Ο λόγος για το περίφημο άρθρο 117, που ρυθμίζει τις σχέσεις Κράτους και Περιφερειών. Αυτό συνέβη και το 2016, όταν τελικά παραιτήθηκε ο Ρέντσι.
Επιδίωξή του ήταν να καθοριστούν με ακρίβεια οι αρμοδιότητες της κεντρικής και των περιφερειακών «κυβερνήσεων». Και στο θέμα της υγείας, όπου και πάλι όμως δεν υπήρχε κάτι το ριζοσπαστικά τολμηρό.
Πάντως, η πρόταση Ρέντσι επικεντρωνόταν στην ανάγκη το κράτος να έχει την αποκλειστική νομοθετική αρμοδιότητα, όχι με την γενική διάταξη, σύμφωνα με την οποία το Κράτος μεριμνά για την δημόσια υγεία που προέβλεπε το Σύνταγμα του 2001, αλλά και με ειδικές ρυθμίσεις όσον αφορά στην προστασία της δημόσιας υγείας, τις κοινωνικές πολιτικές και την διατροφική ασφάλεια. Μάλιστα η πρόταση περιλάμβανε και κατάργηση της «παράλληλης αρμοδιότητας» και καθορίζονταν απόλυτα οι νομοθετικές αρμοδιότητες κράτους και περιφερειών.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη πρόταση εισήγαγε την πρόνοια της επικράτησης (υπεροχής) της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Κράτους σε ζητήματα μη αποκλειστικής ρύθμισης από τις περιφέρειες και τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κράτους για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Αυτό δεν πέρασε στο δημοψήφισμα, αν και παρ’ όλα αυτά και με αυτήν την πρόταση Ρέντσι στις περιφέρειες παρέμενε η νομοθετική αρμοδιότητα όσον αφορά στον προγραμματισμό και την οργάνωση των υγειονομικών και κοινωνικών υπηρεσιών.
Μια φονική δυαρχία
Έτσι, τα θέματα δημόσια υγείας παρέμειναν στις περιφέρειες. Μια φονική δυαρχία που αποδείχθηκε και στην παρούσα κρίση και που εδράζεται στον όρο «μέριμνα για την δημόσια υγεία», προκαλώντας αρρυθμίες και συγκρούσεις μεταξύ κεντρικής κυβέρνησης και περιφερειών.
Σ’ όλα αυτά, προσθέστε και την συνταγματική ασάφεια του περίφημου άρθρου 117 που προβλέπει ότι οι περιφέρειες έχουν αρμοδιότητα για ό,τι δεν αποτελεί αντικείμενο αποκλειστικής ρύθμισης του Κράτους. Διότι έτσι καταλήγει την αποκλειστική αρμοδιότητα να την αποκτούν οι περιφέρειες.
Αυτά προκάλεσε η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, επί Κεντροαριστερού Αμάτο, ο οποίος επέλεξε την αμφισημία για να επιτύχει το «Ναι» στο δημοψήφισμα. Και με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκε και ο Μπερλουσκόνι στην συνταγματική αναθεώρηση του 2006, φοβούμενος να μην χαλάσει την συμμαχία του με τη Λέγκα του Ουμπέρτο Μπόσσι.
Το χάος με τα εκλογικά συστήματα
Η Ιταλία, δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από το σύστημα της απλής αναλογικής. Κι’ αν κάποια φορά τα κατάφερνε, επέστρεφε αμέσως επί το… αναλογικότερον.
Μέχρι το 1993 το σύστημα ήταν το αναλογικό. Ακολούθησε ένα διάλειμμα με μικτό σύστημα που ευνόησε τον δικομματισμό. Αλλά το 2005 είχαμε και πάλι επιστροφή στο αναλογικό με μία πριμοδότηση όσον αφορά στη Γερουσία που, όμως, κρίθηκε μερικώς αντισυνταγματικό το 2013.
Το 2015 ψηφίστηκε το σύστημα «Ιτάλικουμ» που ήταν αναλογικό, αλλά με πριμ αυτοδυναμίας στο κόμμα που θα συγκέντρωνε το 40% – κάτι πρακτικά αδύνατον για τα δεδομένα της Ιταλίας.
Και το 2017, ξανά μανά σε ένα αναλογικότερο σύστημα, που είναι μεν μικτό, πλην όμως στο κοινοβούλιο το 37% των εδρών εξασφαλίζεται με το πλειοψηφικό και το 61% με το αναλογικό.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και μια άλλη παραδοξότητα: Κάθε περιφέρεια έχει δικό της εκλογικό σύστημα!
