Μόσιαλος: Τι μάθαμε και τι πρέπει να κάνουμε τώρα για τον κορωνοϊό

Σε όσα μάθαμε στους 9 μήνες της πανδημίας του κορωνοϊού αναφέρεται σε ανάρτησή του στο facebook ο καθηγητής πολιτικής της υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος. Παράλληλα αναφέρεται στα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν.

Όπως χαρακτηριστικά λέει «πέρασαν περίπου 9 μήνες από τη διαπίστωση της νέας ασθένειας που πλέον όλοι γνωρίζουμε ως νόσο του COVID-19. Το 2020 είναι η χρονιά της πανδημίας και του lockdown, που φρέναρε την οικονομία του πλανήτη και επηρέασε πολυδιάστατα τη ζωή όλων μας, ευπαθών και μη, γονέων και μη, εργαζομένων και μη».

Σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απαριθμεί 20 σημεία σχετικά με τον φονικό ιό.

Η ανάρτηση του Ηλία Μόσιαλου

Η νόσος του COVID-19 δεν «είναι μια γρίπη» και η θνητότητά της είναι πολλαπλάσια της γρίπης. Για παράδειγμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι τις 10 Σεπτέμβρη πέθαναν περίπου 196.000 άνθρωποι από COVID-19, ενώ τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) εκτιμούν πως υπήρχαν 24.000-62.000 θάνατοι που σχετίζονται με τη γρίπη κατά τη διάρκεια του 2019-2020.
Οι επιπτώσεις της νόσου διαφοροποιούνται σημαντικά ανά ηλικιακή ομάδα και ενώ όλοι μπορούν δυνητικά να κολλήσουν, η θνητότητα είναι δυσανάλογα μεγάλη στις μεγαλύτερες ηλικίες, και ειδικότερα στους άνδρες άνω των 60.
Τα υποκείμενα νοσήματα, όπως η παχυσαρκία, ο διαβήτης, η υπέρταση και τα αναπνευστικά νοσήματα, μπορούν να εντείνουν την επίπτωση της νόσου. Αρα χρειάζεται έλεγχος των υποκειμένων νοσημάτων.
Το ποσοστό των ασθενών που βιώνουν τη νόσο ασυμπτωματικά είναι σημαντικό και αυτό δυσχεραίνει τον έλεγχο της διασποράς. Τo CDC τον Ιούλιο εκτιμούσε ότι τουλάχιστον το 40% των ατόμων που έχουν μολυνθεί με COVID-19 είναι ασυμπτωματικά.
Οι ιατρικές επιπτώσεις είναι συστημικές και δεν αφορούν μόνο το αναπνευστικό σύστημα. Δυστυχώς μπορεί να είναι και μακροχρόνιες, ακόμη και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς.
Ο ιός μεταδίδεται και με σταγονίδια και αερογενώς, άρα χρειάζεται συστηματικός έλεγχος και προστασία για την αερογενή μετάδοση και αερισμός με φρέσκο αέρα στους κλειστούς χώρους.
Δεν είναι εποχική νόσος, αλλά παρατηρούμε μικρότερη ένταση το καλοκαίρι, και γιατί κινούμαστε σε εξωτερικούς χώρους, αλλά και γιατί έχουμε μάθει να προστατευόμαστε εφαρμόζοντας φυσικές αποστάσεις και φορώντας μάσκα.
Ο ιός δεν έχει εξασθενήσει. Εχουμε περισσότερα κρούσματα σε σύγκριση με τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, και λιγότερες εισαγωγές στα νοσοκομεία. Αυτό όμως συμβαίνει γιατί τα κρούσματα αφορούν νεότερα άτομα τώρα. Αν όμως ξεφύγει ο αριθμός των κρουσμάτων θα υπάρξει διασπορά στις ευπαθείς και στις ευάλωτες ηλικιακά ομάδες.
Η μετάδοση είναι ευκολότερη στους κλειστούς χώρους και όπου υπάρχει συνωστισμός και μεγάλες συγκεντρώσεις. Αυτό επιβάλλει τη λήψη μέτρων έτσι ώστε να υπάρχει αποσυμφόρηση στους κλειστούς χώρους και περισσότερα δρομολόγια στα μέσα μεταφοράς. Προσαρμοσμένοι εργασιακοί μετασχηματισμοί πρέπει να δρομολογηθούν, όπως λιγότεροι εργαζόμενοι ανά χώρο και ενθάρρυνση της τηλεργασίας, καθώς και δυνατότητα στoυς ευπαθείς ή τους σχετιζόμενους με ευπαθείς ομάδες, να συνεχίζουν να εργάζονται από το σπίτι. Στα σχολεία εφόσον δεν γίνεται μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, λόγω δημοσιονομικού προβλήματος όπως δήλωσε η κυβέρνηση, τότε πρέπει να τηρούνται αυστηρά τα υπόλοιπα μέτρα: μάσκες, υγιεινή χεριών και φρέσκος αέρας στις αίθουσες, και συνέχιση της τηλεκπαίδευσης για τα παιδιά που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες ή έχουν γονείς και παππούδες/γιαγιάδες που ανήκουν σε αυτές.
Χρειάζεται σαφής και σταθερή εθνική στρατηγική και επικοινωνιακή πολιτική, χωρίς αλλαγή των μηνυμάτων αλλά προσαρμογή αυτών όταν αλλάζουν τα επιστημονικά δεδομένα. Η μάχη κατά της πανδημίας δεν είναι σπριντ, και δεν θα είναι ούτε μαραθώνιος. Η μάχη είναι όμως αγώνας για δρομείς μεγάλων αποστάσεων και χρειάζονται αντοχές.
Η εθνική στρατηγική οφείλει να προσεγγίσει την πανδημία διεπιστημονικά. Η αντιμετώπιση της πανδημίας θα βελτιωθεί σημαντικά με τη συμβολή ειδικών στους επιστημονικούς τομείς της δημόσιας υγείας, συμπεριφοράς, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, μεγάλων δεδομένων και επιχειρησιακής έρευνας.
