Υπήρχε μια φορά κι έναν καιρό, μια εποχή που τα χωριά έσφυζαν από ζωή, Που οι άνθρωποι λάτρευαν την μάνα γη κι αυτή τους χάριζε απλόχερα τα αγαθά της. Ήταν μια μαγική εποχή που ο άνθρωπος αυτάρκης, ζούσε μια ζωή σκληρή, αλλά όμορφη και φυσιολογική. Μεγάλωνε μέσα στην φύση, ερωτευόταν, γεννούσε παιδιά, πολλά παιδιά που ήταν πλούτος δικός του και της πατρίδος του. Μα γλυκόλαλες σειρήνες οι επιδοτήσεις τους πλάνεψαν. « Πάρε βοσκέ κι εσύ αγρότη πάρε». Χρήμα ζεστό , χωρίς δουλειά, χωρίς παραγωγή, χωρίς κούραση. Δελεαστικές οι προτάσεις. Οι πονηροί πλούτισαν αλλά κι οι έντιμοι βολεύτηκαν. Ο πατροπαράδοτος τρόπος ζωής πήρε ν’ αλλάζει. Ερήμωσε η ύπαιθρος, χάρισαν την μεγάλη Μητέρα στ’ αγριόχορτα και άραξαν στον καναπέ ή τράβηξαν κατά την πόλη να βρουν την ντόλτσε βίτα. Όλοι πρωτευουσιάνοι πια. Τα επιδόματα του καναπέ αρκούσαν. Όλοι το είδαν σαν μια πολιτική υπέρ του αγρότη κι όμως ήταν η αρχή τους τέλους. Τα χρόνια περνούσαν κι η οικονομική κρίση έριξε την νέα γενιά την ανεργία. Οι γνώσεις τους για την καλλιέργεια της Γής ήταν μηδενικές. Ευτυχώς οι επιδοτήσεις ελαττώθηκαν, αλλά δεν κόπηκαν. Κι έτσι έμαθαν να αρκούνται στην αρχή στα λίγα, αργότερα στα ελάχιστα. Το βαθούλωμα όμως του καναπέ τους κρατούσε δέσμιους ακόμη και για Εθνικά θέματα. Ο συνταξιούχος παππούς και η γιαγιά ανέλαβαν τα έξοδα του καθημερινού φραπέ και το απαραίτητο χαρτζιλίκι. Ώσπου έφθασε σαν Αρμαγεδδών ο κορωνοϊός. Χαμός στην αγορά. Τα επανειλημμένα lockdown, έφεραν την μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων χρόνων. Πανικός, η ανεργία στα ύψη. Τόση ήταν η ανάγκη προς επιβίωση που ελαχιστοποίησε τον φόβο του ιού. « Η μάνα γη θα μας σώσει» ακούστηκε από στόματα σοφών. Οι κληρονόμοι όμως δεν γνώριζαν την τέχνη «του καλλιεργείν». Οι γέροι να είναι καλά, ογδοντάρηδες και πολυδουλεμένοι κι όμως η σχέση τους με την γη δεν σταμάτησε. Τα παιδιά, να βοηθήσουν τα παιδιά τα καλομαθημένα. Η φτώχεια γιγαντωνόταν μέρα με την μέρα, χωρίς σανίδα σωτηρίας και μαζί της γιγαντώθηκε κι ο εθελοντισμός. Ο Έλληνας έχει τα στοιχεία της φιλανθρωπίας βαθιά ριζωμένα μέσα του και τώρα που συνάνθρωποι του βρέθηκαν με μια σπρωξιά της μοίρας απ’ τα ψηλά στα χαμηλά, δεν μπορεί να καθίσει με σταυρωμένα τα χέρια. Οι μισοί Έλληνες να τρέφουν τους άλλους μισούς και το κράτος να δρέπει τις δάφνες του εθελοντισμού. « Όλοι μαζί», εκτός του κράτους που συνεχίζει να δίνει «γη και ύδωρ» προς πάσαν άλλην κατεύθυνση. Εκεί καταντήσαμε να ζητιανεύουμε