Πολλοί έλληνες αξιωματούχοι, μας προϊδεάζουν ότι εάν οτιδήποτε συμβεί με την Τουρκία, εννοείται σε επίπεδο θερμού επεισοδίου ή οτιδήποτε ευρύτερου, η Ελλάδα θα είναι μόνη!
Ταυτοχρόνως όμως η Ελλάδα είναι και κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί λοιπόν να είναι μόνη, η Ελλάδα όταν ήδη υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις και πολιτικές στο επίπεδο της ενωσιακής έννομης τάξης;
Γιατί να είναι μόνη όταν υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις ήδη από το έτος 2017.
Συγκεκριμένα υπόψη του αναγνώστη ότι την 7η Ιουνίου 2017 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε τη δημιουργία «Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας», πράγμα που έτυχε θετικής ανταπόκρισης στο Συμβούλιο Κορυφής της 22ας Ιουνίου 2017
προϊστορία και ιστορία
Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παρά τις πρόνοιες μέσω του ελέγχου της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ώστε να περιορισθεί η δυνατότητα ασύμμετρων εξοπλισμών, επέβαλε στην κυρίαρχη πολιτική τάξη λόγω των συνεπειών του πολέμου, την ανάγκη δημιουργίας «αμυντικού Πυλώνα» μέσω της «Συνθήκης των Βρυξελών» (1948).
Η Συνθήκη αυτή ήταν αμιγώς αμυντική και αφορούσε αμοιβαία συνδρομή σε περίπτωση εξωτερικής ένοπλης επίθεσης. Απαρτιζόταν δε από τις χώρες της Benelux (Βέλγιο, Ολλανδία [Κάτω Χώρες] και Λουξεμβούργο) καθώς και από τη Βρετανία (Ηνωμένο Βασίλειο) και τη Γαλλία.
Ωστόσο οι προβληματισμοί της κυρίαρχης πολιτικής τάξης αφορούσαν και ιδιαίτερες πρόνοιες για μια Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (European Defense Community –ΕΑΚ–EDC).
Ένα τέτοιο σχέδιο για τη σύσταση ΕΑΚ προτάθηκε ήδη από το 1952 από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ενώ θιασώτης για τη δημιουργία ΕΑΚ ήταν και ο Ουίστον Τσώρτσιλ. Αντικειμενικός στόχος της ΕΑΚ ήταν ο σχηματισμός πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης με συμμετοχή του Βελγίου, της Ολλανδίας (Κάτω Χώρες), του Λουξεμβούργου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Η περίοδος εκείνη δεν αφορούσε μόνο προβληματισμούς και πρόνοιες των Ευρωπαίων πολιτικών. Αφορούσε και από καθέδρας παρεμβάσεις των ΗΠΑ (στο πλαίσιο Νατοϊκών σχεδιασμών) που απαιτούσαν τη συμμετοχή σε αμυντικό Πυλώνα ακόμη και της τότε Δυτικής Γερμανίας, σε περίπτωση που θα ελάμβανε σύγκρουση με την τότε Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου το σύνολο των προνοιών και προβληματισμών ήταν ενταγμένο αμιγώς στο πλαίσιο ψυχροπολεμικών πολιτικών.
Οι διαβουλεύσεις, όμως, κατά το μέρος που αφορούσαν στη «Συνθήκη των Βρυξελών», συνεχίστηκαν μέσω της «τροποποιητικής Συνθήκης των Βρυξελών» (1954) με τη συμμετοχή πλέον, λόγω απαίτησης των ΗΠΑ, πέραν των προαναφερομένων χωρών που συμμετείχαν στη Συμφωνία του 1948, και άλλων χωρών, ήτοι της Ιταλίας καθώς και της τότε Δυτικής Γερμανίας.
Τούτα όμως τα δεδομένα διαμόρφωσαν τελικώς τις προϋποθέσεις ώστε να συσταθεί η «Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση» -«Western European Union» (ΔΕΕ –WEU). Η ΔΕΕ δε, προδήλως ήταν προϊόν των απαιτήσεων της ψυχροπολεμικής περιόδου
ο «Ψυχρός Πόλεμος» και η Ευρωπαϊκή Ασφάλεια
Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα Θεσμικά Όργανα της ΔΕΕ, λόγω των νέων πολιτικών και νομικών συνθηκών, σταδιακώς υπήχθησαν στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμπολιτείας. Ειδικότερα η θεσμοθέτηση της ρήτρας αλληλεγγύης (ως βασικού κανόνα δικαίου) και η δημιουργία του διακυβερνητικού Πυλώνα άσκησης πολιτικής ασφάλειας και άμυνας, αποδυνάμωσαν ουσιωδώς την αναγκαιότητα της ΔΕΕ, με κατάληξη την απορρόφηση των λειτουργιών της από το σχετικό Πυλώνα.
