Στις προηγούμενες δεκαετίες ελάχιστοι άνθρωποι υποβάλλονταν σε εξέταση DNA, και αν αυτό γινόταν ήταν καθαρά για ιατρικούς λόγους, είτε για να μάθουν την πατρότητα κάποιου παιδιού.
Μία νέα δημοσκόπηση που έγινε από την Εθνική Επιτροπή Δημοσκοπήσεων για την Υγιή Γήρανση, αποκάλυψε ότι σήμερα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να γνωρίζουν ποιο θα είναι το μέλλον της υγείας τους και τι γονίδια έχουν.
Η δημοσκόπηση αυτή όπως αναφέρει η B.Sc. in Zoology, Alina Shrourou, έδειξε ότι τα άτομα στις ηλικίες άνω των 50 και των 60 ετών, παρόλο που ενδιαφέρονται ελάχιστοι έχουν προβεί σε γονιδιακή εξέταση. Συγκεκριμένα, 1 στους 10 ανθρώπους έχει κάνει γενετικές εξετάσεις που προσφέρονται απευθείας στους καταναλωτές και 1 στους 20 έχει κάνει γενετικές εξετάσεις επειδή το έχει ζητήσει κάποιος γιατρός τους.
Να σημειωθεί ότι η δημοσκόπηση έγινε σε 993 άτομα ηλικίας 50 έως 64 ετών από τους ειδικούς στο Ινστιτούτο Πολιτικής και Καινοτομίας του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν και χρηματοδοτήθηκε από το AARP και το Michigan Medicine, το ακαδημαϊκό ιατρικό κέντρο της U-M.
Και όπως ανέφεραν οι επιστήμονες που έλαβαν μέρος, μία τέτοια δημοσκόπηση, έρχεται σε μια εποχή που η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έχει εγκρίνει για διάθεση στην αγορά, απευθείας για το κοινό, αρκετές τέτοιες ειδικές εξετάσεις που γίνονται χωρίς να περιμένουν να τις ζητήσει κάποιος γιατρός.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες εξέφρασαν το ενδιαφέρον τους για να προβούν σε εξέταση DNA έτσι ώστε να γνωρίζουν όχι μόνο την καταγωγή τους αλλά και τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία τους.
Η δημοσκόπηση ζήτησε επίσης από τους ερωτηθέντες να απαντήσουν αν θα ήθελαν να μάθουν τον γενετικό τους κίνδυνο για τρεις σοβαρές παθήσεις όπως είναι η νόσος του Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον και ο εκφυλισμός της ωχράς κηλίδας. Και διαπίστωσαν ότι τα 2/3 των ερωτηθέντων ενδιαφέρονταν να γνωρίζουν αν στο μέλλον θα νοσήσουν με κάποια από αυτές και ήταν θετικοί να προβούν σε τεστ DNA.
Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης έδειξαν ότι το 5% των ερωτηθέντων που είχαν ήδη κάνει μια γενετική εξέταση που διέταξε ο γιατρός τους, δήλωσε ότι έγινε είτε επειδή το πρότεινε ο γιατρός είτε, επειδή ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τον κίνδυνο ασθένειας ή τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης μιας τρέχουσας κατάστασης (πάθησης).
Το 10% είχε δοκιμάσει με κάποιο από τα τεστ από αυτά που λαμβάνονται απευθείας από τον καταναλωτή.
Περισσότερο από το 70% δήλωσαν ότι ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τη γονιδιακή τους καταγωγή. Ενώ, το 50% δήλωσαν ότι ήταν απλώς περίεργοι για το γενετικό τους σχήμα.
Επίσης, πάνω από 1 στους 10 δήλωσαν ότι έκαναν το τεστ για να μάθουν περισσότερα για την υγεία τους γενικά ή για τον κίνδυνο μιας συγκεκριμένης ασθένειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ερωτηθέντες φαινόταν να κατανοούν πώς οι γενετικές εξετάσεις παρέχουν ένα πιθανό παράθυρο στο μέλλον, τόσο για τους ίδιους όσο και για τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Το 90% συμφώνησε με την ιδέα να γνωρίζει τους κινδύνους για την υγεία τους και το 86% για τα παιδιά και τα εγγόνια τους ενώ, ένα ποσοστό 41% δήλωσε ότι δεν θεωρεί απαραίτητη μια γενετική εξέταση εάν γνωρίζει ήδη ποιοι κίνδυνοι ασθένειας διατρέχουν στην οικογένειά τους.
Επιπλέον, όπως επεσήμανε ο Scott Roberts, Ph.D., καθηγητής της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου U-M, ο οποίος έχει μελετήσει τη χρήση γενετικών εξετάσεων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών απευθείας από τον καταναλωτή και εξειδικεύεται σε γενετικές εξετάσεις για τη νόσο του Αλτσχάιμερ και ο οποίος εργάστηκε για το σχεδιασμό και την ανάλυση της έρευνας αυτής, το 70% των ερωτηθέντων της δημοσκόπησης είχε ενδιαφέρον να μάθει αν διατρέχει μελλοντικά τον κίνδυνο εμφάνισης Αλτσχάιμερ.
Ο καθηγητής Roberts, τόνισε επίσης, ότι η ακρίβεια κάποιου γενετικού ελέγχου δεν είναι 100% πάντα. Και ότι τα τεστ που γίνονται απευθείας από τον καταναλωτή ενέχουν κινδύνους καθώς, ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει σωστά το αποτέλεσμα και μπορεί να μπει σε ένα κυκεώνα έξτρα εξετάσεων μέχρι να οδηγηθεί σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Γι αυτό είναι καλό σε περίπτωση που θέλουν να εξεταστούν για το γονιδιακό τους αποτύπωμα να απευθύνονται σε ειδικούς να δουν τις εξετάσεις τους.
Όπως λέει και η διευθύντρια της δημοσκόπησης και καθηγήτρια εσωτερικής ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του UM, κ. Preeti Malani, η οποία έχει ειδική εκπαίδευση στη γηριατρική ιατρική, οι ασθενείς μπορεί να μην σκέφτονται τις συνέπειες της γενετικής εξέτασης απευθείας από τον καταναλωτή. Όμως ένα απροσδόκητο θετικό αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει σε αρκετές πρόσθετες εξετάσεις που μπορεί να καλύπτονται από το ασφαλιστικό τους ταμείο αλλά μπορεί και όχι.
Πηγές: http://www.med.umich.edu/