Τον συνάντησα για πρώτη φορά πριν από μερικούς μήνες. Ετσι ξαφνικά σε μια παρέα φίλων. Η φυσιογνωμία του γνωστή. Σε όλους. Ακόμα και στα νήπια. Η σκιά του προέδρου. Πάντα έτσι αναφέρεται όταν μιλάει για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Πάντα ένα βήμα πίσω από τον πρόεδρο. Επί 40 χρόνια. Συνεχώς. Και αδιαλείπτως. Από το 1977 μέχρι τις 29 Μαΐου του 2017. Οταν εκείνος, ο επιβλητικός και εμβληματικός Μανούσος Γρυλλάκης, του έκλεισε τα μάτια.
Από τότε τον συναντάω στο ίδιο στέκι. Πίνουμε καφεδάκι, εγώ, με ιδιοτελείς δημοσιογραφικούς σκοπούς, σε στενό μαρκάρισμα, για ευνόητους λόγους, εκείνος αλλάζει κουβέντα και πάντα μιλάει με χαρά για το κτήμα του στην Κρήτη, το μέλι του και τα ζωντανά του. Αυτό επί σειρά πολλών μηνών. Κάποια στιγμή το ξεφούρνισα. «Οχι». Πάντα ένα «Οχι, δεν θα μιλήσω». «Αλλωστε», μου έλεγε, «σε όλους τους συναδέλφους σου έχω αρνηθεί να μιλήσω για τη σχέση μου με τον πρόεδρο. Αν το κάνω, τι θα πουν;».
Η αποκλειστικότητα, το μεγαλύτερο δέλεαρ για κάθε δημοσιογράφο. Ετσι, συνέχισα. Εκείνος πάντα στην άρνηση, εγώ πάντα στην ίδια «ανήθικη πρόταση». Υπήρχε ένας ακόμα λόγος. Τα τελευταία χρόνια αισθανόμουν παραπλανημένος. Πως και εγώ πίστεψα όλα αυτά περί «αποστάτη» και «εξωμότη». Επρεπε, ήρθε η ώρα να αναθεωρήσω. Ετσι, συνέχισα. Και έτσι κάποια στιγμή, επιτέλους, ο Μανούσος ενέδωσε και μίλησε λίγες ημέρες προτού συμπληρωθούν τρία χρόνια από το τελευταίο του αντίο στον πρόεδρο, στις 29 Μαΐου 2017.
Φυσικά η μαρτυρία είναι υποκειμενική. Φυσικά είναι φορτισμένη. Φυσικά η αφήγηση προέρχεται από έναν άνθρωπο που μέχρι τον θάνατό του θα είναι ταγμένος, όσο κανείς άλλος πλην των παιδιών, στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ομως καλύτερος του ψυχρού ιστορικού εκείνος που με αισθήματα και καρδιά μιλάει γι’ αυτόν. Χωρίς αγάπη το σύμπαν είναι ψυχρό.
«Φιλιότσο, εσύ;»
– Να τα πάρουμε από την αρχή. Η γνωριμία πώς έγινε;
«Ηταν τέλος του 1977. Τότε ήμουν 30 ετών. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν υπουργός Συντονισμού. Και ήταν τότε, εκείνη την εποχή, που μόνο δύο σωματοφύλακες δικαιούτο κάθε υπουργός».
– Οχι σαν σήμερα…
«Οχι σαν σήμερα. Λοιπόν, ένας από τους δύο του προέδρου είχε συνταξιοδοτηθεί. Αρα η δεύτερη θέση ήταν κενή. Το έμαθα και αμέσως πήγα στο γραφείο. Ημουν κι εγώ ένας από τους υποψήφιους για τη θέση. Ετσι, λοιπόν, πήγα, χτύπησα την πόρτα και έπεσα πάνω στην Ντόρα».
– Μα πρέπει να ήταν πολύ μικρή…
«Πολύ μικρή και πολύ γοητευτική».
– Περί αυτού ουδεμία αμφιβολία. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά σε φωτογραφίες της εποχής.
«Η Ντόρα ήταν ιδιαιτέρα γραμματέας του πατέρα της. Αμέσως της εξήγησα τι θέλω και εκείνη μπήκε στο γραφείο του προέδρου και επειδή η πόρτα δεν είχε κλείσει εντελώς την άκουσα να λέει “αυτόν που ψάχνεις τον έχω έξω”».
– Απίστευτο…
«Πού να ακούσεις τη συνέχεια. Ο πρόεδρος είπε “φέρ’ʼτον μέσα” και με το που μπαίνω και αναφέρω το όνομά μου, Μανούσος Γρυλλάκης, εκείνος μου λέει: “Φιλιότσο, είσαι εσύ; Ο Μανούσος είσαι;».
– Φιλιότσος τι πάει να πει;
«Στην Κρήτη έτσι λέμε τα βαφτιστήρια μας. Για να μην πολυλογώ και μάλιστα χωρίς να το θυμάμαι, ήμουν βαφτιστήρι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Ολους μα όλους τους θυμόταν με τα μικρά τους ονόματα. Πριν προλάβω να απαντήσω, εκείνος μου λέει: “Εσύ, παιδί μου, ήσουν μικρός και δεν θα θυμάσαι τη βάφτισή σου. Και φυσικά δεν θυμάσαι ότι η βάφτισή σου κράτησε μία ολόκληρη εβδομάδα”».