Η αντιμετώπιση των διαφωνούντων με τα μέτρα δεν μπορεί να γίνεται μόνο με διοικητικές παρεμβάσεις. Χρειάζεται κινητοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Αλλά αυτό προϋποθέτει τη σύμπραξη της πολιτείας με τα πολιτικά κόμματα, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους φορείς των εργαζομένων και των εργοδοτών, και τους κοινωνικούς φορείς. Η προσπάθεια πρέπει να είναι συναινετική και εθνική.
Εχουμε ενθαρρυντικά νέα όσον αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση, όπως η χρήση κορτικοστεροειδών – όπως η δεξαμεθαζόνη – σε COVID-19 ασθενείς που νοσούν σε κρίσιμη ή σοβαρή κατάσταση. Η ρεμδεσιβίρη επίσης αποτελεί θεραπευτική αγωγή για τους ασθενείς που χρειάζονται συμπληρωματικό οξυγόνο, και είμαστε σε αναμονή για αποτελέσματα από μελέτες με θεραπευτικά αντισώματα και άλλες θεραπείες. Εχουμε επίσης καλύτερη χρήση οδηγιών στις ΜΕΘ με αποτέλεσμα τη μείωση της θνητότητας στις ΜΕΘ για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Μάθαμε επίσης ότι δύο φάρμακα που διαφημίστηκαν παλιότερα ως «σωτήρια» απέχουν πολύ από το να τιμούν τον τίτλο, γιατί δεν δουλεύουν. Η προσθήκη της αζιθρομυκίνης και της υδροξυχλωροκίνης στη θεραπευτική αγωγή δεν βελτίωσε τα κλινικά αποτελέσματα.
Γνωρίζουμε πως όσον αφορά την ανοσία, για παράδειγμα στην Ισλανδία, η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών που εξετάστηκαν είχε αναπτύξει αντισώματα τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά τη διάγνωση.
Οι χώρες που επιδίωξαν να πετύχουν ανοσία της αγέλης, είτε άμεσα είτε έμμεσα, απέτυχαν. Στη Σουηδία, με χαλαρότερα μέτρα αρχικά αυτό δεν επιτεύχθηκε και λιγότερο από το 10% του πληθυσμού προσβλήθηκε από τον ιό.
Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το σουηδικό παράδειγμα; Ναι, υπό τους εξής όρους:
– αν το 50% των εργαζομένων τον Μάρτιο ήταν σε τηλεργασία όπως στη Σουηδία
– αν είχαμε τη μικρή πυκνότητα του πληθυσμού της Σουηδίας
– αν ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων πήγαινε στη δουλειά με ποδήλατο ή περπατώντας
– αν είχαμε τη δομή της σουηδικής οικογένειας, που οι ηλικιωμένοι δεν μένουν μαζί με τα εγγόνια τους και περίπου το 50% είναι μονογονεϊκές οικογένειες
– αν οι πολίτες είχαν την ίδια εμπιστοσύνη στους θεσμούς όπως οι Σουηδοί και ακολουθούσαν σχεδόν όλοι τις οδηγίες των ειδικών
– αν είχαμε δεχθεί να έχουμε το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, που πλησιάζει τις 6.000 στη Σουηδία.
Είδαμε τις αδυναμίες του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα: ένα ανεπαρκές σε υποδομές εκπαιδευτικό σύστημα κι ένα σύστημα υγείας με πολλά λειτουργικά κενά. Εγιναν σημαντικές προσπάθειες ενίσχυσης του συστήματος υγείας αλλά χρειάζονται πλέον δομικές αλλαγές. Πρέπει να γίνουμε ένα κοινωνικό κράτος που βασίζεται σε ουσιαστικές και ποιοτικές υπηρεσίες.
Η διακοπή στις κλινικές δοκιμές για το εμβόλιο της Οξφόρδης δεν είναι ένα βήμα πίσω, είναι σημείο ελέγχου της μελέτης. Είναι θετικό ότι υπάρχει διαφάνεια. Είναι πιθανό να έχουμε εμβόλιο στους επόμενους μήνες αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, τη διάρκεια της ανοσίας και το ποσοστό του πληθυσμού που θα εμβολιαστεί.
Είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για την επόμενη φάση. Γνωρίζουμε ότι τα μέτρα δημόσιας υγείας λειτουργούν. Εχουμε κάποια μέσα θεραπευτικής αντιμετώπισης και καλύτερη υποδομή στο σύστημα υγείας, και θα γίνουν έγκαιρα και οι εμβολιασμοί για τη γρίπη. Πρέπει όμως να σχεδιαστεί προσεκτικά η επιστροφή στους εργασιακούς χώρους. Να υπάρχει συστηματική επιτήρηση στα σχολεία και μεγαλύτερη διαθεσιμότητα και επάρκεια σε διαγνωστικά τεστ.

Οπως είχα τονίσει από την αρχή της πανδημίας, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και σχέδιο για τα νοσοκομεία, τους οίκους ευγηρίας, τα στρατόπεδα, τις φυλακές και τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων, για να αποφύγουμε την αυξημένη διασπορά της νόσου στους χώρους αυτούς. Δεν υπάρχουν περιθώρια για αντανακλαστικές κινήσεις και αποσπασματικές δράσεις.

 

 

 

 

Πηγή: iefimerida.gr

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content