Ωστόσο, προεργασία προς την κατεύθυνση της απορρόφησης των λειτουργιών της ΔΕΕ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αφορούν σημαντικές προπαρασκευαστικές πράξεις. Ειδικότερη αναφορά γίνεται:
α) στην «Έκθεση Davignon», η οποία υπεβλήθη το 1970 στη Σύνοδο Κορυφής του Λουξεμβούργου και αποτέλεσε την απαρχή της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ), η οποία λειτούργησε ανεπισήμως από το 1970, θεσμοθετήθηκε όμως επισήμως στο Λουξεμβούργο το 1986, ως «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» –«Single European Act» (ΕΕΠ-SEA) και
β) στο «σχέδιο Αιμίλιο Κολόμπο – Χανς Ντίτριχ Γκένσερ» που έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τούτων δοθέντων και ειδικότερα με βάση την προαναφερόμενη «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», της οποίας η ισχύς έλαβε χώρα την 1η Ιουλίου 1987, υιοθετήθηκε το καθήκον για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική καθώς και για κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, ενώ με την ίδια Πράξη καθιερώθηκε η «εσωτερική αγορά» ως χώρος εσωτερικών συνόρων εντός του οποίου διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των ατόμων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Συνεπώς:
Η «Έκθεση Davignon», το «σχέδιο Αιμίλιο Κολόμπο – Χανς Ντίτριχ Γκένσερ» και η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη», αφορούσαν κατ’ ουσίαν τη θεσμοθέτηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος στην Ευρώπη, και έθεσαν τα θεμέλια για τη συγκρότηση Πυλώνα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, που κατ’ ουσίαν απορροφούσε την αποστολή της ΔΕΕ.
Περαιτέρω ως προς την ιστορικότητα του υπό ανάλυση ζητήματος, κύριοι σταθμοί είναι και οι εξής:
α) Η «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» (1992-1993), εισήγαγε ως ενωσιακή λειτουργία τη Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) στον επί τούτω διαμορφωμένο διακυβερνητικό Πυλώνα. Υπ’ όψιν δε ότι με τη «Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση» ενώθηκαν οι τρεις Κοινότητες (ΕΥΡΑΤΟΜ-ΕΚΑΧ-ΕΟΚ) και θεσμοθετήθηκε συνεργασία στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης.
β) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ τον Ιούλιο του 1992 δεσμεύθηκε ώστε οι χώρες της ΔΕΕ να θέτουν στη διάθεση του ΝΑΤΟ και τις Ευρωπαϊκής Ένωσης στρατιωτικές μονάδες από όλο το φάσμα των συμβατικών τους δυνάμεων με σκοπό τις ανθρωπιστικές και ειρηνευτικές αποστολές, την πρόληψη συγκρούσεων και την αποστολή για ενέργειες που θα αφορούν την «σταθεροποίηση» στο τέλος μιας σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, έλαβε χώρα δέσμευση εμπλοκής σε κατ’ ευθείαν πολεμικές επιχειρήσεις.
γ) Το Συμβούλιο Υπουργών της ΔΕΕ στις 13ης Νοεμβρίου 2000, συμφώνησε τη μεταφορά των προηγούμενων δεσμεύσεων και λειτουργιών της ΔΕΕ στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, λόγω της εξέλιξης αυτής, αναπόφευκτη ήταν η κατάληξη της 30ης Ιουνίου 2011, οπότε η ΔΕΕ διαλύθηκε και επισήμως.
η παρούσα ιστορική φάση
Με τη «Συνθήκη της Λισαβόνας» (2007-2009) επιβεβαιώθηκε η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ) που τυποποιείται στα άρθρα 42, 43, 44, 45 και 46 ΣΕΕ.
Η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, όπως νομοθετείται στις προαναφερόμενες διατάξεις της «Συνθήκης της Λισαβόνας», αφορά πολιτικές που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ειρήνης, στην πρόσληψη των συγκρούσεων και στην ενίσχυση της διεθνούς ασφάλειας, σύμφωνα με τις Αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Υπ’ όψιν δε ότι τα κράτη μέλη θέτουν στη διάθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εφαρμογή της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας στρατιωτικές δυνάμεις, ενώ δεσμεύονται να βελτιώσουν προοδευτικά τις στρατιωτικές τους δυνατότητες.
Σε κάθε περίπτωση δε, οι αποφάσεις στον τομέα αυτό, εκδίδονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία.
Τα προαναφερόμενα οφείλει να εκμεταλλευθεί η ελληνική διπλωματία, φέρνοντας το τραπέζι όλους τους κανόνες του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, διεκδικώντας υλοποίηση των δεσμεύσεων των εταίρων, για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας!
(*) Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).