Ο Νίκος Καζαντζάκης ανύψωσε με το έργο του το νεοελληνικό πολιτισμό στην παγκόσμια σκηνή. Όμως του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας που, κατά γενική πλέον παραδοχή, ακόμα και μερικών τότε εχθρών του, έπρεπε να του απονεμηθεί.
Είναι βέβαια γνωστό, ότι ο Καζαντζάκης διεκδίκησε αυτό το βραβείο, από το 1946 μέχρι το 1957. Είναι επίσης γνωστό ότι Έλληνες ήταν εκείνοι που φρόντισαν να μη δικαιωθεί. Ήταν αντιδραστικοί κύκλοι της Εκκλησίας, του κρατικού και του «πνευματικού» κατεστημένου της εποχής. Όλοι αυτοί διακατέχονταν από απύθμενο μίσος και άμετρο φθόνο.
Η αντίδραση της Εκκλησίας για το έργο του, αποκαλύπτεται για πρώτη φορά από μια αλληλογραφία του μεγάλου στοχαστή Δημήτρη Γληνού με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Γράφει ο Γληνός την 1η Μαΐου 1930: «Φίλε κ. Ξενόπουλε. Σας γνωστοποιώ το ακόλουθο περιστατικό. Στο περιοδικό «Αναγέννηση» δημοσίευσα στα 1927 τη μελέτη του Ν. Καζαντζάκη «Salvatores Dei» ή «Ασκητική», πιστεύω να θυμόσαστε. Λοιπόν προχθές το πρωί έλαβα από τον Εισαγγελέα κλήση και προσκαλούμαστε ο κ. Καζαντζάκης και εγώ, να μας δικάσουν στο Πλημμέλημα στις 10 Ιουνίου «δι` απευθείας κλήσεως», ήτοι χωρίς ανάκριση και βούλευμα παραπεμπτικό, «επί χλευασμώ της ορθοδόξου εκκλησίας και διαταράξει της ειρήνης αυτής». Σας αναφέρω ξηρά το περιστατικό. Στοχαστείτε παρακαλώ για μια στιγμή τι σημαίνει αυτό και πάρετε θέση σε μια τέτοια κατάσταση. Με πολλή τιμή Δ. Γληνός».
Ο Ξενόπουλος δημοσίευσε στη Νέα Εστία την επιστολή συνοδεύοντάς την με σχόλιο στο οποίο, μεταξύ των άλλων, έγραφε: «Η θέση μας μπροστά στο περιστατικό που καταγγέλλει ο κ. Γληνός δεν μπορεί να είναι παρά του διαμαρτυρομένου για μια τόσο ασύστολη καταπάτηση του ιεροτέρου δικαιώματος του ανθρώπου της ελευθερίας του πνεύματος, της σκέψης…»
Ο Πέτρος Χάρης αναδημοσιεύοντας τα κείμενα στο αφιέρωμα της «Νέας Εστίας» του 1977, αναφέρει: «Θυμίσαμε αυτά τα γεγονότα κι αυτά τα κείμενα όχι για να καυχηθούμε, αλλά για να δείξουμε σε τι βαρβάρους χρόνους έζησε, εργάσθηκε και αγωνίσθηκε ο Νίκος Καζαντζάκης». Η απόφαση ήταν αθωωτική.
