grylos-aggouridakis

Η προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1821

Γράφει ο Λάμπρος Παπαδής(*)

 

Κατά την κυρίαρχη ιστοριογραφική άποψη, η αφετηρία του ελληνικού εθνικού κινήματος χρονολογείται στην τελευταία δεκαετία του 18ου και την πρώτη του 19ου αιώνα, όταν υπό την επίδραση των ιδεολογικών και πολιτικών μηνυμάτων της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων εμφανίστηκε το αίτημα για ίδρυση ανεξάρτητου αλλά και ευνομούμενου, κατά τα σύγχρονα πρότυπα, ελληνικού εθνικού κράτους. Οι σύγχρονοι Έλληνες προβλήθηκαν, αρχικά από έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων του Διαφωτισμού, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτό συνέτεινε ο θαυμασμός των Δυτικών για την αρχαία Ελλάδα και η εμφάνιση τον καιρό εκείνο ανάμεσα σε λόγιους και περιηγητές της Δύσης του πολιτισμικού και λογοτεχνικού κινήματος του Φιλελληνισμού, οι κλασικιστές και ρομαντικοί εκπρόσωποι του οποίου προσδοκούσαν την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με την απελευθέρωση των συγχρόνων Ελλήνων. Οι εκπρόσωποι του ελληνικού εθνικού κινήματος διαχώριζαν τους σύγχρονους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους αλλόθρησκους και αλλόγλωσσους κυριάρχους τους, την εξουσία των οποίων κατήγγελαν ως αυθαίρετη και παράνομη, και ταυτίζονταν με τους ετερόδοξους Χριστιανούς της Ευρώπης.

Από τους Έλληνες λογίους μόνο ο Ρήγας θα επιχειρήσει να συνδυάσει τον «φωτισμό του γένους» με την επανάσταση, συγκροτώντας μια «επαναστατική πρωτοπορία» από διανοούμενους και εμπόρους. Η λοιπή ελληνική διανόηση παρέμεινε διαχωρισμένη από το λαό και δεν κατόρθωσε σχεδόν ποτέ να μεταβληθεί σε «οργανική διανόηση» και ακόμα περισσότερο σε «επαναστατική διανόηση», είτε με τα πρότυπα της Γαλλικής Επανάστασης είτε με αυτά των επαναστάσεων του 20ου αιώνα. Ενώ οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν με τις άλλες ξεχασμένες αγροτικές ομάδες των Βαλκανίων, μια μερίδα τους αποτελούσε την εμπορική και διοικητική τάξη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γλώσσα της ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν άλλοι λαοί ήταν η ελληνική και Έλληνες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκια της Πατριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη. Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, είχαν εξελληνιστεί πλήρως. Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά. Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα, τυπώθηκαν στην Βιέννη (1784).

Η προετοιμασία της επανάστασης

Μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας ο Υψηλάντης πήρε διετή άδεια και αναχώρησε από την Πετρούπολη αρχικά για τη Μόσχα και έπειτα την Οδησσό, συγκεντρώνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά από πλούσιους εμπόρους και οργανώνοντας την επικείμενη εξέγερση. Τον Οκτώβριο του 1820 βρέθηκε στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας, όπου μετά από διαβουλεύσεις της Αρχής, καταστρώθηκε το σχέδιο της εξέγερσης, κέντρο της οποίας θα ήταν η Πελοπόννησος. Το «Σχέδιον Γενικόν» των Φιλικών πρόβλεπε λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη και πυρπόληση του οθωμανικού στόλου, μετάβαση του Υψηλάντη στη Μάνη και εξέγερση στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, για λόγους αντιπερισπασμού. Υπήρχε ακόμη πρόβλεψη για συμμαχία με Σέρβους και Βουλγάρους.Για την εφαρμογή της απόφασης και την προετοιμασία της καθόδου του Υψηλάντη στάλθηκε στην Πελοπόννησο ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος, γνωστός και ως Παπαφλέσσας και υπεύθυνος μαζί με τον Αναγνωσταρά για την Μεσσηνία.

