Φοροδιαφυγή και ποινική καταστολή: επιστροφή στην κανονικότητα ή οι Financial Times έχουν δίκιο;

Του Αργύρη Αργυριάδη(*)

Τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, οι πανικόβλητες προσπάθειες των εκάστοτε κυβερνώντων να αποφύγουν την κρατική χρεοκοπία συνοδεύτηκαν και από ένα κυνήγι μαγισσών. Συλλήψεις με την αυτόφωρη διαδικασία και ποινικές καταδίκες με συνοπτικές διαδικασίες όσων είχαν το στίγμα του «φοροφυγά», ήταν στην ημερήσια διάταξη προς τέρψιν ενός χειμαζόμενου λαού.

Η διαπίστωση ότι η φοροδιαφυγή ήταν – και ίσως παραμένει σε μεγάλο βαθμό – «εθνικό σπορ», σε μια χώρα με χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αποτελεί κοινό τόπο. Ωστόσο, μέχρι την έναρξη του μνημονιακού πανζουρλισμού δεν ήταν σχεδόν νομοτελειακή η ποινική καταδίκη επειδή έτσι έκριναν οι ελεγκτικές αρχές. Το βάσιμο ή μη των πορισμάτων των φορολογικών ελέγχων περνούσε από τη βάσανο της δικαστικής κρίσης. Και όχι οποιουδήποτε δικαστή, αλλά του διοικητικού δικαστή που κατά τεκμήριο είχε ιδιαίτερη – αν όχι αποκλειστική – γνώση του φορολογικού δικαίου. Εάν πράγματι η δικαστική κρίση αμετακλήτως συνέπιπτε με εκείνη των φορολογικών ελεγκτών ξεκινούσε και η ποινική καταστολή. Δηλαδή οι ποινές φυλάκισης (ή κάθειρξης ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης) ακολουθούσαν τη δικαστική οριστικοποίηση των προστίμων και όχι το αντίθετο.

Με το Ν. 4745/2020, που ισχύει από 6.11.2020, επιστρέφουμε στην κανονικότητα. Όχι, όμως, σε μια ράθυμη κανονικότητα, αλλά ορθολογική. Ο ποινικός δικαστής δεν έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε το γνωστικό υπόβαθρο – πλην ελαχίστων λαμπρών εξαιρέσεων – να ελέγξει την ορθότητα μιας φορολογικής υπόθεσης. Ωστόσο, λόγω της ταχύτερης απονομής της ποινικής δικαιοσύνης επιλαμβάνονταν τις περισσότερες φορές της υποθέσεως πολύ νωρίτερα της διοικητικής δικαιοσύνης με αποτέλεσμα ουκ ολίγες φορές να οδηγούνται σε εκ διαμέτρου αντίθετες κρίσεις (όχι πάντα σε βάρος του φορολογούμενου, αλλά σίγουρα σε βάρος της αλήθειας και κατ’ επέκταση της δικαιοσύνης). Το αποτέλεσμα ήταν η Ολομέλεια του ΣτΕ με πρόσφατη απόφασή της (359/2020) να κρίνει – ερμηνεύοντας τόσο το Ευρωενωσιακό Δίκαιο όσο και την ΕΣΔΑ – ότι τα διοικητικά δικαστήρια οφείλουν να υιοθετούν τις αμετάκλητες ποινικές αποφάσεις, όταν διαπιστώνουν ότι οι δύο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) επιδιώκουν κοινούς σκοπούς και δεν αφορούν σε διαφορετικές όψεις της ίδιας παράνομης συμπεριφοράς. Κατόπιν τούτου, εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ προστίμων οδηγούνται σε οριστική διαγραφή ακόμη και εάν ο «φυσικός φορολογικός» δικαστής κρίνει ότι καλώς επιβλήθηκαν.

Αυτή τη δικαιοδοτική διχοστασία ήρθε να θεραπεύσει η νέα παρέμβαση του νομοθέτη, καθόσον η ποινική διαδικασία αναστέλλεται – δίχως να τίθεται ζήτημα παραγραφής, λόγω αναστολής των σχετικών προθεσμιών – μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από τα διοικητικά δικαστήρια. Συνεπώς, όλες οι ποινικές δίκες φοροδιαφυγής σταματούν στο σημείο που βρίσκονται σήμερα (άρθρο 32 του Ν. 4745/2020) και μπαίνουν προσωρινά στο αρχείο των δικαστηρίων μέχρι να ολοκληρωθεί αμετάκλητα η διοικητική δίκη. Εάν, όμως, ο φορολογούμενος δεν έχει αμφισβητήσει το φορολογικό καταλογισμό, η ποινική δίκη συνεχίζεται κανονικά. Συνεπώς, το σχετικό δημοσίευμα των Financial Times που αναφέρεται σε φορολογική «αμνηστία», χαριστική ρύθμιση σε φοροφυγάδες και άλλα «χαριτολογήματα», ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Εκτός εάν η Ελλάδα δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν πρέπει να εφαρμόζει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο όνομα της «δίωξης της φοροδιαφυγής» πρέπει να συνεχίσει τόσο να χάνει σημαντικά έσοδα όσο και να καταδικάζει αθώους ανθρώπους.

Η ανωτέρω νομοθετική εξέλιξη αποκαθιστά εν πολλοίς το κράτος δικαίου στη χώρα μας, αλλά απέχει ακόμη τα μάλα από το να χαρακτηριστεί ως σύγχρονο πλαίσιο αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Και τούτο διότι συνεχίζει να τιμωρεί το φορολογούμενο – πολλές φορές μάλιστα με τέτοια κριτήρια που ουσιαστικά υπονομεύουν ακόμη και τον έλεγχο από το διοικητικό δικαστή (λχ εξωλογιστικός προσδιορισμός) – δύο φορές για την ίδια πράξη. Η ποινική καταστολή μπορεί να έρχεται, πλέον, δεύτερη χρονικά, αλλά θα συνεχίσει να επιβάλλεται για την ίδια πράξη. Το πνεύμα, όμως, της ΕΣΔΑ και του Ευρωπαϊκού Δικαίου δεν είναι αυτό. Το άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και η περιλάλητη αρχή του «ne bis in idem», όπως και το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ουσιαστικά απαγορεύουν τη «διπλοτιμωρία», δηλαδή τη διπλή επιβολή κυρώσεων (ποινική και διοικητική) για την ίδια παράνομη συμπεριφορά.

Σήμερα κάναμε το πρώτο βήμα. Για ένα δίκαιο κράτος έχουμε ακόμη δρόμο πολύ…

 

 

(*) Ο κ. Αργύρης Αργυριάδης είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω – Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής & Διαχειριστής Αφερεγγυότητας

 

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content