Όμως υπήρξε και μια άλλη δίκη που είχε προηγηθεί. Πρόκειται για την παραπομπή του μαζί με τον Ελληνορουμάνο Λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι και τον Δημ. Γληνό διότι όπως έλεγε το κατηγορητήριο, «την 11η Ιανουαρίου 1928 δια ζώσης, ήτοι λόγων τους οποίους εξεφώνισαν στο θέατρο «Αλάμπρα» διέσπειραν εν γνώσει ψευδείς ειδήσεις επιτηδείας να φέρωσιν ανησυχίας εις τους πολίτας και διεγείρωσιν απεχθείας προσκάλεσαν και ηρέθισαν τους πολίτας εις διχόνοιαν και αμοιβαίαν καταφρόνησιν και εχθροπάθειαν». Η δίκη έγινε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 1928. Παρών ήταν μόνο ο Γληνός. Ο Ιστράτι είχε ήδη απελαθεί από τις Αρχές ως ανατρεπτικό στοιχείο. Ας σημειωθεί ότι ο Ρομαίν Ρολάν τον είχε αποκαλέσει «Γκόρκυ των Βαλκανίων». Ο Καζαντζάκης έστειλε υπόμνημα από το Κίεβο όπου βρισκόταν. Μάρτυρας υπεράσπισης ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ομόφωνα αθώοι. Όλη η αναστάτωση έγινε με αφορμή μία διάλεξη που είχε οργανώσει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος με θέμα τις εντυπώσεις του Καζαντζάκη από το ταξίδι του στη Σοβιετική Ένωση. Το «Εμπρός» έγραψε τότε μεταξύ άλλων «…Ό,τι άρχισε προ ετών πολλών εις τον Βόλον με τον Δελμούζον κηρύσοντα την αθεΐαν, συνεπληρώθη εις την Αλάμπρα με τον Γληνό και τον Καζαντζάκη…»
Σε αντίθεση με την έξαλλη ρητορική της παραπάνω εφημερίδας και άλλων εντύπων, πνευματικοί άνθρωποι, που κάθε άλλο παρά αριστεροί θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν, κυκλοφόρησαν κείμενο με ρητή καταγγελία για την εκδηλωθείσα εχθρότητα κατά του Ελληνορουμάνου λογοτέχνη. Πρόκειται για τους Κώστα Ουράνη, Φώτη Κόντογλου και Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στο κείμενο αυτό, εκτός των άλλων έλεγαν: «Η στάση αυτή προσβάλλει την διανόηση και τον πολιτισμό του τόπου μας. Αναγκαζόμαστε να διαμαρτυρηθούμε εντονότατα». Ο Καζαντζάκης βέβαια δεν υπήρξε κομμουνιστής. Τον επηρέασε βαθιά το ανθρωπιστικό στοιχείο της κοσμοθεωρίας του Μαρξισμού. Ακόμη και τότε που ενθουσιάστηκε από το πείραμα της Σοβιετικής Ένωσης, διατύπωσε τις επιφυλάξεις του τονίζοντας τον φόβο της επικράτησης μιας κομματικής γραφειοκρατικής αυταρχικής εξουσίας.
Το Οκτώβριο του 1944, ο Γεώργιος Παπανδρέου, Πρωθυπουργός της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, μόλις είχε απελευθερωθεί η χώρα, πρότεινε να εκδοθεί τιμητικό διάταγμα για να ανακηρυχθεί ακαδημαϊκός ο Νίκος Καζαντζάκης. Το ακαδημαϊκό κατεστημένο αντέδρασε σφοδρότατα και η πρόταση απορρίφθηκε. Ο Καζαντζάκης ο ίδιος αναγκάσθηκε τότε να υποβάλει αίτηση στην Ακαδημία τον Μάρτιο του 1945. Συνυποψήφιοι με τον Καζαντζάκη ήταν ο Άγγελος Σικελιανός και ο Κώστας Βάρναλης. Επίσης και ο Σωτήρης Σκίπης. Μόνον αυτόν όμως επέλεξαν οι «Αθάνατοι». Ο Καζαντζάκης, αργότερα, το 1955, όταν ο Σικελιανός είχε φύγει από τη ζωή, είχε πει: «Υπάρχει και μια άλλη Ακαδημία, η Αόρατη. Σ` αυτήν έχουν μπει ο Πάλλης, ο Ψυχάρης, ο Σικελιανός. Τιμή μου κι αμοιβή μου να ανήκω σ` αυτήν, όταν φυσικά γίνω κι εγώ αόρατος». Μέλη της «ορατής» δεν έγιναν βέβαια ούτε ο Καβάφης, ούτε οι νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης. Τον Νοέμβριο 2007, όταν είχε ήδη σπάσει η κρούστα της αντίδρασης με εισδοχή νέων προοδευτικών μελών, η Ακαδημία Αθηνών διοργάνωσε επί τέλους ημερίδα για τον Νίκο Καζαντζάκη στο πλαίσιο αφιερώματος για τα 50 χρόνια από το θάνατό του. Την Οργανωτική Επιτροπή την αποτέλεσαν οι ακαδημαϊκοί Κική Δημουλά, Γαλάτεια Σαράντη, Ιάκωβος Καμπανέλης και Σταύρος Ευαγγελάτος.