Στις 24 Δεκεμβρίου 1820 εκστράτευσε από την Τριπολιτσά εναντίον του Αλή πασά στα Ιωάννινα, ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς του Μοριά και μειώθηκαν σημαντικά οι αξιόμαχες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή. Στις 6 Ιανουαρίου πέρασε στο Μοριά από την Ζάκυνθο, ειδοποιημένος από τους Φιλικούς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Παπαφλέσσας όργωσε τον Μοριά μιλώντας για την επανάσταση σε πόλεις και χωριά. Ο Κολοκοτρώνης έκανε συγκεντρώσεις καπεταναίων από όλη την Πελοπόννησο και τους ενημέρωσε να πάρουν τα όπλα μόλις δοθεί το σύνθημα. Άλλοι Φιλικοί προετοίμαζαν την επανάσταση στην τότε Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Μακεδονία).

 Η Συνέλευση της Βοστίτσας

Στις 26 Ιανουαρίου έγινε στη Βοστίτσα (Αίγιο) η Συνέλευση της Βοστίτσας, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, τρεις ιεράρχες (δεσπότες) μεταξύ των οποίων ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί, αρχιερείς και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας. Ο Παπαφλέσσας και οι καπεταναίοι δήλωσαν έτοιμοι για εξέγερση, οι προεστοί ήταν διστακτικοί και ζήτησαν εγγυήσεις για την υποστήριξη της Ρωσίας, τελικά συμφώνησαν όλοι να περιμένουν την άφιξη του Υψηλάντη για να ξεκινήσει η εξέγερση.Σύμφωνα με τους ιστορικούς η Σύσκεψη της Βοστίτσας απετέλεσε σημαντική καμπή στην όλη υπόθεση της Επανάστασης τουλάχιστον για την περιοχή της Πελοποννήσου.Η συγκέντρωση των Φιλικών και των προκρίτων όμως μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν, αφού αν κινούσαν υποψίες θα ακολουθούσε σφαγή. Γι αυτό και όταν ο Βοεβόδας της Βοστίτσας ζήτησε να πληροφορηθεί για την συγκέντρωση, τον εξήγησαν ότι η συγκέντρωση αφορούσε κτηματικές διαφορές μεταξύ δύο μοναστηριών.Μάλιστα τα μέτρα ασφαλείας δεν περιορίστηκαν μόνο στις δικαιολογίες, αλλά οι συγκεντρωθέντες, για να μην κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων, πραγματοποιούσαν τις συνελεύσεις κάθε μέρα σε διαφορετικό σπίτι. Τα σπίτια των προεστών Ανδρέα Λόντου, Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου και Άγγελου Μελετόπουλου ήταν αυτά που φιλοξένησαν τις συνελεύσεις.

Ποιοι έλαβαν μέρος στη μυστική συνέλευση της Βόστιτσας
Μόλις έφτασε στο Αίγιο ο Παπαφλέσσα ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη ξεκίνησαν και οι συνελεύσεις. Σύμφωνα με τους ιστορικούς έλαβαν μέρος πολλοί κληρικοί από όλη την Πελοπόννησο και πρόκριτοι μόνο από τρεις επαρχίες της Αχαΐας Πατρών Βοστίτσας και Καλαβρύτων. Δεν πήραν μέρος μόνο από την τέταρτη επαρχία, αυτή της Γαστούνης.

Οι διαφωνίες και τι αποφασίστηκε στη Βοστίτσα :

Προφανώς και το βασικό θέμα της συνέλευση της Βοστίτσας ήταν ο καθορισμός του χρόνου της έναρξης της επανάστασης, με τους συμμετέχοντες όμως να εκφράζουν κυρίως τις διαφωνίες τους για την έναρξη της Επανάστασης.

Στο τραπέζι των συνομιλιών υποστηρίχτηκαν δύο απόψεις…Η μία άποψη με υποστηρικτή το Παπαφλέσσα ήταν η πως αν δεν εκδηλωνόταν έγκαιρα η Επανάσταση υπήρχε ο κίνδυνος να ματαιωθεί, καθώς οι Τούρκοι είχαν ενημερωθεί για τις κινήσεις της Φιλικής Εταιρίας.Από την άλλη πλευρά ακούστηκε και η άποψη των υποστηρικτών που ήθελαν την αναβολή του Αγώνα. Για να υποστηρίξουν την άποψη τους χρησιμοποίησαν ως επιχειρήματα ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες, δεν υπήρχε ενημέρωση αν η εξέγερση θα ήταν καθολική, ποιος θα αναλάμβανε τον ηγετικό ρόλο την διεύθυνε.Ιστορικά αναφέρετε ότι οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ) και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Όπως αναφέρουν διάφορες πηγές απομνημονευμάτων, μεταξύ των αποφάσεων της συνέλευσης ήταν να ειδοποιήσουν όλους τους προκρίτους της Πελοποννήσου για τις σκέψεις και τις επιμέρους αποφάσεις της συνέλευσης. Στάλθηκαν επίσης επιστολές στον πρώην επίσκοπο Άρτης Ιγνάτιο και στην Ρωσία.Μάλιστα αποφασίστηκε να σταλεί ο ιερομόναχος Ιερόθεος στην Πελοπόννησο να μαζέψει χρήματα για τον αγώνα ενώ πολλοί από τους παρευρισκόμενους πρόσφεραν πρώτοι χρήματα.