δημοσίως ένα πιάτο φαγητό. Να διαφημίζουμε την φτώχεια μας. Αυτή η δύναμη της κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς που ξεπετάχτηκε μέσα από τα συντρίμμια της ψυχής των Ελλήνων και που είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να κρατηθούμε ορθοί στον τυφώνα της μνημονικής λεηλασίας και του covit19, μήπως είναι η ταφόπετρα του κράτους πρόνοιας; μήπως οι υποχρεώσεις που αφορούν αποκλειστικά το κράτος αλλάζουν χέρια κι ο εθελοντισμός γίνεται εκμετάλλευση; Κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος. Μήπως γίνονται όλα τούτα τα παράλογα για να χάσουν την δουλειά τους χιλιάδες πολίτες. Ε! κι αν την χάσουν τι γίνεται; Το μακρύ χέρι του φιλεύσπλαχνου κράτους μοιράζει επιδόματα. Η Νέα Τάξη έτσι διατάζει. Με ύφος τριών Καρδιναλίων ο Πρωθυπουργός προαγγέλλει επιδόματα. « Πάρε κι εσύ επαγγελματία, κι εσύ υπάλληλε κι εσύ άνεργε κι εσύ κι εσύ. Αριθμοί απρόσωποι που αριθμοί μένουν. Και βλέπεις τον αξιοπρεπή επαγγελματία κι υπάλληλο να απλώνει χέρι ζητιάνου στο ευσπλαχνικό κράτος. Ζητιάνος ο άλλοτε ισχυρός, κι ο ζητιάνος λαθρομετανάστης απολαμβάνει όλων των προνομίων. Κι ο Έλληνας απαντήσεις να μην βρίσκει για τις δικαιολογημένες απορίες του. Γιατί όλοι οι μικροεπιχειρηματίες σε αφανισμό; Γιατί να ευνοούνται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις κηδεύοντας την ύπαρξη των μικρομάγαζων; Γιατί η μεσαία Τάξη υπό διωγμόν, Γιατί η ελληνική παιδεία, η παράδοση ,η θρησκεία, και προπαντός η ατομική ελευθερία βάλλονται; «Πάρε το επίδομα και σκάσε, εγώ παλεύω για το καλό σου κι εσύ αχάριστε μου θες κι αγώνες». Πρόστιμα και φυλάκιση στους διαφωνούντες,( ψεκασμένους τους αποκαλεί ακόμη κι ο πρωθυπουργός). Πάρε το επίδομα και μούγκα. Μήπως τα επιδόματα λοιπόν ήρθαν για να μείνουν; Μήπως φορώντας το προστατευτικό ύφος του το κράτος, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου θα σου πει πατρικά:
«Θέσεις εργασίας δεν υπάρχουν, ούτε πρόκειται να υπάρξουν στο μέλλον, εργάσου λοιπόν εθελοντικά και μη φοβάσαι. Θα σε εφοδιάσω με κάρτα σίτισης εγώ , θα προωθήσω την ίδρυση κοινωνικών παντοπωλείων, κοινωνικών φαρμακείων, καρτών συγκοινωνίας κι ακόμη κοινωνικών ιατρείων (για τους νέους φυσικά οι γέροι τα φάγανε τα ψωμάκια τους). Μ’ όλα τούτα που σου παρέχω, είναι καταγεγραμμένα στο βραχιολάκι που θα σου φορέσω, τι θα τον κάνεις αχάριστε τον μισθό; Η ουρά βέβαια σε καθημερινή βάση. Κοινωνική η προσφορά της ουράς. Εκεί θα βλέπεις τους όμοιους σου (από απόσταση φυσικά) κι όχι πολλά, πολλά, άντε να ανταλλάσσεις και καμιά κουβέντα. Άντε και κανά χαμόγελο κεκαλυμμένο από την μάσκα , η οποία θα γίνει όπως έχεις καταλάβει μόνιμο εξάρτημά σου θες δε θες ,αφού οι ιοί πάντα θα υπάρχουν. Κι η παιδεία (μπορεί να μην είναι ελληνική) αλλά θα σου προσφέρεται δωρεάν. Δεν είμαστε ρατσιστές εμείς να κάνουμε τους αλλοδαπούς να νιώθουν μειονεκτικά εκθειάζοντας τους ηρωισμούς και τα κατορθώματα των προγόνων μας. Κι εδώ που τα λέμε τι να την κάνεις την παιδεία. Ας μάθουν γράμματα όσοι έχουν λεφτά. Κι αυτοί που θα μάθουν γράμματα, τι να τα κάνουν; Η τεχνητή, υψηλότατη, νοημοσύνη ήδη έχει πάρει την θέση του ανθρώπου. Θα σου πάρω και το σπίτι. Να σε απαλλάξω κι από τον ΕΝΦΙΑ. Τι να το κάνεις τόσο μεγάλο σπίτι, αφού παιδιά δεν έχεις να βάλεις μέσα. Πήγαινε να μείνεις στην μάνα σου . Η Ελληνίδα μάνα βρε δεν πετάει τα παιδιά της στον δρόμο. Παράδωσε και τις πινακίδες του αυτοκινήτου . Είναι πολλή ακριβή η βενζίνη παιδί μου και πολύ επικίνδυνη η οδήγηση τώρα τελευταία. Ωραία! και για λεφτά μη σκας .Δεν θα το χάσεις το καφεδάκι σου σαν πεθάνει η γιαγιά κι η μάνα σου. Θα σου δίνω κι ένα επίδομα και θα ζεις πασάς. Θα μου φιλάς τα χέρια και θα μου λες ευχαριστώ υπάκουε, υπήκοε. Όλα τσάμπα κι όπα ,όπα φίλε». Έτσι έστρωσαν χρόνια τώρα το δρόμο για το επίδομα κι όλα τα άλλα που τώρα ξεμασκαρώνονται, μα δυστυχώς ό Έλληνας εθελοτυφλεί. Όταν η μεσαία τάξη, που ακόμη στέκεται στα πόδια της, σπάσει τον κουμπαρά και θα είναι τρύπιος; Τότε τι; Εσένα Έλληνα φιλόξενε και εθελοντή θα σε παρασύρουν τρομοκρατώντας σε, ακόμη πιο πολύ και θα συγκατανεύσεις, με όσα έρχονται, όπως συγκατάνευσες και με όσα συνέβησαν ως τώρα. Κι όταν καταντήσεις πρόβατο μέσα στο απέραντο ποιμνιοστάσιο του πλανήτη, θα έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι ευτυχισμένος. Το επίδομα και το βραχιολάκι θα σε έχουν κερδίσει. Και δεν θα καταλαβαίνεις ότι αγωνίζεσαι με έναν εχθρό διαφορετικό από εσένα.
Δεν είναι ειλικρινής, αλλά ύπουλος. Δεν είναι εθνικός, αλλά διεθνής, δεν πιστεύει στην εργασία, αλλά κερδοσκοπεί με το χρήμα,δεν έχει δική του πατρίδα, αλλά αισθάνεται ότι κατέχει ολόκληρο τον κόσμο» Όλα τα εκατομμύρια δικά του και δικό σου, το επίδομα. Σκυφτός και υποτεταγμένος θα ζεις στον ψεύτικο κόσμο που σου έκτισαν οι δήμιοι και θα έχεις την ψευδαίσθηση ότι αυτό το λένε ζωή. Η αληθινή ζωή σε πείσανε ότι ήταν επικίνδυνη.
(*) Η κ. Ελένη Μανιωράκη – Ζωϊδάκη είναι δασκάλα, λογοτέχνις