Και σα να μην έφθανε ο γενικός αυτός μύλος, η σημερινή συμφορά βρήκε την Ιταλία σε μια ακόμη πιο αδύναμη πολιτικά κατάσταση.
Η χώρα μόλις είχε αποκτήσει άλλη μια κυβέρνηση συνεργασίας και ήδη ετοιμαζόταν για πρόωρες εκλογές την Άνοιξη – με την Κεντροδεξιά Συμμαχία να συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις άνω του 48%.
Όταν ο Σαλβίνι έριξε τον εαυτό του!
Ο νέος κύκλος ακυβερνησίας ξεκίνησε μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, όταν ο Σαλβίνι της Λέγκα, με όχημα την αντιμεταναστευτική πολιτική, εξασφάλισε το 34% των ψήφων, κυριαρχώντας από τον Νότο ως τον Βορρά. Πήρε ψηλά τον αμανέ και ζήτησε παραίτηση της κυβέρνησης και εκλογές. Στις 8 Αυγούστου οδήγησε σε πτώση την ίδια την κυβέρνηση στην οποία μετείχε!
Η ανωμαλία είχε ξεκινήσει μετά τις εκλογές της 4ης Μαρτίου 2018, όταν τα δύο άκρα, τα Πέντε Αστέρια του Γκρίλλο και η Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι, συμμάχησαν και σχημάτισαν κυβέρνηση υπό τον εξωκοινοβουλευτικό καθηγητή της Νομικής Τζιουζέππε Κόντε, ο οποίος ηγήθηκε μιας κυβέρνησης των δύο άκρων. Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ο Λουίτζι Ντι Μάγιο που στο μεταξύ ανέλαβε την ηγεσία των Πέντε Αστεριών, υπουργός Εσωτερικών ο Σαλβίνι. Εννέα υπουργοί από τα Πέντε Αστέρια, επτά από τη Λέγκα, τρεις τεχνοκράτες, σχεδόν όλοι χωρίς κυβερνητική εμπειρία. Μια ισορροπία τρόμου (αλά Τσίπρας – Καμμένος) που διαλύθηκε μέσα σε 14 μήνες.
Ο Σαλβίνι προκάλεσε ψήφο δυσπιστίας κατά της ίδιας της κυβέρνησης στην οποία συμμετείχε, μετά τα γύρισε, ο Ντι Μάγιο του απάντησε πως «ο Σαλβίνι μετάνιωσε, αλλά τώρα την έφτιαξε την ομελέτα» και τελικά η κυβέρνηση έπεσε στις 20 Αυγούστου του 2019. Με τον ιδρυτή του κόμματος Μπέππε Γκρίλλο να συμφωνεί, καταγγέλλοντας τον Σαλβίνι ως αναξιόπιστο.
Αμέσως άρχισαν νέες ζυμώσεις προκειμένου να μην πάει η χώρα σε εκλογές. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Νικόλα Τζινγκαρέττι μπήκε στη συζήτηση, με τον παραιτηθέντα πρώην ηγέτη του Ματτέο Ρέντσι να συμφωνεί. Και άρχισαν να βάζουν όρους…
Ίδιος πρωθυπουργός, άλλα κόμματα
Στις 28 Αυγούστου 2019 συμφώνησαν σε κυβερνητική συνεργασία με πρωθυπουργό τον Κόντε. Η νέα κυβέρνηση, ορκίστηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2019, στηριζόμενη από το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, το Κίνημα Πέντε Αστέρων, την Ιταλική Αριστερά και από το κόμμα Ζωντανή Ιταλία, που είχε ιδρύσει τον προηγούμενο χρόνο ο Ρέντσι, όταν αποχώρησε από το Δημοκρατικό Κόμμα, προκαλώντας διάσπαση.
Και μετά συνέβη το ανήκουστο: Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Ρέντσι απέσυρε τους υπουργούς του και στις 19 Φεβρουαρίου, εν μέσω κρίσης κορονοϊού, ανακοίνωσε ότι αν δεν άλλαζε ο νόμος για την παραγραφή των αδικημάτων ως το Πάσχα των Καθολικών, θα προκαλούσε ψήφο δυσπιστίας και θα αποχωρούσε από την κυβέρνηση!
Και (ξανα) αρχίζει το χάος!
Φυσικά, τους πρόλαβε όλους ο κορονοϊός!
Και όταν λέμε όλους, εννοούμε όλους!