Οι ημερομηνίες για την έναρξη του Αγώνα:

Αρχικά προσδιορίστηκε, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν κι έπαιρναν ευνοϊκή απάντηση από την Ρωσία, η 25η Μαρτίου (με την προτροπή του Παπαφλέσα), αλλιώς η 23 Απριλίου ή η 21 Μαΐου. Επίσης σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τους καλούσαν στην Τριπολιτσά θα κήρυσσαν την επανάσταση πρώτοι.Σύμφωνα με τους ιστορικούς πάντως μπορεί η συνέλευση της Βοστίτσας να μην πέτυχε τον αρχικό της σκοπό, ωστόσο ήταν σε αυτή που μπήκαν τα θεμέλια της εξέγερσης των Ελλήνων. Ολοι όσοι συμμετείχαν απέκτησαν για πρώτη φορά πλήρη συνείδηση της τεράστιας προσπάθειας που αναλάμβαναν.Από πρωτογενείς πηγές όπως την Ιστορία του Αμβρ. Φραντζή (Α’, σ. 11), μαρτυρία του Παπαφλέσσα, την ομιλία του Αλ. Δεσποτόπουλου το 1861, ομιλία του Θεόφιλου Βλαχοπαπαδόπουλου (ή Παπαβλαχόπουλου), διακόνου του Π.Π. Γερμανού που παρευρέθη στη Συνέλευση κ.ά. προκύπτει ότι τηρήθηκαν πρακτικά, μη σωζόμενα σήμερα.

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία:

Η επανάσταση κηρύχτηκε την 21η Φεβρουαρίου 1821 στο Γκαλάτσι από το Δημήτριο Αργυρόπουλο (τότε πρόξενο της Ρωσίας), όπου ο Βασίλειος Καραβίας εξουδετέρωσε την Οθωμανική φρουρά. Πρώτη επίσημη πολεμική πράξη της επανάστασης ήταν η διάβαση του ποταμού Προύθου, στη Μολδαβία από τον Υψηλάντη στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και η είσοδός του στο Ιάσιο. Στις 24 Φεβρουαρίου ο Υψηλάντης εξέδωσε την προκήρυξη με τον τίτλο “Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος”, το ιδεολογικό μανιφέστο της επανάστασης, με την οποία βεβαίωνε τους Έλληνες ότι “μια κραταιά δύναμις” ήταν έτοιμη να βοηθήσει τον αγώνα τους και τους καλούσε να πάρουν τα όπλα υπέρ των Δικαιωμάτων και της ελευθερίας τους, μιμούμενοι τους άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς. Ο Υψηλάντης, με την προκήρυξή του, στόχευε εξ’ αρχής στο να προκαλέσει ανταγωνισμό μεταξύ των τότε μεγάλων δυνάμεων με αφορμή το ελληνικό ζήτημα, έτσι ώστε, τελικά, να ωφεληθεί η ίδια η επανάσταση.Την 1η Μαρτίου ξεκίνησε την πορεία του προς τη Βλαχία, αφού ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου, του Ιωάννη Φαρμάκη και πολλών Ελλήνων εθελοντών. Μαζί με τον Ιερό Λόχο που είχε συγκροτηθεί από 500 περίπου σπουδαστές των σχολών των πριγκιπάτων, η στρατιωτική δύναμη του Υψηλάντη έφτανε τους 7.000, μεταξύ των οποίων ήταν Βαλκάνιοι γείτονες (Σέρβοι, Βούλγαροι, Αρβανίτες).

