Η μεγαλύτερη αγωνία που έχουν οι γιατροί αυτή τη στιγμή είναι το ενδεχόμενο να φτάσουν στο σημείο να επιλέξουν αυτόν που θα νοσηλευτεί, αφήνοντας κάποιον άλλο ή άλλους χωρίς την απαιτούμενη βοήθεια. Να γίνουν αυτοί που θα αποφασίσουν για τη ζωή ή τον θάνατο συνανθρώπων τους. Μοιάζει με σενάριο ταινίας θρίλερ, αλλά δεν είναι.
«Οι συνάδελφοι σε χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της πανδημίας του κορονοϊού βρέθηκαν μπροστά σε τεράστια ηθικά διλήμματα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μηλίτσα Μπιτζάνη, μέλος της Ελληνικής Εταιρίας Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ), πνευμονολόγος- εντατικολόγος, συντονίστρια Διευθύντρια Α’ ΜΕΘ στο Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου».
«Καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνονταν ραγδαία», συνεχίζει, «αυξάνονταν και ο αριθμός των ασθενών που χρειάζονταν να υποστηριχθούν με τον προηγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό των ΜΕΘ. Γρήγορα όμως οι ανάγκες των ασθενών ξεπέρασαν τις δυνατότητες των διαφόρων συστημάτων υγείας έστω και εάν αυτά ενισχύονταν συνεχώς. Οι γιατροί στην Ιταλία και την Ισπανία χρειάστηκε να πάρουν σκληρές αποφάσεις. Να επιλέξουν ποιοι ασθενείς θα υποστηριχθούν με μηχανικό αερισμό και ποιοι όχι. Σε πολλές περιπτώσεις επιλέχθηκε ποιοι ασθενείς θα νοσηλευτούν στο νοσοκομείο και ποιοι όχι. Ουσιαστικά εφαρμόσθηκε το πρωτόκολλο της Ιατρικής των μαζικών καταστροφών, σύμφωνα με το οποίο, δίνεται βαρύτητα στους ασθενείς που έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν και περισσότερα χρόνια να ζήσουν, εφόσον επιβιώσουν. Το πόσο σκληρή είναι αυτή η απόφαση και πόσο κυριολεκτικά καταρρακώνει τον γιατρό νομίζω έχει γίνει κατανοητό, αφού έχει αναφερθεί με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους, τόσο από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές, όσο και από τις επιστημονικές ενώσεις που έχουν εκδώσει σχετικές οδηγίες, προκειμένου να άρουν από τους ώμους των σκληρά δοκιμαζόμενων γιατρών το βάρος της απόφασης».
Οι ΜΕΘ ως γνωστόν, σημειώνει η κ. Μπιτζάνη, είναι ειδικά διαμορφωμένοι χώροι στους οποίους χρησιμοποιούνται αναπνευστήρες και διάφορα άλλα συστήματα υποστήριξης της αναπνοής και όχι μόνο των ασθενών. Σε μια εποχή με τόση μεγάλη ζήτηση παγκοσμίως, όμως, τα εργοστάσια παραγωγής των συσκευών αυτών αδυνατούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες. «Έτσι, φαίνεται ότι τα χρήματα δεν αρκούν για να λύσουν το πρόβλημα άμεσα, εξοπλίζοντας νέες κλίνες ΜΕΘ. Ο γιατρός προσπαθεί να σώσει τους ασθενείς και μάχεται να υπερνικήσει το αδύνατο. Αυτό που αναγκάζεται, λόγω των συνθηκών, να κάνει είναι αντίθετο από τη φύση του. Το μεγαλύτερο άγχος που βιώνουν οι γιατροί τη στιγμή αυτή, εάν εξαιρέσει κανείς το φόβο για τη ζωή τους, είναι το να βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοια διλήμματα. Ας ελπίσουμε στη χώρα μας τα μέτρα να αποδώσουν και να μη χρειασθεί να πάρουμε τέτοιες αποφάσεις».
Για το κατά πόσο η ελπίδα να αποφευχθούν στην χώρα μας τραγικές καταστάσεις που ζει η γειτονική μας Ιταλία και η Ισπανία, μπορεί να είναι βάσιμη, η κ. Μπιτζάνη, μας λέει ότι έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια σε όλα τα νοσοκομεία να εξασφαλισθούν κλίνες που να μπορούν να δεχθούν άμεσα ασθενείς με covid-19. Έχουν κλείσει κλινικές και έχουν κενωθεί πτέρυγες. Το ίδιο έχει γίνει και με τις ΜΕΘ. Κάποιες έχουν χαρακτηρισθεί μόνο για covid-19, σε όλες όμως λαμβάνεται μέριμνα να λειτουργήσουν με περισσότερες κλίνες και ενδεχομένως να μετατραπούν σε ΜΕΘ covid-19. To πόσο αυτά τα μέτρα θα αποδειχθούν επαρκή θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της επιδημίας και αυτό δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς, υπογραμμίζει η κ. Μπιτζάνη. Σχετικά με το υγειονομικό υλικό και κυρίως τα προστατευτικά μέσα αναφέρει ότι «υπάρχουν ελλείψεις που επιτείνονται και από το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται – λόγω του φόβου- και από εργαζόμενους που δεν τα χρειάζονται».
Συντονισμός σε παγκόσμιο επίπεδο των συστημάτων υγείας
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μπιτζάνη, «αν κάτι φάνηκε ξεκάθαρα σε αυτή την κρίση είναι ότι κανένα εθνικό σύστημα υγείας δεν μπορεί μόνο του να ανταπεξέλθει μίας τέτοιας κρίσης. Οπως φάνηκε, καμία χώρα, πλην ίσως της Κίνας, δεν ήταν αυτάρκης σε υγειονομικό υλικό και τεχνολογικό εξοπλισμό και σε κάποιες περιπτώσεις σε ανθρώπινο δυναμικό. Το πρόβλημα με τις φτωχές χώρες είναι ακόμη τραγικότερο».
Υπογραμμίζει «την επιτακτική ανάγκη να υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο ένας συντονισμός των διαφόρων συστημάτων υγείας και της εξασφάλισης και διάθεσης υγειονομικού εξοπλισμού , φαρμάκων και τεχνολογικού εξοπλισμού. Όλοι πρέπει να καταλάβουμε ότι καμία χώρα, όσο καλό και να είναι το σύστημα υγείας της, δεν μπορεί να είναι ασφαλής όταν δεν εξασφαλίζεται το minimum της υγείας του υπόλοιπου κόσμου. Στην Ελλάδα ειδικότερα είναι ευκαιρία να καλύψουμε τις ανάγκες του ΕΣΥ, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό, όσο και σε εξοπλισμό, να εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τις δυνατότητες που μας παρέχει το διαδίκτυο στην επικοινωνία, να κάνουμε τα νοσοκομεία μας “έξυπνα” και πιο φιλικά για τον ασθενή».
ΑΠΕ