– Μία εβδομάδα; Εξωφρενικό!
«Οπως μου εξήγησε, για μία ολόκληρη εβδομάδα δεν έφυγε από τον Αλίκαμπο, 40 χιλιόμετρα από τα Χανιά. Πού να σου λέω τη συνέχεια. Λόγω εκείνης της βαφτίσεως, οι κεντρώοι και οι αριστεροί ήρθαν σε συμφωνία. Επί μία εβδομάδα τα δύο κόμματα να απέχουν από πάσης φύσεως κόντρες ώστε να μη διασαλευτεί η βάφτιση όσο κρατήσει. Μάλιστα, όπως μου εξήγησε ο πρόεδρος, μέλη των δύο παρατάξεων φυλάγανε τους γύρω λόφους με μεικτές περιπολίες».
– Σαν να μου λες πως εκείνη η δική σου βάφτιση ήταν μια πρόβα τζενεράλε της συμφωνίας Μητσοτάκη – Χαρίλαου το 1989…
«“Δεν το ήξερες;”, με ρωτάει ο πρόεδρος. “Η δική σου βάφτιση ήταν η μοναδική που κράτησε τόσες μέρες”. Μετά από αυτό σηκώθηκα να φύγω αφού προηγουμένως του φίλησα το χέρι, όπως τότε έκανε κάθε βαφτιστήρι στον νονό του. Μετά από μία εβδομάδα χτυπάει το τηλέφωνο της υπηρεσίας και ύστερα με φωνάζει ο διοικητής, λέγοντάς μου: “Μανούσο, θα πας με απόσπαση στην ασφάλεια του υπουργού Συντονισμού”».
«Με έβαλαν στο ψυγείο…»
Πριν προλάβω να τον ρωτήσω, εκείνος συνεχίζει με το βλέμμα να φλερτάρει τη νοσταλγία… «Μια σχέση που κράτησε 40 ολόκληρα χρόνια». Το είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει αυθόρμητο αναστεναγμό. Και συνέχισε:
«Αυτή την επιλογή, αυτή την τόσο πολύτιμη θέση που έχει χαράξει τα κύτταρά μου, την οφείλω προσωπικά στην κυρία Μπακογιάννη. Η οποία δεν γνώριζε το περιστατικό της βάφτισης. Από την πρώτη στιγμή με βλέμμα αξονικού τομογράφου είπε: “Αυτός κάνει για τον πατέρα μου”».
– Και από τότε;
«Από τότε, επί 40 χρόνια μαζί. Μέχρι τις 29 Μαΐου του 2017, τότε που του έκλεισα τα μάτια. Πάντα μαζί. Οσες ώρες κάθε ημέρα ο πρόεδρος ήταν όρθιος. Τη μία ημέρα εγώ, την άλλη ο δεύτερος της προσωπικής του ασφάλειας. Από τις 7.15 κάθε πρωί ήμουν στην οδό Αραβαντινού. Τότε, συνέχεια μαζί του. Οσες ώρες ήταν ενεργός. Ούτε Χριστούγεννα, ούτε Πάσχα, ούτε αργίες, ούτε Σαββατοκύριακα. Συνέχεια μαζί του. Μια ολόκληρη ζωή».
– Και τι σου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή;
«Ο τρόπος του. Στους ανθρώπους που είχε κοντά του ήξερε να τους φέρεται όσο λίγοι. Αψογος. Πρέπει να σου πω ότι ο πρόεδρος, τότε, το 1974, όταν ορκίστηκε η πρώτη κυβέρνηση μετά τη χούντα, ήταν ο μοναδικός πολιτικός που είχε παραμείνει έγκλειστος στη φυλακή. Και πρέπει ακόμα να σου πω, πράγμα που αποκαλύπτει τον ήπιο και διαλλακτικό του χαρακτήρα, ότι στο Παρίσι, όλες τις Κυριακές, η Μαρίκα καλούσε για τραπέζι όλους τους πολιτικούς, φυσικά και τον Καραμανλή. Και όταν λέω όλους, εννοώ όλων των παρατάξεων, φυσικά και της Αριστεράς».
– Από το 1977 μαζί;
«Το 1981 που έγιναν οι εκλογές και τις κέρδισε το ΠΑΣΟΚ, όλοι εμείς της προσωπικής φρουράς του επιστρέψαμε στις υπηρεσίες που ανήκαμε. Ολοι οι φρουροί όλων των υπουργών».
– Οχι σαν σήμερα που παραμένουν διά βίου…
«Οχι! Δεν είναι σαν τώρα που ορισμένοι παραμένουν. Εγώ επέστρεψα στην υπηρεσία μου. Και όταν επέστρεψα, με έβαλαν στο ψυγείο. Αλλά τις ελεύθερες ώρες μου τις περνούσα μαζί του. Δίπλα του για να τον βοηθήσω».
