Συνέντευξη στους Financial Times έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός εξέφρασε την άποψη ότι η Ευρώπη πρέπει να καταλήξει σε συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης στην επερχόμενη Σύνοδο Κορυφής και υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει καταρτίσει το δικό της πολύ φιλόδοξο και λεπτομερές μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Η συζήτηση έγινε με τη διευθύντρια των FT Roula Khalaf και τον επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος Ben Hall για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από την αντίδραση της Ελλάδας στην πανδημία για την οποία η κ. Khalaf είπε ότι η χώρα μας «εξέπληξε πολλούς», ως τη συμπλήρωση ενός έτους από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019.
«Ήμασταν η πρώτη χώρα που εξέλεξε μια λαϊκιστική κυβέρνηση και πληρώσαμε ένα πολύ βαρύ τίμημα. Πριν από ακριβώς πέντε χρόνια ήταν η δραματική εβδομάδα που έκλεισαν οι τράπεζες, είχαμε το δημοψήφισμα και φτάσαμε πολύ κοντά στο χείλος του γκρεμού. Δόξα τω Θεώ, φροντίσαμε να αποφευχθούν τα χειρότερα, διότι η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κάνει στροφή 180 μοιρών. Μας κόστισε όμως τρία χρόνια οικονομικής ανάπτυξης», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης.
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η πανδημία του κορονοϊού συνετέλεσε σημαντικά στην απαξίωση όσων πιστεύουν ότι υπάρχουν εύκολες και απλοποιημένες λύσεις για τα σύνθετα προβλήματα και όσων θέλουν να επιρρίπτουν την ευθύνη σε άλλους για τις δικές τους ανεπάρκειες.
«Η τακτική αυτή δεν αποδίδει όταν πρέπει να σώζεις ζωές καθημερινά. Και πιστεύω ότι οι πολίτες το κατανοούν αυτό όχι μόνο στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Αν δείτε τις κυβερνήσεις που αντιμετώπισαν με επιτυχία την κρίση, δεν ήταν πάντα σε χώρες με την καλύτερη διοικητική δομή ούτε κατ’ ανάγκη οι πλουσιότερες. Η Ελλάδα αποτελεί ίσως το καλύτερο παράδειγμα χώρας, όπως σας είπα, η οποία βγήκε από μία δεκαετή κρίση με υπο-χρηματοδοτημένο σύστημα υγείας. Όμως πιστεύω ότι λάβαμε τις σωστές αποφάσεις. Και συγχαρητήρια στους Έλληνες πολίτες, διότι σε τελική ανάλυση είναι και δική τους αυτή η επιτυχία επειδή τήρησαν τους κανόνες, και κατέρριψαν το στερεότυπο ότι οι Έλληνες έχουν πολύ ανεξάρτητο πνεύμα για να ακολουθούν συμβουλές», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης.
Επιπλέον ανέφερε ότι λάβαμε κάποιες δύσκολες αποφάσεις πολύ νωρίς. «Ακούσαμε την άποψη των ειδικών και ήταν ξεκάθαρο για μένα ότι, κάποια στιγμή, θα χρειαζόταν να εφαρμόσουμε γενικό lockdown. Και η πολιτική απόφαση που έλαβα ήταν να το κάνουμε νωρίτερα, αντί να περιμένουμε. Νομίζω ότι αυτό το οποίο κάναμε με επιτυχία ήταν να πείσουμε τους πολίτες ότι το lockdown ήταν ουσιαστικά προς το δικό τους συμφέρον», σημείωσε.
Ο πρωθυπουργός συμπλήρωσε πως ενώ μπαίναμε στην υγειονομική κρίση γνώριζε ότι είχαμε σχετικά μικρό αριθμό κλινών ΜΕΘ, καθώς μετά από δεκαετή λιτότητα, το δημόσιο σύστημα υγείας ήταν υπο-χρηματοδοτημένο και «δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε να κατακλυστεί από κρούσματα COVID που δεν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε».