Την 17η Φεβρουαρίου 1954 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με έγγραφο που έστειλε στον Υπουργό Δικαιοσύνης κατηγόρησε τον Νικόλαο Καζαντζάκη ως ιερόσυλο. Ζήτησε την απαγόρευση των μυθιστορημάτων του «Καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Ο τελευταίος πειρασμός». Έγραφαν οι συντάκτες του εγγράφου: Η Εκκλησία «διασύρεται», οι ιεροί θεσμοί «διαπομπεύονται» και «καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού». Όλα αυτά τα φοβερά γίνονται με τον Καπετάν Μιχάλη! Με το δεύτερο βιβλίο «γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών και περιϋβρίζονται οι ποιμένες της εκκλησίας». Το τρίτο βιβλίο «είναι γραμμένο βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού». Τελικώς το έγγραφο καταλήγει: «Όλα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου» Ο Καζαντζάκης τότε είπε: «Μου δώσατε κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή. Σας εύχομαι νάναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο η δική μου και να `στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι εγώ».
Πιο πριν, στις 12 Νοεμβρίου 1953, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος είχε γράψει στην «Καθημερινή» ένα εγκωμιαστικό άρθρο για τον «Καπετάν Μιχάλη». Τότε ο Σπύρος Μελάς με ψευδώνυμο «Κρητικός» σπεύδει, την 22 Ιανουαρίου 1954, με πρωτοσέλιδο άρθρο στην «Εστία», να διαμαρτυρηθεί «…ως Κρητικός αφενός, ως Έλλην ορθόδοξος αφετέρου, διότι το Κράτος και η Εκκλησία επιτρέπουν ατιμωρητί τη κυκλοφορίαν του εθνικοθρησκευτικού αυτού αίσχους» Έγραφε ότι του προκάλεσε περιέργεια «…ύμνος μιας εθνικόφρονος εφημερίδος (σημ. εννοεί την «Καθημερινή») που τόλμησε να ισχυρισθεί εις δύο ενθουσιώδεις επιφυλλίδας (εννοεί τον συντάκτη Αιμ. Χουρμούζιο) ότι ο Καπετάν Μιχάλης είναι έργον εθνικόν και πρέπει να εισαχθεί εις τα …σχολεία». Καλεί στη συνέχεια τον Εισαγγελέα και την Ιερά Σύνοδο να επέμβουν. Ακολούθησαν τα παραχριστιανικά σωματεία, (όπως η «Ζωή»), η «Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής» και τέλος το …Βατικανό! Καταχώρησε τον «Τελευταίο Πειρασμό» στο Index Librorum Prohibitorum (για το 1954 και 1955) που περιέχει τον κατάλογο των βιβλίων που πρέπει να καίγονται ως ‘βλάσφημα’. Ο Καζαντζάκης απέστειλε στην επιτροπή του Index, τον Μάιο του 1954, τηλεγράφημα με τη φράση «Ad tuum, Domine, tribunal appello» (Στο Δικαστήριό σου Κύριε, ασκώ έφεση). Τότε έγινε τεράστια διαφήμιση για τα βιβλία του. Έσπευδε ο κόσμος να τα αγοράσει μήπως εξαντληθούν. «Με τις ουρές περίμενε ο κόσμος γιατί πωλούνταν μόνο βιβλία του Καζαντζάκη» λέει η Έλλη Αλεξίου. Ο ίδιος γράφει στον Πρεβελάκη: «Και να τους πλήρωνα δεν θα μου έκαναν τέτοια διαφήμιση».