– Τέτοιο κόλλημα!
«Τέτοιο και περισσότερο. Τον συνόδευα επειδή το ήθελα, όχι επειδή η υπηρεσία με υποχρέωνε να το κάνω. Ο πρόεδρος τότε δεν είχε κανέναν προσωπικό φρουρό».
– Οχι όπως τώρα που έχουν έναν σκασμό σωματοφύλακες…
«Οχι όπως τώρα. Ηταν απλός βουλευτής και εντελώς απροστάτευτος. Εγώ όμως τον συνόδευα. Χωρίς επαγγελματική κάλυψη. Εγώ ήμουν και οδηγός του και προσωπικός φρουρός του. Μετά από έξι μήνες έγινε αλλαγή στην προεδρία της Νέας Δημοκρατίας. Αποχώρησε ο Ράλλης και τα ηνία τα ανέλαβε ο Ευάγγελος Αβέρωφ. Τότε, λοιπόν, ο πρόεδρος παρακάλεσε τον Αβέρωφ κι εκείνος με απέσπασε στη φρουρά του κόμματος και στη συνέχεια με διέθεσε στον Μητσοτάκη. Τότε ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, οπότε γυρίζαμε όλη την Ελλάδα».
Ατάραχος και άφοβος
– Παντού μαζί;
«Οχι ακριβώς. Ας πούμε τον συνόδευα μέχρι το αεροδρόμιο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη ή την Καβάλα και στη συνέχεια με το αυτοκίνητο έφτανα κι εγώ στον ίδιο προορισμό προκειμένου να τον συνοδεύω παντού. Το ίδιο και στην επιστροφή. Φαντάσου πως το βράδυ τον συνόδευα με το αυτοκίνητο στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης, ο πρόεδρος επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο κι εγώ έφευγα σφαίρα για Αθήνα προκειμένου στις 7 το πρωί να είμαι στο πόστο μου στην οδό Αραβαντινού».
– Απίστευτη εξάρτηση…
«Σε ανθρώπινο επίπεδο ήταν ο δεύτερος πατέρας μου. Ο βιολογικός μου πατέρας πέθανε στα 85 του. Θυμάμαι σε ανύποπτο χρόνο όταν κάποιος φίλος του είχε πει: «Κώστα, έχεις τέσσερα παιδιά, πολλά εγγόνια και δισέγγονα». Και ο πρόεδρος γυρνάει και τον διορθώνει: “Εγώ έχω τέσσερα παιδιά και τον Μανούσο, δηλαδή τρεις κόρες και δύο γιους”».
Η ατμόσφαιρα, άκρως φορτισμένη. Εκείνος συνέχισε σαν να συνομιλούσε με το φάντασμα του «πατέρα» του.
«Πάντοτε ήταν δίπλα μου και πάντα πλάι μου. Μου εμπιστεύτηκε τη ζωή του. Μου εμπιστεύτηκε τη ζωή της γυναίκας του και των παιδιών του. Πάντα υπήρχε για μένα ένα πιάτο και ένα κρεβάτι στο σπίτι του. Αν υπήρχε λόγος να αναχωρήσουμε πρωί-πρωί κοιμόμουν στο σπίτι του. Χωρίς ρολόι στο χέρι. Ούτε με απασχολούσε. Αυτή τη δουλειά την έκανα επειδή την πίστευα. Επειδή μου άρεσε. Αν δεν την πιστεύεις, αυτή η δουλειά είναι ψυχοφθόρα».
– Κάτι μου έλεγες για κάποιον εκρηκτικό μηχανισμό…
«Ηταν προεκλογική περίοδος, το 1985. Οταν κάποια στιγμή ανώνυμο τηλεφώνημα προειδοποιεί για εκρηκτικό μηχανισμό τοποθετημένο κάτω από την εξέδρα στην οποία μιλούσε ο πρόεδρος, εκείνος, ατάραχος, όχι μόνο δεν κατέβηκε από την εξέδρα, ούτε εγώ φυσικά, αλλά θυμάμαι πως είχε πει: “Ας πατήσουν το κουμπί και ας γίνει η έκρηξη”. Δεν ήξερε τι σημαίνει φόβος. Αλλωστε μην ξεχνάς πως είχε περάσει από τις γερμανικές φυλακές».
– Κι άλλες φορές είχατε λάβει τέτοια απειλητικά και ανώνυμα τηλεφωνήματα;
«Ναι. Και στην Κατεχάκη και στη Μυτιλήνη και στο Διδυμότειχο είχαν παγιδευτεί οι εξέδρες. Αλλά εκείνος ποτέ δεν έκανε πίσω. Η λέξη “φόβος” δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό του. Ενα ακόμα περιστατικό, όταν ήταν πρωθυπουργός, που πιστοποιεί το άφοβο του χαρακτήρα του, συνέβη σε ένα ταξίδι επιστροφής από το Λονδίνο μέσα σε ένα Boeing 727. Οταν μαθαίνουμε πως είχε καεί ένας από τους τρεις κινητήρες».