Η κυβέρνηση Κόντε νούμερο 2 στηρίζεται από τέσσερα κόμματα (Πέντε Αστέρια, Δημοκρατικό Κόμμα, Ζωντανή Ιταλία και Ελεύθεροι και Ίσοι)
Περιλαμβάνει δέκα υπουργούς από τα Πέντε Αστέρια, εννέα από το Δημοκρατικό Κόμμα, την μοναδική τεχνοκράτη (υπουργός Εσωτερικών Λουτσιάνα Λαμοργκέζε, υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου, χωρίς πολιτικούς δεσμούς με κανένα κόμμα) και… και…
Και έναν, τον 40χρονο Ρομπέρτο Σπεράντσα από το μικρό αριστερό κόμμα Ελεύθεροι και Ίσοι (Liberi e Uguali), στον οποίο έχει ανατεθεί το Υπουργείο Υγείας!
Από τα Πέντε Αστέρια προέρχονται οι υπουργοί Δικαιοσύνης, Περιβάλλοντος, Παιδείας, Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής, Οικονομικής Ανάπτυξης, Νεότητας και Αθλητισμού, Δημόσιας Διοίκησης, Καινοτομίας και Ψηφιακής Πολιτικής και Σχέσεων με το Κοινοβούλιο.
Από το Δημοκρατικό Κόμμα προέρχονται οι υπουργοί Υποδομών και Μεταφορών, Πολιτισμού και Τουρισμού, Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Γεωργίας, Οικογένειας και Ίσων Ευκαιριών, Νότου, Περιφερειακών Υποθέσεων.
Υπουργός Οικονομίας ανέλαβε ο σοσιαλδημοκράτης ευρωβουλευτής Ρομπέρτο Γκουαλτιέρι και υπουργός των Εξωτερικών ο ηγέτης των Πέντε Αστεριών Λουίτζι ντι Μάτζιο, ο οποίος, σημειώστε, είναι γιος πρώην στελέχους του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος, του νεοφασιστικού κόμματος που σήμερα έχει διαλυθεί.
Και όπως αποδείχθηκε, κανένας τους, μηδέ του πρωθυπουργού εξαιρουμένου, δεν στάθηκε ικανός να επιβάλει εγκαίρως την λήψη μέτρων από τις περιφέρειες.
Η ευθύνη για την υγεία ως άσκηση Δεδηλωμένης
Όσο για τον υπουργό υγείας, προερχόμενος από τους Δημοκρατικούς της Αριστεράς, πέρασε στο Δημοκρατικό Κόμμα, διαφώνησε με τον Ρέντσι, αποχώρησε λαμβάνοντας μέρος στη διάσπαση, υπήρξε συνιδρυτής του μικρού αριστερού κόμματος Αρτίκολο Ούνο – Δημοκρατικό και Προοδευτικό Κίνημα (στο Φεστιβάλ του οποίου είχε απευθύνει ομιλία ο κ. Τσίπρας τον Σεπτέμβριο του 2019) και κατέληξε στους Ελεύθερους και Ίσους που αποτελεί συνένωση του Αρτίκολο Ούνο με άλλα δύο μικρά κόμματα.
Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, προανήγγειλε (και αυτός) έναρξη διαλόγου μεταξύ του κεντρικού κράτους και των περιφερειών, αλλά προφανώς δεν πρόλαβε.
Ωστόσο, στις 2 Φεβρουαρίου ανακοίνωνε σε συνέντευξη Τύπου ότι στο Εθνικό Ινστιτούτο Λοιμωδών Νόσων Λατζάρο Σπαλλαντσάνι οι επιστήμονες κατάφεραν να… απομονώσουν τον ιό!
Και την ίδια ώρα, επικρατούσε το απόλυτο αλαλούμ. Τη μια μέρα πολεμικά ανακοινωθέντα, την άλλη ψυχραιμία, ο ένας περιφερειάρχης να φωνάζει «Το Μιλάνο επανέρχεται», ο άλλος να προσπαθεί να βάλει την μάσκα σε απευθείας σύνδεση και να την βάζει ανάποδα, ο τρίτος να λέει το αντίθετο από τον τέταρτο, άλλα μουσεία κλειστά και άλλα με ελεύθερη είσοδο, αγώνες που ακυρώνονταν, αγώνες που διεξάγονταν και ούτω καθεξής.
Και πολλοί είναι οι πολιτικοί αναλυτές στην Ιταλία που όλο και πιο συχνά αναφέρουν ότι η Ιταλία περισσότερο και από το φάρμακο για τον κορωνοϊό χρειάζεται το φάρμακο για αυτό το αδιέξοδο διαρκείας.
«Στον πόλεμο κατά του κορονοϊού δεν μας λείπει μόνο το εμβόλιο, μας λείπει η πολιτική», γράφουν…