Τον Ιούνιο 1954 η Ιερά Σύνοδος εξέτασε όμως και το θέμα του αφορισμού του Καζαντζάκη. Τον απέτρεψαν οι φωνές ψύχραιμων ιεραρχών. Τότε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας εδήλωσε: «Νομίζω πως δεν μπορούμε να τον κρίνουμε και να τον δικάσουμε. Θυμίζω ότι ο Καζαντζάκης είναι Κρητικός. Ως εκ τούτου προτείνω το θέμα να παραπεμφθεί στην ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης. Εφόσον είναι δική της αρμοδιότητα, ας αποφασίσει εκείνη». Έτσι γλίτωσε τον αφορισμό, δεν απέφυγε όμως τις κατάρες. Δεν απέφυγε επίσης και τον διασυρμό του στη Σουηδική Ακαδημία.
Αξίζει για την ιστορία να αναφέρω ότι οι περιπέτειες του Καζαντζάκη με την Εκκλησία συνεχίστηκαν και με την κηδεία του και την ταφή του. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος, παρά τις πιέσεις και διαμαρτυρίες του Γεωργίου Παπανδρέου, του Κυβερνητικού εκπροσώπου Σπεράντζα και άλλων, απαγόρευσε να μπει η σορός του σε αθηναϊκό ναό!
Παρέμεινε σε νεκροθάλαμο του Α` Νεκροταφείου μέχρι να βρεθεί τρόπος να μεταφερθεί στην Κρήτη. Ο Ωνάσης έδωσε τη λύση. Διέθεσε αεροπλάνο που με έκτακτο δρομολόγιο μετέφερε την σορό στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκεί έγινε βέβαια πάνδημη η κηδεία, που, όπως είπαν τότε πολλοί, μπορούσε να συγκριθεί μόνο με την κηδεία του Βενιζέλου. Εκτός από τους δικούς του, ο Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος, Υπουργός Παιδείας τότε, άνθρωπος καλλιεργημένος, παρέστη στην κηδεία. Ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Κώστας Μητσοτάκης εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης «συναθλητής» του μεγάλου νεκρού Ιωάννης Κακριδής. Ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας και πολλοί άλλοι πνευματικοί άνθρωποι.
Γράφει τότε ο Παύλος Παλαιολόγος στην εφημερίδα «Το Βήμα»: «Κηδεύει η Ελλάδα τον συγγραφέα της. Με δημόσια δαπάνη τελείται η κηδεία. Ένας μόνον μένει ψυχρός θεατής της εκφοράς. Εκείνος που έπρεπε να φέρει το πένθος: η Ακαδημία. Χωρίς την μεσίστιό του το πρώτο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Έναν καιρό ήξεραν την Ελλάδα από τον Βενιζέλο. Τώρα έμαθαν τη λογοτεχνία μας από τον Καζαντζάκη. Ο τότε μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος έδωσε άδεια να μπει η σορός στον Άγιο Μηνά, δεν ακολούθησε όμως την νεκρώσιμη πομπή. Όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, την κατάσταση έσωσε ένας στρατιωτικός ιερέας, ο Σταύρος Καρπαθιωτάκης που μαζί με τις χιλιάδες του λαού εκήδεψε και έθαψε τον Καζαντζάκη στην τάπια του Μαρτινέγκο. Τιμωρήθηκε από στρατοδικείο με φυλάκιση 6 μηνών.
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λεύτερος». Το ρητό αυτό του κυνικού φιλοσόφου Δημώνακτα από την Αθήνα, κοσμεί την πλάκα του τάφου του Καζαντζάκη.
Η συμφιλίωση της Εκκλησίας με τον Καζαντζάκη φαίνεται να επήλθε με ένα τρισάγιο που έγινε στον τάφο του 20 χρόνια μετά το θάνατό του, στις 26/10/1977. Δυο φωτογραφίες δημοσιευμένες στο αφιέρωμα της Ν. Εστίας τον Δεκέμβρη του 1977 μαρτυρούν του λόγου το αληθές.