– Χτύπα ξύλο…
«Ηταν νύχτα και το αεροσκάφος πετούσε πάνω από τη Μάγχη, με κυβερνήτη τον Σπύρο Στριφτό και μηχανικό τον Γρηγοράκη Ρένο. Και μου λένε, λοιπόν, “Μανούσο, έχει πάρει φωτιά ένας κινητήρας”. Προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά στο πρωθυπουργικό αεροπλάνο, το οποίο ήταν γεμάτο με επιχειρηματίες και δημοσιογράφους.
“Πρέπει να το μάθει ο πρωθυπουργός”, μου λένε. “Θα τον φωνάξω”, λέω στον κυβερνήτη, “να του το πεις εσύ”. Μπαίνει ο πρόεδρος στο πιλοτήριο, του λένε “κάηκε ένας κινητήρας από τους τρεις. Τι κάνουμε; Θα προσπαθήσω”, λέει ο κυβερνήτης, “να προσγειωθούμε στο Παρίσι”. “Μην ανησυχείτε”, απαντάει ο πρόεδρος. “Θα ενημερώσω εγώ τους άλλους. Και τότε, με τρομερή ψυχραιμία, αρπάζει το μικρόφωνο και αναγγέλλει στους άλλους την είδηση. Από κάτω πλήρης αφωνία».
– Το φαντάζομαι. Θα είχαν χεστεί πάνω τους…
«Δέσαμε τις ζώνες μας, ειδοποιήθηκε το Παρίσι, αμέσως απαγορεύτηκαν όλες οι προσγειώσεις και οι απογειώσεις και ταυτοχρόνως κατέφθασαν πυροσβεστικά οχήματα με δεκάδες πυροσβέστες και τις μάνικες στο χέρι. Ενας φωτογράφος, δεν έχει σημασία το όνομά του, είχε πάθει αφωνία. Τσιμπούσα το πόδι του αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε από φόβο και αγωνία. Πράγματι, προσγειωθήκαμε χωρίς πρόβλημα. Ο πρόεδρος, όπως πάντα ψύχραιμος: “Παιδιά, είμαστε όλοι καλά;”. “Μια χαρά”».
«Εγώ θα περάσω με τον Μανούσο»
Η μνήμη του Μανούσου πληρέστατη περιστατικών. Ολων. Με το νι και το σίγμα. Τα θυμάται όλα. Η ζωή με τον πρόεδρο τον έχει στοιχειώσει. Ενας καταρράκτης εικόνων, στιγμών, συγκινήσεων, σχέσεων, ονομάτων.
«Πάλι τότε που ήταν πρωθυπουργός μου λέει να πάμε στο Βελιγράδι και από Βελιγράδι στο Πάλε, εκεί όπου συνεδρίαζε στο βουνό η Βουλή των Σέρβων. Ηταν ο εμφύλιος σπαραγμός. Στη διαδρομή έπρεπε να περάσουμε μια σιδερένια γέφυρα σε μια χαράδρα. Χτυπάει ο ασύρματος του σέρβικου αυτοκινήτου και ειδοποιεί πως η γέφυρα είναι παγιδευμένη. Του λέει ο Σέρβος συνοδός “κύριε Πρόεδρε τώρα τι κάνουμε;” Γυρνάει και του απαντάει εκείνος, πάντα άφοβος, “αγαπητέ, εγώ ήρθα για να περάσουμε και όχι να γυρίσουμε. Ειδοποίησε πως εγώ περνάω δεν κάνω πίσω. Αν εσύ δεν αισθάνεσαι καλά να μου το πεις. Πάντως εγώ θα συνεχίσω με τον Μανούσο”».
– Κι εσύ; Ενας Θεός ήξερε τι έλεγε η ψυχούλα σου…
«Εγω τι να κάνω; Ψύχραιμος. Οταν κάνεις αυτή τη δουλειά πρέπει να τα περιμένεις όλα. Φτάσαμε στο Πάλε τη στιγμή που συνεδρίαζαν οι βουλευτές με έναν στρατηγό σε ρόλο προέδρου της Βουλής. Μόλις βλέπει τον Μητσοτάκη τα βάζει μαζί του. Δεν ήθελε να μεσολαβήσει ο πρόεδρος ώστε να τα βρουν με τους Βόσνιους. Και τότε σηκώνεται πάνω και επί λέξει του λέει “Εγώ στρατηγέ δεν είμαι φαντάρος σου, ήρθα να βρεθεί λύση. Σε μένα δεν περνάνε τα καουμποιλίκια. Αν δεν θέλετε φεύγω”. Ετσι και έγινε. φύγαμε σε μία ώρα».
«Πάντα ευπρόσδεκτος εδώ»
Πριν προλάβω να τον ρωτήσω, συνεχίζει ακάθεκτος. Χρόνο να είχες και θα σου τα έλεγε όλα. Οχι και όλα. Πολλά!
«Εναν Αύγουστο, της Παναγίας, ήθελε να κάνουμε ορειβασία. Δηλαδή να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή του Ψηλορείτη. Μαζί του ήταν και η Αλεξάνδρα. Τότε είχε εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Αναχωρήσαμε μόλις έπιασε σούρουπο. Μου λέει ο οδηγός, ο Πλατήραρχος, “θα πρέπει να περάσουμε από ένα μητάτο”».
