Η διατήρηση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, που συνοδεύονται από έκτακτες φορολογίες όπως η εισφορά αλληλεγγύης αλλά και ο εξωπραγματικός ΕΝΦΙΑ που διαλύει τη μεσαία τάξη, έχει εξουθενώσει τα νοικοκυριά που παρακολουθούν παραδομένα πλέον τη διόγκωση των οφειλών τους.
Είναι ενδεικτικό ότι στο διάστημα 2013-2018 τα χρέη προς την εφορία σχεδόν διπλασιάστηκαν. Συγκεκριμένα, από 53,01 δισ. που ήταν το 2013 ανήλθαν τον Σεπτέμβριο του 2018 στα 103,1 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 50,59 δισ. ευρώ. Και το χειρότερο είναι ότι στο προαναφερθέν διάστημα εισπράχθηκαν περίπου 25 δισ. ευρώ μέσω των κατασχέσεων και της ένταξης των φορολογουμένων στις ρυθμίσεις του υπουργείου Οικονομικών (ρύθμιση 100 δόσεων και πάγια ρύθμιση 12 δόσεων).
Παρά το γεγονός ότι εισπράχθηκε ένα πολύ μεγάλο ποσό, τα χρέη συνεχίζουν να αυξάνονται, με τους φορολογούμενους όχι μόνο να μην μπορούν να αντιδράσουν αλλά και να σηκώνουν τα χέρια ψηλά απέναντι στη «βροχή» κατασχέσεων και τις απειλές της εφορίας.
Από τα 74,7 δισ. που ανέρχονται τα μέτρα τα οποία έχουν ληφθεί στα χρόνια των μνημονίων και αφορούν μισθολογικές περικοπές, περιστολή λειτουργικών δαπανών, αλλά κυρίως νέους φόρους, τόσο στο εισόδημα όσο και στην κατανάλωση, ελάχιστα έχουν εισρεύσει στον κρατικό κορβανά. Δηλαδή από τους φόρους που επιβλήθηκαν στο προαναφερθέν διάστημα κανείς δεν προστέθηκε στα ταμεία του Δημοσίου, αλλά αντίθετα προστέθηκαν στον… πίθο των Δαναΐδων («τετρημένον πίθον»).
Η φοροδιαφυγή οργίασε, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί κατέρρευσαν και αυτό που επιτεύχθηκε ήταν ο αφανισμός της μεσαίας τάξης, που επί της ουσίας όλα αυτά τα χρόνια χρηματοδοτούσε τις ανάγκες του κράτους.
Η ίδια λανθασμένη πολιτική ακολουθείται και σήμερα, με αποτέλεσμα τα ληξιπρόθεσμα χρέη να διογκώνονται, εξαιτίας της αδυναμίας των φορολογουμένων να πληρώσουν τους φόρους τους.
Και αντί το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί ριζικά, το νέο «πακέτο» της κυβέρνησης για το 2019 εξαντλείται σε επιδοματικού χαρακτήρα μέτρα με προεκλογική σκόπευση, χωρίς ίχνος αναπτυξιακής διάστασης ώστε να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία.
Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι οφειλέτες του ελληνικού Δημοσίου έφθασαν τον Σεπτέμβριο τα 4.312.395, όταν το 2010 δεν ξεπερνούσαν το 1.000.000.
Και το νούμερο αυτό των οφειλετών που αντιστοιχεί στους μισούς φορολογούμενους έχει παγιωθεί. Κάθε χρόνο δηλαδή πολλοί φορολογούμενοι αναγκάζονται να αφήσουν απλήρωτους φόρους αδιαφορώντας πλέον για τις συνέπειες, καθώς δεν έχουν την παραμικρή διέξοδο.
Με βάση τα στοιχεία το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος Σεπτεμβρίου εκτινάχθηκε στα 103,1 δισ. ευρώ. Από την επεξεργασία των στοιχείων σε μηνιαία βάση διαπιστώνουμε ότι τον Ιούλιο (στοιχεία κατά την 1/8/2018) αυξήθηκε κατά 345,82 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην επιβάρυνση από τη λήξη της πρώτης δόσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Η αύξηση συνεχίστηκε και τον Αύγουστο (στοιχεία κατά την 1/9/2018) και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό (939,50 εκατ. ευρώ). Τον Σεπτέμβριο (στοιχεία κατά την 1/10/2018) παρατηρήθηκε νέα αύξηση του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου κατά 449,92 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, που οφείλεται στην επιβάρυνση από λήξεις των δόσεων του φόρου εισοδήματος και του ΕΝΦΙΑ.
Από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι και τα τέλη Σεπτεμβρίου έχουν δημιουργηθεί νέες οφειλές ύψους 7,84 δισ. ευρώ. Οπως δείχνουν τα στοιχεία, τα ληξιπρόθεσμα χρέη μέχρι το τέλος του έτους θα φθάσουν στα 106 δισ. ευρώ.
Και αυτό καθώς τα χρέη των φορολογουμένων αυξάνονται τα τελευταία χρόνια κατά περίπου 1 δισ. ευρώ τον μήνα. Υπενθυμίζεται ότι το 87% των οφειλετών χρωστάει μόλις το 2,5% του συνολικού ποσού, ή διαφορετικά 3.569.975 φορολογούμενοι χρωστούν μέχρι 5.000 ευρώ.