Του Ρόντρικ Μπίτον
Η Ελληνική Επανάσταση της δεκαετίας του 1820 ήταν το πρώτο επιτυχημένο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στον Παλαιό Κόσμο της Ευρώπης – μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, πάνω κάτω ταυτόχρονα με αντίστοιχα απελευθερωτικά κινήματα της Νότιας Αμερικής (από το 1811 έως το 1825) και πριν από όλα τα άλλα έθνη-κράτη, που γρήγορα θα αποτελούσαν τον κανόνα σε όλη την Ευρώπη. Το ιδεολογικό υπόβαθρο είχε ήδη προετοιμαστεί κατά τον 18ο αιώνα, κυρίως από διανοητές που έγραφαν στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα. Οι Έλληνες δεν εφηύραν το έθνος-κράτος, αλλά ήταν οι πρώτοι που το έκαναν πράξη στην Ευρώπη.
H Γαλλική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1789, θα μεταμόρφωνε σε βάθος χρόνου την πολιτική ζωή της Ευρώπης, ίσως και του κόσμου ολόκληρου. Όμως μετά την άνοδο και την πτώση του Ναπολέοντος Βοναπάρτη και αφού το Συνέδριο της Βιέννης είχε ήδη από το 1815 καθιερώσει μια διεθνή τάξη για ολόκληρη την ήπειρο, έμοιαζε έντονα λες και ο χρόνος είχε γυρίσει πίσω, πριν από το 1789. Και ο καταλύτης για να αλλάξουν όλα υπήρξε η Ελληνική Επανάσταση, όταν ξέσπασε την άνοιξη του 1821. Η έκβασή της αποτελεί το σημείο καμπής για τη μετατόπιση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης από το παλαιό μοντέλο των πολυεθνικών αυτοκρατοριών προς το πρότυπο του 20ού αιώνα, της αυτοδιάθεσης των εθνών-κρατών.
Η χρονολογία-κλειδί και το κρισιμότερο γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης συχνά παραβλέφθηκαν ή και υποτιμήθηκαν, ακόμα και από τους ιστοριογράφους της. Η αποφασιστική στιγμή ήλθε στις 3 Φεβρουαρίου 1830, όχι στο πεδίο της μάχης, ούτε καν επί ελληνικού εδάφους, αλλά σε μια τυπική σύσκεψη που έλαβε χώρα στο βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, στο Whitehall. Την ημέρα εκείνη, οι υπουργοί Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας υπέγραψαν το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που αναγνώριζε για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αυτεξούσιο και ανεξάρτητο κράτος, με όλα τα δικαιώματα –πολιτικά, διοικητικά, εμπορικά– που εκπορεύονταν από την ανεξαρτησία της. Εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε η Ελλάς (η σημερινή Ελλάδα) για πρώτη φορά ως κράτος και πήρε τη θέση της στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Η Επανάσταση δεν είχε φτάσει ακόμα στο τέλος της, γιατί θα χρειάζονταν ακόμα δύο χρόνια μέχρι να διευθετηθούν όλες οι παράμετροι, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων και του συστήματος διακυβέρνησης. Αλλά εκείνη η ημέρα του Φεβρουαρίου του 1830 αποτελεί το ορόσημο.
Ο κατάλογος των ευρωπαϊκών κρατών που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια με βάση το ίδιο μοντέλο είναι μακρύς. Το Βέλγιο το 1831, η Γερμανία και η Ιταλία το 1871, η Σερβία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνιο το 1878, η Βουλγαρία το 1908, η Ιρλανδία το 1922, η Τουρκία το 1923 – για να μην επεκταθούμε στον ευρύτερο ανασχεδιασμό του χάρτη της ηπείρου στον απόηχο των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και του Ψυχρού Πολέμου του 20ού αιώνα.