– Τι πάει να πει μητάτο;
«Στάνη. Και σε εκείνη τη στάνη βρίσκονταν κάποιοι βαμμένοι Πασόκοι. Οπως πάντα, ψύχραιμος και ατάραχος ο πρόεδρος, του λέει: “Πλατήραρχε, δεν έχω τέτοια προβλήματα”. Πράγματι, γύρω στις 12, σε εκείνο το μητάτο όρμησαν σκυλιά να μας ξεσκίσουν. Και αμέσως βγαίνουν τρεις μαζί με καλάσνικοφ. Οι άνθρωποι κοιμόντουσαν και φοβήθηκαν μήπως είμαστε κλέφτες. Μόλις είδαν τον πρόεδρο του είπαν: “Εμείς είμαστε ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν παύει να είσαι φιλοξενούμενός μας”. Ετσι, μας έκαναν το τραπέζι, στη συνέχεια αράξαμε να ξεκουραστούμε και κατά τις 3 τη νύχτα σηκωθήκαμε και πήραμε τον ανήφορο.
Μας χαιρετίσανε “άμε στο καλό, αλλά εμείς συνεχίζουμε να είμαστε ΠΑΣΟΚ”. Ο πρόεδρος τους ευχαρίστησε. Χαράματα φτάσαμε στην κορυφή. Τότε που γλυκοχαράζει ο αυγερινός και βλέπει το φεγγάρι. Μόλις πατήσαμε στην κορυφή, πέφτουμε σε τουρίστες που κοιμόντουσαν μέσα σε sleeping bag. Πετάχτηκαν και πήραν τον κατήφορο από τον φόβο τους».
Με μέλι και όσπρια
– Για πες μου, ποια η συνταγή αυτής της μαγικής διατροφής του προέδρου;
«Σηκωνόταν στις 7 το πρωί. Το αργότερο. Η πρώτη του δουλειά ήταν να επισκεφθεί την κουζίνα, να φάει μια κουταλιά της σούπας μέλι και πιει ένα ποτήρι νερό. Αυτή ήταν η συνταγή. Ελεγε πως καλύτερη τροφή από το μέλι δεν υπάρχει για να ξεκινάς τη μέρα σου. Συνέχιζε με χυμό και δημητριακά. Αυτό ήταν το πρωινό του. Την εποχή της αγκινάρας, έπερνε πάντα για κολατσιό μια αγκινάρα με λεμονάκι από πάνω.
Λάτρευε τα όσπρια. Κάθε Δευτέρα όσπρια. Κάθε Κυριακή απόγευμα με φώναζε και με ρωτούσε τι όσπριο ήθελα να φάμε την επομένη. Η μακαρίτισσα η Μαρίκα δεν ήθελε όσπρια. Ο πρόεδρος ήθελε φακές, φασολάδα ή ρεβίθια. Χόρτα και ελιές απαραιτήτως πάντα στο τραπέζι. Αλλοτε σταμναγκάθι, άλλοτε άγρια ραδίκια. Δεν είναι τυχαίο που με αυτή τη διατροφή έφτασε στα 99. Και το ψάρι του και κρέας και ένα ποτηράκι κρασί και τσικουδιά για να ανοίξει η όρεξη. Αλλά με μέτρο. Τις Κυριακές τα μεσημέρια πάντα καλούσε τα παιδιά να φάνε στο σπίτι».
– Ποιος έκανε κουμάντο;
«Φυσικά η Μαρίκα. Εκείνη αποφάσιζε. Εκείνη καλούσε φίλους. Η Μαρίκα κανόνιζε το φαγητό. Εξάλλου, από αρχαιοτάτων χρόνων στην Κρήτη κυριαρχούσε η μητριαρχία. Την τηρούσε και ο ίδιος. Κουμάντο στο σπίτι έκανε η Μαρίκα. Ο πρόεδρος έλεγε τη γνώμη του, αλλά την τελευταία λέξη την είχε η Μαρίκα».
– Και οι πιο στενοί φίλοι;
«Το ζεύγος Τριανταφυλλίδη. Ο Γιάννης Τριανταφυλλίδης ήταν πολιτικός μηχανικός και η Λίνα η σύζυγός του. Ακόμα, το ζεύγος Μανιά που έμενε στην ίδια πολυκατοικία. Μερικές φορές ο Μπακατσέλος όταν κατέβαινε από τη Βόρεια Ελλάδα. Αυτά της Αθήνας. Οταν έβγαιναν έξω του άρεσε να τρώει κρέας στο “Base Grill” στο Περιστέρι. Παρεμπιπτόντως πρέπει να σου πω ότι τα τρία αδέρφια στο “Base Grill” ήταν οπαδοί του ΠΑΣΟΚ. Και τι με αυτό; Δεν τον ενδιέφερε. Και ο Κυριάκος πηγαίνει καμιά φορά εκεί.
