Ένα ρεπορτάζ – οδοιπορικό στους οίκους ανοχής της Αθήνας κάνουν οι New York Times, αποκαλύπτοντας πως ακόμη και το πιο αρχαίο επάγγελμα του κόσμου, έχει πληγεί από την οικονομική κρίση, με τις περισσότερες να επιλέγουν αυτό το επάγγελμα από ανάγκη κι όχι από επιλογή.
Ένας υποψήφιος πελάτης μπαίνει σε ένα στενό, μισοφωτισμένο δωμάτιο στο υπόγειο ενός διαλυμένου κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας. Η 22χρονη Έλενα, βγάζει την ρόμπα της και στέκεται όρθια. Η 59χρονη Ευαγγελία, η υπεύθυνη του οίκου ανοχής, αρχίζει αμέσως: «Η κοπέλα μου είναι άψογη» λέει. «Την συνιστώ χωρίς επιφύλαξη». Στη συνέχεια αποκαλύπτει το «μενού» και προσθέτει πως «το κορίτσι μου κάνει τα πάντα στο κρεβάτι».
Χωρίς να βγάλει τα γυαλιά του, ο μεσήλικας άνδρας τρίβει το πηγούνι του και κοιτά την Έλενα, μια ιερόδουλη με καταγωγή από την Ρωσία και την Πολωνία, καθώς πειράζει τα ξανθά μαλλιά της και κάνει στροφές πάνω στα ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες της. «Εντάξει» λέει τελικά.
Η τιμή; 20 ευρώ.
Καθόμουν, συνεχίζει ο δημοσιογράφος των New York Times, σε μια μικρή απόσταση σε έναν μικρό καναπέ καλυμμένο με ένα πλαστικό μέσα σε έναν οίκο ανοχής, και γινόμουν μάρτυρας αυτής της παλιάς συναλλαγής. Βρισκόμασταν στην οδό Φυλής, – ένα στενό δρόμο με διώροφα κτίρια – που φιλοξενούσαν τους αθηναϊκούς οίκους ανοχής για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου αιώνα.
Το εμπόριο αυτό είναι πιο δύσκολο τώρα λόγω της «χαμένης» δεκαετίας της Ελλάδας από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία δεν άφησε κανένα επάγγελμα αλώβητο. Η κατάρρευση της οικονομίας και η άφιξη δεκάδων χιλιάδων μεταναστών ώθησαν ακόμη περισσότερες γυναίκες στην πορνεία – ακόμη κι αν οι τιμές έχουν πέσει τόσο χαμηλά.
«Είχα ένα ανθοπωλείο για 18 χρόνια – και τώρα είμαι εδώ από ανάγκη, όχι από χαρά» λέει η Δήμητρα, μια μεσήλικας που έχασε το κατάστημά της από την κρίση και τώρα εργάζεται στην Φυλής. «Κάποτε με αποκαλούσαν κυρία Δήμητρα, αλλά τώρα είμαι μια πόρνη».
Στην Ελλάδα, η πορνεία είναι νόμιμη σε καταχωρημένους οίκους ανοχής, αν και η μεγάλη πλειοψηφία τους είναι παράνομοι. Η πορνεία στους δρόμους είναι παράνομη, ωστόσο μπορεί να δει κανείς πολλές γυναίκες να πωλούν το κορμί τους σε ορισμένες γωνίες του δρόμου. Κι ενώ πολλές γυναίκες μπαίνουν στο επάγγελμα από οικονομική ανάγκη, άλλες διακινούνται ή εξαναγκάζοντας σε σεξουαλική εργασία.
«Η πορνεία έχει αυξηθεί και έχει αλλάξει, κυρίως στο πλαίσιο του νέου πολιτικού, οικονομικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος» δήλωσε στους New York Times ο Γρηγόρης Λάζος, καθηγητής εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αναφερόμενος στην οδυνηρή οικονομική λιτότητα της Ελλάδας.
Ο κ. Λάζος πέρασε 6 χρόνια ερευνώντας το πώς οι δύο κρίσεις της χώρας – η μετανάστευση και η οικονομική λιτότητα – άλλαξαν την πορνεία στην Αθήνα. Διαπίστωσε ότι ο αριθμός των πόρνων στην πόλη αυξήθηκε κατά 7% από το 2012, ωστόσο οι τιμές μειώθηκαν δραστικά, τόσο για τις γυναίκες που πωλούν το σώμα τους στο δρόμο όσο και στους οίκους ανοχής.
«Το 2012 έπρεπε να πληρώσει κατά μέσο όρο 39 ευρώ για μία ιερόδουλη σε οίκο ανοχής» λέει ο κ. Λάζος «ενώ το 2017, μόλις 17 ευρώ – μείωση 56%».
Σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, ένας οίκος ανοχής πρέπει να βρίσκεται σε απόσταση τουλάχιστον 200 μέτρα από σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες και πλατείες, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, δεδομένης της πυκνότητας του αστικού κέντρου της Αθήνας, είναι σχεδόν αδύνατο να φιλοξενηθούν νόμιμα οι πόρνες. Ο κος Λάζος διαπίστωσε πως μόνο 8 από τους 798 οίκους ανοχής που λειτουργούσαν στην πόλη τον Αύγουστο ήταν νόμιμοι.
Ο αριθμός διαφέρει πολύ από τις στατιστικές της αστυνομίας, οι οποίες δεν αριθμούν πάνω από 300 οίκους ανοχής στην πόλη.
Καμία από τις ιερόδουλες δεν θεωρεί το επάγγελμά της ως κοινωνική υπηρεσία και οι περισσότερες εκφράζουν την αηδία τους για τους πελάτες τους. Η Ευαγγελία, η υπεύθυνη του οίκου ανοχής που εργάζεται η Έλενα, λέει για τους άνδρες: «Δεν μπορούν να έχουν μια σύντροφο. Πιστεύουν ότι πληρώνοντας 20 ευρώ, μπορούν να αγοράσουν κάτι».
Ολες οι γυναίκες επιμένουν να χρησιμοποιούν μόνο το μικρό τους όνομα ή ένα κοινότυπο όνομα λόγω του στίγματος και για λόγους ασφαλείας. Καμία δεν είπε ότι αναγκάστηκε να το κάνει αυτό – εκτός από την ανάγκη. Αλλά καμία δεν θέλει να είναι σε έναν οίκο ανοχής. «Μισώ το σεξ» λέει η Έλενα. «Μου αρέσουν τα λεφτά, όχι η δουλειά».
Η Αναστασία, γνωστή ως «Αμαζόνα» στους πελάτες, εργάζεται ως ιερόδουλη από την ηλικία των 14 ετών. Τώρα είναι 33 ετών και λέει πως η δουλειά είναι πιο δύσκολη από ποτέ. «Οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον λεφτά». Όπως λέει η ίδια, οι πελάτες της υπόσχονται πως «θα έρθω όταν πληρωθώ» ή ζητούν έκπτωση. Κάποιοι ζητούν σεξ χωρίς προστασία και πολλές ιερόδουλες που είναι εθισμένες στα ναρκωτικά δέχονται τέτοιους πελάτες για λιγότερο από 10 ευρώ.
Μια άλλη ιερόδουλη, η 30χρονη Μόνικα από την Αλβανία, που μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, μπήκε στην δουλειά αυτή πριν από 10 χρόνια όταν ζούσε στην Κρήτη. Μετακόμισε στην Αθήνα πριν από 5 χρόνια, σε αναζήτηση μιας νέας ζωής, και αρχικά άρχισε να εργάζεται σε μια ταβέρνα.
Είχε παρακολουθήσει μαθήματα μαγειρικής για έναν χρόνο προκειμένου να γίνει μάγειρας, και ήθελε να χρησιμοποιήσει τα χρήματα που έβγαζε για να πληρώσει τον δεύτερο χρόνο σπουδών – αλλά το αφεντικό της δεν την πλήρωσε.
«Ήρθα εδώ» λέει για τον οίκο ανοχής, «επειδή είναι η μόνη δουλειά που, μόλις την κάνεις, ξέρεις ότι θα πληρωθείς».
Σήμερα, περνά 6 με 8 ώρες την ημέρα προσπαθώντας να προσελκύσει πελάτες, αλλά οι περισσότεροι δεν μένουν. «Δεν έχουν λεφτά» λέει. «Δεν έχουν λεφτά τα τελευταία 7 χρόνια».
Όταν καταφέρνει να βρει έναν πελάτη, χρεώνει 10 ευρώ για 10 λεπτά και της επιτρέπεται να κρατήσει τα μισά. «Πριν από λίγα χρόνια, μας έδιναν και φιλοδώρημα» λέει η Μόνικα. «Σου έδιναν, 20, 50 ακόμα και 100 ευρώ αν τους άρεσες. Τώρα, δεν υπάρχουν πλέον αυτά».
Με την ελληνική κρίση, άλλαξε και η πελατεία. Τώρα είναι σε μεγάλο βαθμό μετανάστες, πολλοί που ζουν στα διαμερίσματα πάνω από τους οίκους ανοχής. Πολλοί Έλληνες είναι απλά πάρα πολύ φτωχοί για να πληρώσουν πια.«Οι μισθοί τους ήταν περίπου 800 με 900 ευρω» λέει η Μόνικα. «Τώρα δεν βγάζουν τίποτα».
Εκτός από την αύξηση των μεταναστών πελατών, η έρευνα του κου Λάζου δείχνει μια άνοδο 5% περίπου στην ελληνική πελατεία μεταξύ 2012 και 2017. «Είναι κάτι που ένας άνδρας δεν θα σταματήσει ποτέ να κάνει» λέει ο Μανώλης, ένας 33χρονος ταξιτζής και συχνός πελάτης σε οίκο ανοχής.
Πηγή: iefimerida.gr