Σαν σήμερα το 1973, ο Αμερικανός Πρόεδρος Νίξον ανακοίνωνε την απόφαση για κατάπαυση του πυρός στο Βιετνάμ.
Από το 1945 που διακήρυξε την ανεξαρτησία του ο λαός του Βιετνάμ (βορείου και νοτίου) ενεπλάκη σε πολεμικές συγκρούσεις – είτε εμφύλιες είτε εναντίον των Γάλλων και των Αμερικανών – που διήρκεσαν ως το 1976. Η εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών από το 1964 ως το 1973 κόστισε τη ζωή σε 47.000 αμερικανούς στρατιώτες, 225.000 στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού του Νοτίου Βιετνάμ, 900.000 Βίετ Κονγκ και στρατιώτες του Βορείου Βιετνάμ. Ο αριθμός των τραυματιών ανυπολόγιστος.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρητικά η μάχη ήταν μεταξύ του Δημοκρατικού Στρατού του Βιετνάμ (Βόρειο Βιετνάμ) και της Δημοκρατίας του Βιετνάμ (Νότιο Βιετνάμ). Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας πόλεμος μέσω αντιπροσώπων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, ένας από τους πολλούς που έγιναν λόγω της απροθυμίας των υπερδυνάμεων να εμπλακούν σε απευθείας πόλεμο μεταξύ τους που ίσως θα κατέληγε σε πυρηνική καταστροφή. Αμερικανοί στρατιώτες είχαν ήδη εμπλακεί από το 1959, αλλά σε μεγάλους αριθμούς κατέφθασαν κατά το 1965.
Στις 31 Μαρτίου 1968, σε τηλεοπτικό διάγγελμα στον αμερικανικό λαό, ο Τζόνσον ανήγγειλε τη διακοπή των βομβαρδισμών του Βορείου Βιετνάμ, το οποίο καλούσε σε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις. Στο τέλος του διαγγέλματος έκανε µία από τις πιο δραματικές κινήσεις στην πρόσφατη αμερικανική ιστορία δηλώνοντας: «Δεν θα επιδιώξω και δεν θα αποδεχθώ το χρίσμα του κόμματός µου για άλλη µία θητεία ως πρόεδρός σας». Η απομάκρυνση του Τζόνσον από τις εκλογές του 1968 μετέτρεψε την επίθεση Τετ σε λαμπρή νίκη του Χο Τσι Μιν. Με την πολιτική κατάρρευση του προέδρου Τζόνσον που είχε εκλεγεί λίγα χρόνια νωρίτερα µε το υψηλότερο ποσοστό των ψήφων στην αμερικανική ιστορία, το Βόρειο Βιετνάμ πέτυχε ιστορική νίκη στο κέντρο βάρους του αντιπάλου του, που ήταν η αμερικανική κοινωνία. Από την επίθεση του Τετ φάνηκε ότι ο πόλεμος δε διεξάγεται μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της πληροφόρησης και της προπαγάνδας.
Η αμερικανική πολιτική ηγεσία αναγκάστηκε να αλλάξει τη στρατηγική της. Στόχος τους τώρα ήταν η σταδιακή απεμπλοκή τους από το Βιετνάμ και η ταυτόχρονη ενίσχυση των νοτιοβιετναμικών δυνάμεων ώστε να αναλάβουν αυτοί τις ευθύνες του πολέμου. Μέχρι το τέλος του 1970 είχαν αποσυρθεί 122.000 Αμερικανοί στρατιώτες και όλα τα άλλα ξένα τμήματα. Μέχρι τον Αύγουστο του 1972 όλα τα μάχιμα αμερικανικά τμήματα είχαν εγκαταλείψει την Ινδοκίνα ενώ οι νοτιοβιετναμικές δυνάμεις έφθασαν να αριθμούν περισσότερους από 900.000 άνδρες. Στις 27 Ιανουαρίου 1973 ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συνυπέγραψε με εκπρόσωπο της κυβέρνησης του Βορείου Βιετνάμ τη συμφωνία κατάπαυσης των εχθροπραξιών και την αποχώρηση όλων των αμερικανικών δυνάμεων εντός 60 ημερών. Η συμφωνία αυτή ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση και παρέδιδε το Νότιο Βιετνάμ στους Βιετκόνγκ.
Το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου 1975, οι δυνάμεις των κομμουνιστών διέλυσαν τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις και κατέλαβαν τη Σαϊγκόν. Το μεσημέρι της 30ής Απριλίου, την ώρα που το τελευταίο ελικόπτερο απομακρυνόταν από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, στον περίγυρο αυτής εισερχόταν το πρώτο άρμα των Βορειοβιετναμέζων. Έτσι για πρώτη φορά οι ΗΠΑ, η υπερδύναμη με το ανεξάντλητο δυναμικό και την τελειότερη τεχνολογία, παρόλο που θυσίασαν τις ζωές 60.000 περίπου Αμερικανών και δαπάνησαν 150 δισεκατομμύρια δολάρια έχασαν τον πόλεμο. Η αμερικανική κοινή γνώμη δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η τιμή, η υπερηφάνεια και το γόητρο της χώρας τους καταρρακώθηκαν στις ζούγκλες και τα έλη του Βιετνάμ από τους Βιετναμέζους αντάρτες.