Η σημασία του ελληνικού επιτεύγματος παραβλέφθηκε από τους ιστορικούς εντός και εκτός Ευρώπης, επειδή η προσοχή τους ήταν στραμμένη στους μεγάλους «παίκτες» βορείως και δυτικά της Ελλάδας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία. Για διαφορετικούς λόγους αυτή η διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης δεν αναγνωρίστηκε στον βαθμό που της έπρεπε, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, ούτε από τους Έλληνες ιστορικούς. Σύμφωνα με το γνωστό ιστορικό σχήμα που παγιώθηκε από τους Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο και Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο τις δεκαετίες 1850-1860, αλλά διαμορφωνόταν ήδη από τα χρόνια της Επανάστασης, η Ελλάδα ήταν διαφορετική. Αποτελεί μια ειδική περίπτωση, ακόμα και μοναδική. Η ιστοριογραφική επιστήμη ονομάζει τη θεωρητική αυτή προσέγγιση «εξαιρετισμό». Ο εξαιρετισμός δεν αποτελεί γνώρισμα της Ελλάδας και των Ελλήνων, κάθε άλλο. Απαντάται σε όλα τα έθνη του κόσμου. Οι Έλληνες, σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, είχαν σχηματίσει έθνος ακόμα από την αρχαιότητα. Ο Αγώνας του 1821 αποσκοπούσε στη δίκαιη αποκατάσταση του παμπάλαιου αυτού έθνους. Από την εποχή της Επανάστασης και έπειτα, η ελληνική ανεξαρτησία θα χαρακτηριζόταν ως «αναβίωση», «παλιγγενεσία» ή ακόμα και «ανάσταση» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν επρόκειτο περί αποκατάστασης. Το ελληνικό έθνος-κράτος που γνωρίζουμε και αγαπάμε σήμερα, και το οποίο δημιουργήθηκε από την Επανάσταση του 1821, δεν μοιάζει σε τίποτε με αυτό που προϋπήρξε στα 3.500 χρόνια καταγεγραμμένης ιστορίας των Ελλήνων. Οι αρχαίοι, με την εμμονή τους για την αυτονομία των αυτοδιοικούμενων, ως επί το πλείστον, μικρών πόλεων-κρατών, ουδέποτε κατάφεραν να κάνουν την υπέρβαση. Το βυζαντινό κράτος, με όλο τον παραμυθένιο πλούτο του, την ισχύ του και τη γεωγραφική του εξάπλωση, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό και σίγουρα ποτέ δεν επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί ως «Ελλάδα» ούτε οι υπήκοοί του ως «Έλληνες», όπως έγινε μετά το 1821. Το έθνος-κράτος που έγινε πραγματικότητα κατά την περίοδο 1820-1830 ήταν εξίσου καινοφανές για τους Έλληνες, ακόμα και αν δεχθούμε το επιχείρημα του εξαιρετισμού, όσο ήταν και για την υπόλοιπη Ευρώπη εκείνη την εποχή.
Αυτό που έκανε την Ελληνική Επανάσταση πραγματικά ξεχωριστή ήταν ότι από τα σπάργανά της δεν αποτελούσε υπόθεση μόνο των Ελλήνων. Στην πρώτη επαναστατική προκήρυξη που εξέδωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Μολδαβίας (24 Φεβρουαρίου-8 Μαρτίου 1821), υπό τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», έκανε ειδική μνεία στους «φωτισμένους λαούς της Ευρώπης» οι οποίοι, «πλήρεις ευγνωμοσύνης διά τας προς αυτούς των Προπατόρων μας ευεργεσίας, επιθυμούσι την ελευθερίαν της Ελλάδος». Έναν μήνα αργότερα, στην Καλαμάτα, ο «αρχηγός των μεσσηνιακών και λακωνικών στρατιωτικών σωμάτων», Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, απηύθυνε την εξής έκκληση, η οποία εκδόθηκε σε διάφορες γλώσσες:
«Προσκαλούμεν την συνδρομήν, και βοΐθειαν όλων των εξευγενησμένων Ευροπαϊκών Γενών, όστε να δυνηθώμεν να φθάσωμεν ταχύτερον εις τον ιερόν, και δίκαιον σκοπόν μας, και να λάβωμεν τα δίκαιά μας, να αναστήσωμεν το τεταλεπορημένον Ελληνικόν Γένος μας».
Η Επανάσταση τελικώς στέφθηκε με επιτυχία, έπειτα από πολλές θυσίες, γιατί οι σοφότεροι και διορατικότεροι από τους Έλληνες ηγέτες της εποχής αντιλήφθηκαν τα πλεονεκτήματα της διεθνοποίησης του αγώνα τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και χάρη στην έξυπνη ελληνική διπλωματία, οι τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις της εποχής, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία, δεν μπόρεσαν παρά να πάρουν θέση σχετικά με τον ελληνικό αγώνα, με τη λογική ότι καμία τους δεν έπρεπε να αποκτήσει το πλεονέκτημα αν πράγματι υφίστατο ήττα η οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι τρεις δυνάμεις συμφώνησαν, την άνοιξη του 1827, να στείλουν κοινή ναυτική δύναμη στο Αιγαίο, επιφορτισμένη με την επιβολή εκεχειρίας ανάμεσα στις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις και στα οθωμανικά στρατεύματα, δεν προξένησε έκπληξη το ότι οι Έλληνες καλοδέχθηκαν αυτή την ένδειξη στρατιωτικής επέμβασης, ενώ οι Οθωμανοί την αποκήρυξαν. Η συνέπεια –που προφανώς δεν την είχε προσχεδιάσει κανείς– ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου, η οποία έγινε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Οι στόλοι Αιγυπτίων και Οθωμανών αποδεκατίστηκαν από τα κανόνια των βρετανικών, γαλλικών και ρωσικών πολεμικών πλοίων. Επρόκειτο για σιωπηλό θρίαμβο της ελληνικής διπλωματίας, με την έννοια ότι ελάχιστοι Έλληνες συμμετείχαν στη μάχη και ακόμα λιγότεροι έχασαν τη ζωή τους.