Δεν ήταν όμως αρκετά τα προπεριγραφέντα γεγονότα για να αμαυρωθεί η εικόνα του Καζαντζάκη που είχε πάρει παγκοσμίως μυθικές διαστάσεις από την καταξίωση του έργου του. Έπρεπε να χρησιμοποιηθούν και άλλα μέσα για να στερηθεί το βραβείο.
Στις 11 Ιουνίου 1946, πολύ πριν από τις παραπάνω εκδηλώσεις της Ιεράς Συνόδου, το Υπουργείο Παιδείας υποδείκνυε στην Ακαδημία Αθηνών τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει για το βραβείο Νόμπελ. Από το επίσημο έγγραφο του Υπουργείου προκύπτει ότι ήδη είχε προηγηθεί ζωηρό ενδιαφέρον στην Σουηδία για την απονομή του βραβείου σε Έλληνα λόγιο. Η Ελληνική Ακαδημία πρότεινε τότε τον …παγκοσμίως άγνωστο Γεώργιο Βουγιουκλάκη. Το 1951 διαπιστώνοντας ότι ο Καζαντζάκης διεκδικούσε ακόμη το Νόμπελ και είχε τις πιο μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, έστειλε στη Σουηδία τον Ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά για να αποτρέψει την βράβευση.
Χρειάστηκε όμως να παρέμβει και η Φρειδερίκη.
Από το 1946 μέχρι το 1957 οι Ελληνικές Αρχές προσπαθούσαν να αποκλείσουν την απονομή του βραβείου στον Καζαντζάκη. Πρόκειται για την αλληλογραφία του Καζαντζάκη με τον μεταφραστή και εκδότη του έργου του, Σουηδό λόγιο Bӧrje Knӧs.
Σε επιστολή του προς τον Καζαντζάκη την 11-11-1952, μετά την επιλογή του Μωριάκ για το Νόμπελ, αφού εκφράζει την θλίψη του γράφει και τα εξής: «Έπειτα η Ακαδημία έλαβε ανάριθμα (αναρίθμητα) γράμματα από την Ελλάδα που Σας απέδωσαν κομμουνιστικές συμπάθειες, κανένας δεν το πίστεψε, μα εν τούτοις μικρή οσμή έμεινε στην ατμόσφαιρα. Με συγχωρείτε την ειλικρίνειά μου μα δεν θέλω να συγκρατήσω την αλήθειαν!».
Σε επιστολή του της 18-5-1956 γράφει: «…Τρέχει λόγος εδώ: πως η βασίλισσα της Ελλάδος έχει γράψει στην σουηδική Ακαδημίαν ή στον βασιλιά για να ξεσυμβουλεύσει να δοθεί το βραβείο Νόμπελ σε ριζοσπαστικούς Έλληνες γιατί θάναι βλαβερό για την ειρηνική πολιτική των Αγγλοσαξωνικών (!)» Το θαυμαστικό είναι του Knӧs. Άλλο γράμμα της 9-9-1956: «… Η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει τι να κάνει γιατί η Ακαδημία των Αθηνών και πολλοί Έλληνες έχουν προσφέρει για το βραβείο Νόμπελ έναν κύριον που ονομάζεται Βουγιουκλάκης…» Και ένα ακόμη της 9-10-1957 δεκαεπτά μέρες πριν από το θάνατο του Καζαντζάκη: «… ο εδώ πρέσβης της Ελλάδος είναι πάρα πολύ αντιπροοδευτικός και κάνει όσο το δυνατό του για να δυσφημίσει τους φίλους των φιλελευθέρων και αληθινών Ελλήνων (είναι πολύ φίλος του κ. Σπύρου Μελά!)». Πρεσβευτής μας εκείνη την περίοδο στη Σουηδία ήταν κάποιος Πίνδαρος Ανδρουλής.