«Ήμουν απολύτως σαφής ότι έπρεπε να θυσιάσουμε την προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης για να θέσουμε την πανδημία υπό έλεγχο. Το επιχείρημά μου ήταν σχετικά απλό, όσο γρηγορότερα επιτύχουμε την επιπέδωση της καμπύλης και τον έλεγχο της κρίσης, τόσο πιο δυναμική θα ήταν η ανάκαμψη στη συνέχεια. Το δεύτερο σκέλος της υπόθεσης αυτής δεν έχει αποδειχθεί ακόμα. Με τη γρήγορη παρέμβασή μας, ωστόσο, πιστεύω ότι ουσιαστικά θέσαμε τα θεμέλια για μια πιο ισχυρή ανάκαμψη. Και εκτός αυτού βοηθήσαμε την εικόνα της Ελλάδας διότι αυτό που περιγράφετε ξάφνιασε πολλούς. Υπήρχε πολύ θετική δημοσιότητα και πολλοί εξεπλάγησαν ευχάριστα με το αποκαλούμενο ελληνικό “success story”», προσέθεσε.
Για το άνοιγμα του τουρισμού
Αναφερόμενος στο άνοιγμα του τουρισμού ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι όσοι έρχονται στην Ελλάδα θα είναι ασφαλείς, τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τον τοπικό πληθυσμό.
«Έχουμε καταβάλει πολλές προσπάθειες για να διασφαλίσουμε ότι η εμπειρία θα είναι όσο το δυνατόν ασφαλέστερη. Τι σημαίνει αυτό; Εξ όσων γνωρίζω, είμαστε μία από τις πολύ λίγες χώρες, αν όχι η μοναδική, που εξακολουθεί να κάνει δειγματοληπτικούς, αλλά στοχευμένους, ελέγχους ταξιδιωτών που φτάνουν στην Ελλάδα. Χρησιμοποιούμε έναν πολύ πολύπλοκο αλγόριθο, ο οποίος μας επιτρέπει να εντοπίζουμε τους τουρίστες οι οποίοι θα υποβληθούν σε έλεγχο κατά την άφιξή τους. Δεν τους υποχρεώνουμε να παραμείνουν σε καραντίνα, απλά τους ζητούμε να είναι προσεκτικοί για μία ημέρα μέχρι να πάρουμε τα αποτελέσματα. Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, προφανώς θα πρέπει να θέσουν εαυτόν σε αυτοαπομόνωση, αλλά, από τα δεδομένα που έχουμε συγκεντρώσει μέχρι τώρα -καθώς πραγματοποιούμε ελέγχους σε επισκέπτες που εισέρχονται στην Ελλάδα τους τελευταίους δύο μήνες- ένα πάρα πολύ μικρό ποσοστό ανθρώπων είναι θετικοί και ελπίζουμε ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί», συμπλήρωσε.
Επίσης είπε ότι πρόσφατα έχουμε δει κάποιες θετικές ενδείξεις, πολλές κρατήσεις τελευταίας στιγμής ακόμα και για τον Ιούλιο.
«Θεωρώ, λοιπόν, ότι όταν ο κόσμος δει ότι έχουμε κάνει ό,τι χρειαζόταν και ότι η Ελλάδα είναι ασφαλής προορισμός, όσοι θέλουν να ταξιδέψουν θα έχουν την Ελλάδα ως πρώτη επιλογή. Και ελπίζουμε ότι σιγά- σιγά θα αναπτυχθεί μια θετική δυναμική. Πέρυσι υποδεχθήκαμε 33 εκατομμύρια επισκέπτες, σίγουρα φέτος ο αριθμός θα είναι πολύ μικρότερος. Δεν μπορώ να σας πω με ακρίβεια, αλλά θεωρώ ότι αν τα πράγματα πάνε καλά μέχρι το τέλος Ιουλίου, αναμένω έναν πολύ καλύτερο Αύγουστο και Σεπτέμβριο, και μακάρι να μπορέσουμε να παρατείνουμε τη σεζόν τον Οκτώβριο και, γιατί όχι, τον Νοέμβριο», πρόσθεσε.