Από εκείνη τη στιγμή, η επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης ήταν εξασφαλισμένη. Βεβαίως, η νίκη ήρθε με τίμημα: o τελικός διακανονισμός είχε φύγει από τον ελληνικό έλεγχο. Ήταν πια στη δικαιοδοσία των τριών μεγάλων δυνάμεων να δώσουν τη λύση. Έτσι φτάσαμε στο πρωτόκολλο που τελικά υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 3 Φεβρουαρίου 1830. Οι δυνάμεις είχαν ήδη αποφασίσει ότι το νέο κράτος έπρεπε να αποτελεί μοναρχία, όχι δημοκρατία όπως διεκήρυττε το προσωρινό σύνταγμα. Ο πρίγκιπας Όθων, δευτερότοκος του φιλέλληνα βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄, ανακηρύχθηκε ο πρώτος (και, όπως ξέρουμε εκ των υστέρων, μοναδικός) «Βασιλεύς της Ελλάδος». Ταυτόχρονα, καθορίστηκαν τα σύνορα του νέου βασιλείου. Η επικράτειά του κάλυπτε μόνο το νότιο μισό της ηπειρωτικής Ελλάδας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, καθώς και τα κοντινότερα σε αυτό νησιά του Αιγαίου. Ούτε οι Έλληνες ούτε οι Οθωμανοί είχαν λόγο σε αυτές τις αποφάσεις.
Για πολύ καιρό μετά τη συμφωνία, ακόμη και σήμερα, πολλοί Έλληνες ένιωσαν και νιώθουν πικρία γι’ αυτή την έκβαση. Αυτό που είχε κερδηθεί έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο υποδεέστερο του απόλυτου ιδεώδους «Ελευθερία ή Θάνατος» για το οποίο τόσο πολλοί είχαν πολεμήσει και θυσιαστεί.
Από την άλλη πλευρά, η Επανάσταση είχε ξεκινήσει με τις παραπάνω εκκλήσεις στη συνείδηση της Ευρώπης. Και αν το αποτέλεσμα ελάχιστα είχε να κάνει με τη συνείδηση, αλλά εξυπηρετούσε γεωπολιτικούς και πραγματιστικούς υπολογισμούς, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενσωμάτωσε το νεότευκτο ανεξάρτητο κράτος στο εξελισσόμενο γεωπολιτικό σχήμα της ηπείρου και του υπόλοιπου κόσμου. Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη μεταξύ των θεωρητικώς και νομικώς «αυτεξούσιων» κρατών που συχνά χρειάστηκε να εκχωρήσουν μέρος της αυτεξουσιότητάς τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια που παρέχουν οι συμμαχίες με άλλους ή για χάρη της «προστασίας» από άλλους που είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι. Στην πράξη, στον σύγχρονο κόσμο, όλα τα ανεξάρτητα κράτη το κάνουν αυτό, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Και αυτός είναι ο λόγος που το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» και το Brexit προκάλεσαν τέτοια πανωλεθρία και απέφεραν τόσο λίγα από τα υποσχεθέντα οφέλη στα έθνη που τα υιοθέτησαν.
Όταν ο μελλοντικός βασιλιάς, πρίγκιπας Όθωνας, έφθασε στο Ναύπλιο με ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833, εν μέσω μιας εκστατικής υποδοχής από το πλήθος, σηματοδότησε μια διπλή πρωτιά: αφενός του πρώτου ελληνικού κράτους στη μακρά ιστορία των Ελλήνων και αφετέρου, του πρώτου νέου έθνους-κράτους που ακολούθησε το παράδειγμα της Αμερικής και κέρδισε την αναγνώριση του Παλαιού Κόσμου, της Ευρώπης. ■
Καθημερινή