Ο Knӧs στις 14-12-1947 έστειλε γράμμα και στον Γεώργιο Θεοτοκά και τον ενημέρωσε για την προβολή του Βουγιουκλάκη για το Νόμπελ. Την 9-3-1951 ο Knӧs με επιστολή του πάλι προς τον Γ. Θεοτοκά τον πληροφορεί: «Θέλω να σας επισημάνω με δύο λόγια, εντελώς εμπιστευτικά, ότι ο κύριος Σπύρος Μελάς βρίσκεται στη Στοκχόλμη ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών και των Ελλήνων συγγραφέων». Την 29-3-1951 με νέα επιστολή στον Θεοτοκά συμπληρώνει: «… Είμαι πολύ στενοχωρημένος για όλο το θόρυβο που δημιούργησε εδώ ο κύριος Σπύρος Μελάς έγινε δεκτός από τον βασιλέα πράγμα που δεν έχει σημασία, αλλά το χειρότερο είναι ότι πήγε και επισκέφθηκε μερικά μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας, τον κύριο Όντερλινγκ, μόνιμο γραμματέα και τον κύριο Τάλμπεργκ, και έκαμε το παν για να συκοφαντήσει τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, που για εκείνον ήταν «κομμουνιστές» και τους βλέπουν με πολλή δυσμένεια στην Ελλάδα…» περιγράφει τις προσπάθειες για να «διορθώσει τις παρεξηγήσεις και τα λάθη» και καταλήγει «Δυστυχώς παρ` όλα αυτά οι εντυπώσεις μένουν».
Ο Μελάς ως εκπρόσωπος του τότε Ακαδημαϊκού κατεστημένου, και ο εκπρόσωπος του Ελληνικού κράτους, διακατεχόμενοι από μισαλλοδοξία και φανατισμό επισκέπτονται τους Σουηδούς Ακαδημαϊκούς για να συκοφαντήσουν τον Καζαντζάκη! Εκμεταλλεύτηκαν δολίως το διεθνές ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής καθώς και την μετεμφυλιακή ελληνική ατμόσφαιρα για να βλάψουν έναν Μεγάλο Έλληνα.
Αλλά και από την αλληλογραφία του Καζαντζάκη με τον καθηγητή Γιάννη Κακριδή προκύπτουν χρήσιμα στοιχεία για το θέμα της απονομής του Νόμπελ. Σε γράμμα της 25-5-1946 ο Καζαντζάκης αναγγέλλει στον Κακριδή ότι αποφάσισε να βάλει υποψηφιότητα για το Νόμπελ μαζί με τον Σικελιανό. Η Σουηδική Ακαδημία ήταν προσανατολισμένη τότε στην απονομή του βραβείου σε Έλληνα λόγιο όπως προαναφέραμε. Ο Καζαντζάκης αναφέρει τα μέχρι τότε έργα του γράφοντας στον Κακριδή «Ταξιδιωτικά (Ρωσία, Ιαπωνία, Κίνα, Ισπανία, Αγγλία). Δραματικά (Οδυσσέας, Ν. Φωκάς, Χριστός, Ιουλιανός, Μέλισσα, Γιάγκ-Τσε, Τριλογία Προμηθέα, Καποδίστριας, Παλαιολόγος) Φιλοσοφικά (Bergson, Νίτσε, Ασκητική) Μυθιστορήματα (Σπασμένες Ψυχές, Όφις και Κρίνο, Ζορμπάς) Μεταφράσεις (Dante, Faust, Όμηρος κλπ.) Ποίηση: Οδύσσεια (πρόκειται για τη δική του Οδύσσεια με τους 33.333 στίχους). Σε γράμμα του 31-7-1946 από το Καίμπριτζ γράφει στον Κακριδή: «… Η Ελένη μου γράφει πόσο στάθηκες στον άθλιο εξεφτελισμό που κάνουν για το Νόμπελ, φίλος μου και υπερασπιστής. Πολύ λίγοι όρθιοι υπάρχουν στην Ελλάδα κι ένας σίγουρα από τους πρώτους είσαι Εσύ και χαίρομαι. Νόμισα πως ήταν σωστό να δεχτώ την υποψηφιότητα για τρεις λόγους: 1) Δε θα `βλαπτε καθόλου τον Σικ. (σημ. εννοεί τον Σικελιανό), αφού μπορεί να δοθεί το Νόμπελ και σε δύο. 2) Η τιμή για την Ελλάδα θάταν διπλή αν παρουσιάζονταν δύο άξιοι γυιοί της για το Νόμπελ. 3) γιατί, ίσως, ήταν δίκιο παράλληλα και ισάξια με τον Σικ. να σταθώ και θα εκπληρώνονταν έτσι τα αιτήματα ολόκληρου του πνευματικού κόσμου…». Τελικά για το 1946 έμεινε μόνος υποψήφιος ο Σικελιανός διότι η αίτηση του Καζαντζάκη ήταν εκπρόθεσμη. Προτιμήθηκε ο Χέρμαν Έσσε.