Μερικές φορές με ρωτούσε πού θα μπορούσαμε να φάμε. Πηγαίναμε στην “Κουκουβάγια”, στου “Τραβόλτα” στο Μπουρνάζι ή στον “Ζορμπά” για ψάρι. Ολα αυτά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Οταν ήταν πρωθυπουργός και τον καλούσαν σε κάποιο σπίτι πάντα έφτανε στην ώρα του. Στο δευτερόλεπτο. Αν φτάναμε νωρίτερα, κάναμε στροφή να ροκανίσουμε χρόνο για να φτάσουμε με ακρίβεια στην ώρα μας. Και αν κάποιος υπουργός καθυστερούσε, ο πρόεδρος τον μάλωνε: “Πάντα να είσαι στην ώρα σου, να τιμάς την οικοδέσποινα”».
Κάπου εκεί παίρνει βαθιά ανάσα, πίνει μια γουλιά νερό και συνεχίζει:
«Στα Χανιά, στο εξοχικό του στο Ακρωτήρι, το σημείο αναφοράς για το Πάσχα. Πάντα εκεί, όπου η Μαρίκα καλούσε και μάζευε όλη την οικογένεια. Εκεί και τους καλοκαιρινούς μήνες. Τα μπάνια τους στο Μαράθι, μετά στην ταβέρνα “Πατρελαντώνης”. Πριν καθίσουν στο τραπέζι, λίγη τσικουδιά στη ράμπα, όρθιοι, με τους φίλους τους. Πάντα με καλεσμένους. Το 2016 ήμασταν εκεί. Το τελευταίο καλοκαίρι του. Πηγαίναμε και στον Ομαλό, στο οροπέδιο, στην ταβέρνα του Κουτρούλη. Παραδοσιακό φαγητό με καλτσούνια στην πλάκα που τα φρόντιζε όλα η κυρά Βαγγελιώ».
Ο Φλωράκης και ο Γλέζος
Ολα τα θυμάται. Ακόμα και το όνομα του ράφτη του. «Ολα τα κοστούμια και τα σακάκια παραγγελία, με ράφτη τον Νίκο Γαλώνη από την Κωνσταντινούπολη. Το ραφείο του, στην Ιπποκράτους. Ο Γαλώνης έραβε και τον Παπούλια».
– Και με τους πολιτικούς αντιπάλους του;
«Με τους αριστερούς και γενικά με την Αριστερά είχε πάντα καλές σχέσεις. Τον Χαρίλαο τον εκτιμούσε. Αμοιβαία τα αισθήματα. Οπως επίσης βρισκόταν με παλιούς αριστερούς και πηγαίνανε στην ταβέρνα του Καραβίτη στο Παγκράτι. Την παρέα τη φρόντιζε ο Μητσοτάκης με τον Μανώλη Γλέζο. Συνήθως το τραπέζι το κάνανε τον Σεπτέμβρη. Πάντα με σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Ο Χαρίλαος, τζέντλεμαν. Θυμάμαι μια φορά τον είχα συναντήσει, τυχαία, σε ένα τυροκομιό στα Χανιά. Ηταν νύχτα, χειμώνας. Τον είδα να φοράει καμπαρντίνα με σηκωμένο τον γιακά, να αγοράζει γιαούρτι σε πήλινο δοχείο. Του λέω, “κύριε πρόεδρε, εσείς εδώ;”.
Με αγκάλιασε θερμά και μου είπε πως ήρθε να χαιρετήσει τους δύο τελευταίους φίλους του που είχαν κατεβεί από το βουνό. Τον κάλεσα να κοιμηθεί στο σπίτι μου. “Δεν προλαβαίνω, αλλά αν είχα χρόνο θα ερχόμουν ευχαρίστως στο σπίτι σου να κοιμηθώ”. Ο τυροκόμος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Οταν του είπα πως ήταν ο Φλωράκης, εκείνος έκπληκτος με ρώτησε: “Μα γιατί αγκαλιαστήκατε;”. “Μα, ρε Σπύρο, δεν κατάλαβες πως δεν μας χωρίζει τίποτα;”».
Η συνέχεια ακόμα καλύτερη. Σχετικά με τον μεγάλο αντίπαλό του Ανδρέα Παπανδρέου.
«Οπως η σχέση του Μητσοτάκη με τον Ανδρέα ήταν αρμονική για σοβαρά θέματα εθνικής πολιτικής. Υπήρχε δίαυλος επικοινωνίας μέσω Λιβάνη. Τηρούσαν τον λόγο τους να μη διαρρεύσει κάτι στον Τύπο. Ποτέ δεν τον άκουσα να εκφράζεται αρνητικά ή προσβλητικά για τον Ανδρέα. Καμιά φορά που κάποιος συνεργάτης έλεγε κάτι εναντίον του Ανδρέα, εκείνος τον μάλωνε λέγοντάς του: “Δεν θέλω να ακούω βλακείες. Ο πολιτικός αντίπαλος με πολιτικά επιχειρήματα αντιμετωπίζεται και όχι με βλακείες”.