Για τις οικονομικές συνέπειες της κρίσης και τον ένα χρόνο από την 7η Ιουλίου του 2019
Μιλώντας για το μέλλον με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η κυβέρνηση έχει ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και μακροπρόθεσμο σχέδιο. Θέλουμε, είπε, να μετασχηματίσουμε την ελληνική οικονομία σε μια οικονομία που θα εστιάζει στην πράσινη μετάβαση, στην ψηφιακή μετάβαση. «Στις 7 Ιουλίου συμπληρώνουμε έναν χρόνο στην εξουσία και μου φαίνεται σαν να έχει περάσει ένας αιώνας με όλα όσα έχουν συμβεί σε αυτό το διάστημα. Έχω πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι υπάρχουν μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν τη δομή της οικονομίας, θα την κάνουν πιο ανοικτή, πιο εξωστρεφή, πιο ανταγωνιστική. Είναι μεταρρυθμίσεις που δεν έγιναν ποτέ στην Ελλάδα στη διάρκεια των μνημονίων, η τρόικα μας ζητούσε, μας ανάγκαζε να κάνουμε μεταρρυθμίσεις αλλά ποτέ δεν τις είχαμε υιοθετήσει ως δικές μας και νομίζω ότι αυτό έχει αλλάξει τώρα», υπογράμμισε και τόνισε ότι αυτό που προέκυψε από την κρίση του κορονοϊού ήταν ένα ανανεωμένο αίσθημα εμπιστοσύνης στην πολιτική, στους θεσμούς, στους τεχνοκράτες.
«Όπως γνωρίζετε, η Ελλάδα πέρασε διάφορα κύματα λαϊκισμού και οι πρώτοι που μπαίνουν πάντα στο στόχαστρο, όταν ανεβαίνουν στην εξουσία οι λαϊκιστές, είναι οι τεχνοκράτες. Θεωρώ ότι είμαι ταυτόχρονα πολιτικός και τεχνοκράτης. Πιστεύω ότι οι δύο αυτοί ρόλοι συνδυάζονται. Σαφώς είμαστε ισχυρότεροι σήμερα», επισήμανε.
Για όσα αναμένει η Ελλάδα από τη Σύνοδο Κορυφής
Ενόψει της επικείμενης Συνόδου Κορυφής είπε ότι πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα έχουμε καταλήξει σε συμφωνία μέχρι τις 20 Ιουλίου και αυτή η συμφωνία να μοιάζει πάρα πολύ με την πρόταση της Επιτροπής. «Η Επιτροπή έκανε μια τολμηρή πρόταση για ένα Ταμείο επόμενης γενιάς ύψους 750 δισ., αποτελούμενο κατά 2/3 από επιχορηγήσεις και κατά 1/3 από δάνεια, χρηματοδοτούμενο μέσω της Επιτροπής, η οποία θα μπορέσει να αντλήσει χρήματα από τις αγορές για λογαριασμό των κρατών μελών, με σαφή εστίαση στις μεταρρυθμίσεις και στην αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού. Κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας, τουλάχιστον τεσσάρων ετών, για να έχει αποτελέσματα το Ταμείο αυτό», συνέχισε.
«Δεν είμαι διατεθειμένος να αποδεχθώ καμία πρόσθετη αυστηρή προϋπόθεση πέραν του φυσιολογικού πλαισίου του ευρωπαϊκού εξαμήνου», ξεκαθάρισε και συμπλήρωσε: «Εφαρμόζουμε ένα πλαίσιο για την παρακολούθηση των επιδόσεων των εθνικών οικονομιών και στο βαθμό που αυτό θα ισχύει για όλους, δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητη η επιβολή επιπλέον σκληρών προϋποθέσεων. Πρέπει κάποια στιγμή να εμπιστευθούμε ο ένας τον άλλο, και στο επίπεδο του Συμβουλίου. Ο λόγος για τον οποίο θέλουμε να κάνουμε τις μεταρρυθμίσεις αυτές είναι επειδή μακροπρόθεσμα, ακόμη και μεσοπρόθεσμα, θα είναι θετικές για την οικονομία. Το να δαπανήσεις απλώς τα χρήματα αυτά θα ήταν το ευκολότερο πράγμα. Το ερώτημα που τίθεται είναι τι αντίκτυπο θα είχαν τέτοιες πολιτικές. Δαπανήσαμε πολλά χρήματα για να διασφαλίσουμε τη στήριξη θέσεων εργασίας κατά την κρίση του κορονοϊού, αλλά δεν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το Ταμείο Ανάκαμψης με το ίδιο τρόπο που, περιστασιακά, στο παρελθόν έχουν χρησιμοποιηθεί κονδύλια από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ. Αν κοιτάξουμε το συνολικό αποτύπωμα των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ για την Ελλάδα, θα έλεγα ότι κυμάνθηκε στο μέσο όρο η δουλειά που έγινε στην αξιοποίηση όσων μας προσφέρθηκαν».