Σ` ένα άλλο γράμμα στις 10 Αυγούστου 1947 από το Παρίσι, λέει: «Ο Θεός να δώσει να κάμεις ό,τι μπορείς για το Νόμπελ. Αφτό θάταν η μεγάλη σωτηρία. Θα μπορούσαμε τότε άνετα να τελειώσουμε και την Ιλιάδα και την Οδύσσεια κι ό,τι άλλο μπορούμε και θέλουμε…». Σε γράμμα του από την Αντίπολη το Πάσχα του 1955 λέει: «… Πρώτα-πρώτα ΧC ανέστη. Να δώσει ο Θεός ν` αναστηθεί κι η καρδιά του ανθρώπου»… «Τα δικά μου τα ξέρεις· οι παπάδες, οι Μελάδες, οι Εστίες όλες οι δυνάμεις του Πονηρού· κι` αντίκρα τους η καθαρή συνείδηση φρούριο απόρθητο…» Και μια κραυγή στο φίλο του και «συναθλητή του» στις μεταφράσεις του Ομήρου, σε γράμμα της 9-1-1957 από την Αντίπολη: «… Τι κρίμα να μη ζει κανείς 500 χρόνια, να προφτάσει να μεταφράσει όλους τους αρχαίους!…».
Έχουν γίνει μεγάλες συζητήσεις, δικών μας και ξένων κριτικών για την απάντηση στο ερώτημα αν ο Καζαντζάκης δικαιωματικά έπρεπε να πάρει το Nobel ή υστερούσε έναντι των συνυποψηφίων του. Κατέληξαν όλοι σχεδόν ότι ο Καζαντζάκης υπερτερούσε.
Νορβηγός κριτικός σε εφημερίδα του Όσλο έγραψε «Ο Καζαντζάκης δεν χρειάζεται το Νόμπελ. Αυτό που νιώσαμε όλοι εμείς διαβάζοντας τα βιβλία του είναι η ανταμοιβή του». Κι ένας φίλος μου πρόσφατα όταν του είπα ότι με την ευκαιρία του αφιερώματος της φετινής χρονιάς θα γράψω κάτι για το χαμένο Nobel του Καζαντζάκη, μου είπε: «Ο Καζαντζάκης έχει κατακτήσει το βραβείο με την οικουμενικότητα του έργου του· το Νόμπελ θα ήταν απλά μια δική του ηθική ικανοποίηση. Δεν το χρειαζόταν για αναγνώριση. Την είχε».
Πράγματι η παγκόσμια απήχηση που είχε το έργο του αποτελεί το μεγαλύτερο βραβείο για τον μεγάλο συγγραφέα.
Πηγές
- Ν. ΕΣΤΙΑ Τέταρτο αφιέρωμα στο Νίκο Καζαντζάκη 20 χρόνια από τον θάνατό του. Χριστούγεννα 1977
α) Αλληλογραφία Καζαντζάκη με Β. Knӧs, β) Αλληλογραφία Καζαντζάκη με Κακριδή γ) Συνεργασίες εκτός των άλλων – και Έλλης Αλεξίου Αριστ. Νικολαΐδη, Κ. Αγγελάκη-Ρούκ.
- Κώστας Αρκουδέας – Το χαμένο Νόμπελ. Εκδ. Καστανιώτη 2015.
- Έλλη Αλεξίου – Για να γίνει μεγάλος – Καστανιώτη 1978
- Νικηφ. Βρεττάκος – Ν. Καζαντζάκης – Η αγωνία και το έργο του. Αλφειός 1960
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (Από τον Γιάννη Διαμαντή)