Ποτέ δεν τον άκουσα να πει κακή κουβέντα για τον Ανδρέα. “Ο Ανδρέας”, έλεγε, “είναι ηγέτης για τους ψηφοφόρους του”. Και κάτι ακόμα. Είχε πει: “Η Ν.Δ. δεν είναι ούτε του Μητσοτάκη ούτε του Σαμαρά”. Πάρα πολλοί από το ΠΑΣΟΚ ζητούσαν τη συμβουλή του. Οπως ο Κάρολος Παπούλιας αν πρέπει να γίνει Πρόεδρος ή όχι. Κουβέντιαζε με τον Βενιζέλο, με τον Αλέκο Παπαδόπουλο και τη Διαμαντοπούλου. Τον ακούγανε με μεγάλη προσοχή. Οπως έδινε συμβουλές σε υπουργούς του νεότερου Καραμανλή».
– Για τον Τσίπρα;
«Ποτέ δεν τον άκουσα να εκφράζεται για τον Τσίπρα. Τον έλεγαν γκαντέμη, αλλά πώς μπορεί κάποιος να είναι γκαντέμης όταν φτάνει μέχρι τα 99 του και φεύγει όρθιος, αφήνει 4 παιδιά, 13 εγγόνια, 14 δισέγγονα που σήμερα είναι 18; Αυτό δεν είναι γκαντεμιά. Είναι ο πιο πλήρης βίος ανθρώπου που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Πολλοί θα τον ζήλευαν. Πολλοί θα επιθυμούσαν να έχουν την καλοτυχιά του. Με σκαμπανεβάσματα φυσικά. Με χαρές και με λύπες. Ηξερε και να κερδίζει αλλά και να χάνει.
Η μεγαλύτερή του στεναχώρια, η μεγαλύτερή του πίκρα συνέβη με τη δολοφονία του Μπακογιάννη. Θυμάμαι εκείνο το πρωινό βρισκόμασταν στη Γλυφάδα. Ακόμα έχω στα αυτιά μου τον ήχο του ασυρμάτου. Εγώ του το είπα και μαζί πήγαμε στον “Ευαγγελισμό”. Στην αρχή μας είπαν πως τον χτυπήσανε. Μόνο αυτό. Στην αρχή δεν ξέραμε πως είχε πεθάνει. Μετά πήγαμε στη Στησιχόρου στην Ντόρα. Εγώ προσωπικά είχα πει στον Μπακογιάννη να προσέχει, αλλά εκείνος έλεγε: “Γιατί να πειράξουν εμένα;”».
«Ντόρα, να τηρήσεις το καταστατικό»
Οσο περνούσε η ώρα η ατμόσφαιρα γινόταν περισσότερο φορτισμένη. Πλησιάζαμε στο φινάλε. Σε εκείνη τη φοβερή, την ανεπανάληπτη σκηνή. Σε μια κορύφωση που όμοιά της μόνο σε μεγάλες δραματικές κινηματογραφικές στιγμές είναι αποτυπωμένη.
«Μετά το 2015 η όρασή του μειώθηκε. Αυτό τον απασχολούσε και τον δυσαρεστούσε πολύ. Τον εμπόδιζε να διαβάζει τις εφημερίδες μόνος του. Ετσι τα κορίτσια του γραφείου του διάβαζαν τις εφημερίδες. Καμιά φορά κι εγώ στο σπίτι του. Ηξερε με απίστευτη ακρίβεια σε ποια σελίδα έγραφε κάθε δημοσιογράφος όλων των εφημερίδων. Ηξερε όλους τους πολιτικούς αναλυτές. Ελεγε “θα πας σε αυτή τη σελίδα, εκεί γράφει ο τάδε” κ.ο.κ.
Αν και πολλοί πιστεύουν διαφορετικά, ο πρόεδρος ήταν συναισθηματικός και δεν το έκρυβε. Απόδειξη, πόσο δεμένη οικογένεια ήταν. Από τις ελάχιστες στην Αθήνα. Κάθε πρωί, κάθε μέρα, έπαιρνε τηλέφωνο και τα τέσσερα παιδιά του. Η Ντόρα και ο Κυριάκος τον συμβουλεύονταν. Τώρα τι κράταγε ο καθένας είναι δική τους δουλειά. Για παράδειγμα, είχε συμβουλεύσει την Ντόρα να ακολουθήσει πιστά το καταστατικό του κόμματος σχετικά με την εκλογή νέου προέδρου. Της έλεγε: “Μετά την εκλογή του νέου προέδρου μπορείτε να αλλάξετε το καταστατικό”. “Οχι”, της έλεγε, “να μην κατέβεις να ψηφιστείς από τον λαό. Κάνε ό,τι λέει το καταστατικό. Να ψηφίσουν μόνοι οι βουλευτές”».
