Του Νικολάου Χανδράκη, συν/χου δασκάλου
Κάθε πρωί με το δροσιό που ανοίγει το λουλούδι.
Αφουγκραστείτε να σας πω λυπητερό τραγούδι.
Τραγούδι να το μάθετε τραγούδι να το λέτε
και της Δαμάστας το χωριό να κάθεστε να κλαίτε.
Αντάρτες κατεβήκανε στο Δαμαστό το λένε
και σαμποτάζ εκάμανε στους Γερμανούς που φταίνε.
Μετά ημέρες τέσσερις λίαν πρωί ξυπνούμε
και στο χωριό μας Γερμανούς πάρα πολλούς θωρούμε.
Και διαταγή εδώκανε όλοι να κατεβούμε
γρήγορα στον αμαξωτό που θέλουν να μας πούνε.
Κι αφού μας εμαζώξανε εις το χωριό εμπήκαν
εκάμανε την έρευνα τίποτε δεν ευρήκαν.
Αμέσως εφωνάξανε ό,τι έχει ο καθένας
να φάμε και να φύγομε δεν βλάπτομε κανένα.
Εφάγανε και φύγανε. Χωρίς αμφιβολία
δε θα μας κάμουν τίποτα δεν έχομε αιτία.
Το βράδυ πάλι εγύρισαν και στο χωριό καθίσαν
και με μεγάλη υπομονή το μπλόκο μας εστήσαν.
Εις το χωριό καθίσανε μια δεκαριά ημέρες
και μέσα, εφωνάζανε στους νέους και στις νέες.
Μη φεύγετε από το χωριό, για τʼ όσους και να βρούμε
μακριά απʼ έξω απʼ το χωριό αντάρτες θα τους πούμε.
Χρόνια σαράντα τέσσερα και χίλια εννιακόσια
ήταν που οι Γερμανοί μας εξεθεμελιώσα.
Εικοσιμία τʼ Αύγουστου που νάθελα μη σώσει
εκείνη ημέρα το πρωί και να μην ξημερώσει.
Δευτέρα μέρα ήτανε η μαυροαραχνιασμένη
πούκαψαν τη Δαμάστα μας την πενταπλουμισμένη.
Ακόμα αξημέρωτα στους δρόμους εφωνάζαν
πάρετε δυο μερώ τροφή σας φτάνει μια για πάντα.
Τις πόρτες τα παράθυρα με πέτρες τα χτυπούσαν
γρήγορα κάτω, γρήγορα, μας εκακοποιούσαν.
Γρήγορα σας φωνάζομε μη μας αργοπορείτε
και όλα αυτά που έχετε εδώ θα μας τʼ αφήστε.
Κι αφού μας εμαζώξανε άνδρες γυναίκες χώρια
άρχισαν κλάμα τα παιδιά οι γυναίκες μοιρολόγια.
Τους άνδρες τους εβάλανε σε μια μεγάλη μάντρα
κι αμέσως ξεδιαλέξανε τριάντα παλικάρια.
Κι από τους διαλεχτούς αυτούς τους δεκαπέντε παίρνουν
στʼ αμάξι τους εβάλανε σʼ ένα βουνό πηγαίνουν.
Κι ευθύς τʼ αμάξι γύρισε και εις το Κερατίδι
πήγαν και τσʼ άλλους τους μισούς οι λυσσασμένοι σκύλοι.
Εκεί τους εκτελέσανε μετά τους παρετάνε
άταφους μες στην ερημιά οι σκύλοι να τους φάνε.
Μετά τʼ αμάξια γύρισαν κι όλους τους άλλους παίρνουν
και στα συρματοπλέγματα γρήγορα τους πηγαίνουν.
Δαμάστα μου όμορφο χωριό τίποτε δεν σʼ αφήσαν
τις πέτρες και τα χώματα κι εκείνα τα μαυρίσαν.
Μα τα καλά που έχασες δεν μας στενοχωρούνε
τα παλικάρια που ʽχασες θα κλαίμε ώστε να ζούμε.
Τριάντα τρία θύματα από το σαμποτάζι
είχες χωριό μου όμορφο που ήταν ένα χάζι.
Ητανε όλοι νέικοι κι όμορφα παλικάρια
ήταν απʼ όλο το χωριό τα πιο καλά βλαστάρια.
Ητανε και εγγράμματοι ήταν και παντρεμένοι
ήτανε και ελεύθεροι και αρραβωνιασμένοι.
Απʼ της Δαμάστας το χωριό ξένοι μου σαν περνάτε
παρακαλώ το χώμα της μην το βαροπατάτε.
Γιατί είναι χώματα ιερά χιλιοβασανισμένα
και με μαρτύρων αίματα περίσσια ποτισμένα.
Μόνο λιβάνι πάρετε και κάφτε στα μνημεία
και πέστε μεσʼ απʼ την ψυχή’ Η μνήμη σας αιωνία