Για τη βιωσιμότητα του χρέους
Σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να βγαίνει τακτικά στις αγορές και να δανείζεται με επιτόκια που θα ήταν αδιανόητα, όπως είπε, πριν από έναν χρόνο. «Συνεπώς το προφίλ του χρέους μας έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, προφανώς έχουμε πληγεί επειδή έχει μειωθεί το ΑΕΠ μας, αλλά αν επιστρέψουμε σε πορεία ισχυρής ανάπτυξης, όπως σχεδιάζαμε πριν από τον κορωνοϊό, δεν θεωρώ ότι η βιωσιμότητα του χρέους θα αποτελέσει πραγματικό ζήτημα για την Ελλάδα. Μέχρι το 2032 δεν έχουμε κανένα πρόβλημα αναφορικά με το πρόγραμμα αποπληρωμής του χρέους», τόνισε.
Για τα επενδύσεις
Αναφερόμενος στις επενδύσεις είπε ότι είμαστε ανοικτοί σε όλους τους αξιόπιστους επενδυτές. «Μια μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, είτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων, και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις παρά τα εμπόδια του κορονοϊού, είτε μέσω νέων παραγωγικών και πράσινων επενδύσεων. Ξέρουμε ότι πρέπει να αυξήσουμε τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ», σημείωσε.
Ειδικά για τις κινεζικές επενδύσεις είπε τα εξής: «Δεν έχουμε μεγάλη εξάρτηση από τις κινεζικές επενδύσεις. Πραγματοποίησαν μία μεγάλη επένδυση στο λιμάνι του Πειραιά, η οποία ήταν πολύ επιτυχημένη και έχουμε συμφωνήσει με την COSCO σε ένα σχέδιο για το πώς θα προχωρήσουν. Και φυσικά θα τηρήσουμε τις δικές μας δεσμεύσεις και εκείνοι θα τηρήσουν τις δικές τους. Βέβαια, η κατάσταση αναφορικά με το πώς αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση την Κίνα -και πιστεύω ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μία ενιαία φωνή με σιγουριά- έχει ανακύψει ξαφνικά ως σημαντική γεωπολιτική πρόκληση για την ΕΕ. Δεν βλέπω όμως άλλες ευρωπαϊκές χώρες να σταματούν τη συνεργασία τους με την Κίνα ή να απαγορεύουν τις κινεζικές επενδύσεις. Η Κίνα είναι, προφανώς, σημαντική για εμάς, αποτελεί σημαντική αγορά για τον τουρισμό. Η Κίνα θα είναι πιθανώς η μεγαλύτερη αγορά του τουριστικού μας κλάδου για την επόμενη δεκαετία».
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις
Για τις σχέσεις με την Τουρκία και την τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο Ερντογάν ο πρωθυπουργός ανέφερε: «Κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι όταν συναντήθηκα για πρώτη φορά ως νεοεκλεγείς πρωθυπουργός με τον Πρόεδρο Ερντογάν, τον Σεπτέμβριο του 2019 στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, του δήλωσα ευθέως ότι προσβλέπω στο άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά αυτό θα σήμαινε ότι πρέπει να σταματήσουμε την επιθετική συμπεριφορά, να διασφαλίσουμε ότι διατηρούμε σχέσεις καλής γειτονίας και να βασιστούμε στο διεθνές δίκαιο για να επιλύσουμε οποιεσδήποτε διαφορές μπορεί να έχουμε. Δυστυχώς, η απάντηση της Τουρκίας δεν είναι μέχρι στιγμής αυτή που ήλπιζα, καθώς συμπεριφέρεται με αυξανόμενη επιθετικότητα στην ανατολική Μεσόγειο, υπέγραψε ένα μνημόνιο κατανόησης, το οποίο θεωρούμε εντελώς παράνομο, για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης και δραστηριοποιείται πολύ έντονα στη Λιβύη κατά πλήρη παράβαση όσων συμφώνησε να πράξει στη Διαδικασία του Βερολίνου. Πραγματοποιεί παράνομες γεωτρήσεις στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της Κύπρου. Ουσιαστικά, είπαμε ότι αυτή συμπεριφορά δεν μπορεί να συνεχιστεί πλέον. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία παραμένουν ανοικτοί».
ΑΠΕ