– Η πίεση από τις εφημερίδες και όλα τα Μέσα ήταν μεγάλη, ασφυκτική, γι’ αυτό η Ντόρα υποχώρησε…
«Ετσι ακριβώς. Οπως και με τον Κυριάκο. Τελευταίος το έμαθε ότι θα ήταν υποψήφιος για αρχηγός. Ενα απόγευμα τον πήρε τηλέφωνο και του είπε: “Ερχομαι να σε δω”. Οταν έφυγε ο Κυριάκος, με ρώτησε: «Πώς ακούς την ιδέα ο Κυριάκος να είναι υποψήφιος; Πώς το ακούς; Νομίζεις πως έχει πιθανότητες;». Μετά μου είπε: «Αυτός έχει τσαγανό και νομίζω πως ήρθε η ώρα του Κυριάκου».
Είχε φτάσει εκείνη η κρίσιμη, η δραματική σκηνή. Το μεγάλο φινάλε. Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του Μανούσου ήταν σαν να ακολουθεί τους χτύπους της καρδιάς του. Τα μάτια του έσταζαν δάκρυα…
«Πολύ τυχερός που έζησα σαράντα χρόνια δίπλα του που μου εμπιστεύτηκε τη ζωή του, της γυναίκας του και των παιδιών του. Μπορεί η δική μου οικογένεια να με στερήθηκε, αλλά η μακαρίτισσα η γυναίκα του και τα παιδιά του με στήριξαν. Και ένιωσα πρωτόγνωρα που την ώρα που “έφυγε” του έκλεισα τα μάτια».
Ο τελευταίος ασπασμός
Πήρε βαθιά ανάσα και πρόσθεσε: «Πέθανε στα χέρια μου». Μετά συνέχισε ενώ με την άκρη της παλάμης του σφούγγιζε τα δάκρυά του.
«Το απόγευμα 29ης Μαΐου 2017 μέσα στο δωμάτιο, στην κρεβατοκάμαρά του, ήταν οι τρεις κόρες του. Ηρθε και ο Κυριάκος, αλλά έφυγε νωρίτερα. Κάποια στιγμή τα τρία κορίτσια βγαίνουν και μου λένε: “Σε θέλει το αφεντικό σου”. Μπήκα στο δωμάτιό του. “Κλείσε”, μου λέει, “την πόρτα και κάτσε να μιλήσουμε. Του πιάνω το χέρι και του λέω: “Θέλεις να μου πεις κάτι;”. Με κοιτάζει στα μάτια. Μου σφίγγει το χέρι και του λέω: “Πες μου τι θες από μένα, τι μπορώ να κάνω;”. Εξακολουθεί να σφίγγει το χέρι μου και μου λέει: “Τι έχεις κανονίσει με τα Χανιά; Εκλεισες θέσεις με το αεροπλάνο;”. Πράγματι, είχαμε κλείσει να πάμε, όπως πάντα, στα Χανιά. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να πεθάνει στα Χανιά. Γιατί στο δωμάτιό του στα Χανιά, όταν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, αντίκριζε από το παράθυρο τα Λευκά Ορη».
Ο Μανούσος για λίγο ξαποσταίνει από την αφήγησή του, ξανασφουγγίζει τα δάκρυά του και συνεχίζει προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς του… «Του λέω “έχω κανονίσει να φύγουμε σε δύο μέρες”. Οπως με κοίταζε και μου έσφιγγε το χέρι, βλέπω στην άκρη των ματιών του να τρέχουν δάκρυα».
Η στιγμή είναι ανυπόφορη. Πιάνω τον εαυτό μου συγκινημένο. Ο Μανούσος συνεχίζει…
«Κάποια στιγμή βγαίνω έξω. Με ρωτάνε τα κορίτσια “τι έγινε;” και στη συνέχεια επιστρέφουν στο δωμάτιό του. Μετά φεύγουν. Και εκεί γύρω στις δώδεκα και έξι λεπτά τα μεσάνυχτα, όπως του κρατούσα το χέρι και ήταν ξαπλωμένος σε πλήρη διαύγεια, όταν κάποια στιγμή αισθάνθηκα το χέρι του χωρίς δύναμη, σηκώθηκα, ειδοποίησα τα παιδιά του και στη συνέχεια του έκλεισα τα μάτια».
Πάλι μικρή διακοπή. Μέχρι να βρει δύναμη να συνεχίσει… «Μετά του έδωσα ένα φιλί κι εκεί τελειώσαμε. Οπως τον έβλεπα, ροδαλό, ροδαλό, νόμιζες πως κοιμότανε. Ενας ζωντανός νεκρός».
Πάλι διακοπή για ένα απίστευτο υστερόγραφο…
«Οταν επρόκειτο να συνοδεύσουμε τη σορό για την ταφή στην Κρήτη, πήγαμε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η σορός τοποθετήθηκε στη μέση του στρατιωτικού αεροσκάφους C130. Ο αξιωματικός με ρώτησε πού θα καθίσω και εγώ του είπα ότι “θα καθίσω εδώ να του κάνω παρέα. Η τελευταία συνοδεία. Θα μείνω μαζί του όση ώρα χρειαστεί”».
Εκεί ακριβώς ο Μανούσος σηκώθηκε και μου έδειξε φωτογραφία. Μόνος του, με πεσμένο το κεφάλι, απέναντί του η σορός και στο βάθος, πολύ βάθος, δύο αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας. Τέτοιο φινάλε! Η μεγάλη ανατριχίλα!