Το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο:

Στην Πελοπόννησο γίνονταν προετοιμασίες για την Επανάσταση από το 1818 με την κατήχηση στη Φιλική Εταιρεία ηγετικών προσωπικοτήτων όπως ο επίσκοπος Π.Πατρών Γερμανός, ο Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, ο Π. Αρβάλης και άλλοι. Οι δραστηριότητες για την οργάνωση πολιτικής Επιτροπής και τη συγκέντρωση χρημάτων γινόταν υπό το πρόσχημα της ίδρυσης κάποιας «επιστημονικής σχολής». Το ίδιο πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη Βλαχία. Μυημένος στο εγχείρημα ήταν και ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ο οποίος σε επιστολές του προς τον Πετρόμπεη και τους καπετάνους της Μάνης επαινεί τη συγκρότηση «ελληνομουσείου». Σώζεται ιδιόγραφος κατάλογος του Γερμανού με τα ονόματα των προεστών και τις συνεισφορές τους υπέρ της «κοινής επιστημονικής σχολής». Το θέμα της δημιουργίας κοινού ταμείου συζητήθηκε και στην μυστική συνέλευση της Βοστίτσας στα τέλη Ιανουαρίου 1821. Λόγω αυτών των ενεργειών, ο ερευνητής της ιστορίας της Πελοποννήσου Τάσος Γριτσόπουλος θεωρεί μύθο τη λεγόμενη διστακτικότητα των προκρίτων για συμμετοχή στην Επανάσταση. Και νεώτερες μελέτες (αρχές 21ου αιώνα) δείχνουν ότι παρά τις διαφωνίες, στη Βοστίτσα έγινε αποδεκτό το σχέδιο που είχε εκπονηθεί στη Βλαχία, δηλαδή έναρξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο με την άφιξη του Αλ. Υψηλάντη στη Μάνη.

Την 20η Μαρτίου 1821 στον Ι.Ν.Αγίου Γεωργίου στο Παλούμπα στη γενέτειρα του Δημητρίου Πλαπούτα, κηρύχτηκε επίσημα η Επανάσταση στη Γορτυνία υπό των Δημητρίου Πλαπούτα και Θ.Κολοκοτρώνη, όπως μαρτυρείται εκτός άλλων στο έργο του Τ.Κανδηλώρου “Η ΓΟΡΤΥΝΙΑ” 1898. Η Πύλη θεωρούσε πρωταρχικό θέμα την αντιμετώπιση της ανταρσίας του Αλή πασά, αλλά ανησυχούσε σοβαρά από τις φήμες και τις καταγγελίες των Άγγλων για εξέγερση στο Μοριά. Λίγο μετά την εξέγερση στις ρουμανικές ηγεμονίες, αλλά όχι εξαιτίας της, οι Τούρκοι της Τριπολιτσάς κάλεσαν τους προεστούς του Μοριά με πρόσχημα την συνηθισμένη κοινή ετήσια σύσκεψη, με στόχο όμως να τους κρατήσουν ομήρους. Οι περισσότεροι προεστοί ήταν διστακτικοί και δεν πήγαν. Ὀσοι πήγαν εκτελέστηκαν αργότερα… Στα μέσα Μαρτίου 1821 ο Παπαφλέσσας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των περιοδειών του στην Πελοπόννησο και βρισκόταν μαζί με τον Αναγνωσταρά στη Μεσσηνία, περιοχή για την οποία είχε ταχθεί υπεύθυνος από την Φιλική Εταιρεία. Ο Κολοκοτρώνης ήταν επίσης στο χώρο ευθύνης του, τη Μάνη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν κρυμμένος στην Πάτρα, έτοιμος να αναλάβει δράση. Άλλοι Φιλικοί ήταν σε διάφορους χώρους ευθύνης ο καθένας. Παρά τις αμφιβολίες των προεστών, το κλίμα στην Πελοπόννησο ήταν έντονα επαναστατικό και ένας σπινθήρας έλειπε για την μεγάλη έκρηξη.

Σύμφωνα με το θρύλο της Αγίας Λαύρας η επανάσταση κηρύχθηκε στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων όταν στις 25 Μαρτίου 1821 ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της Αγίας Λαύρας και όρκισε σε αυτό τους αγωνιστές. Καταγράφηκε ως γεγονός από ορισμένους σύγχρονους της Επανάστασης καθώς και σε μεταγενέστερες μελέτες και σχολικά εγχειρίδια, απεικονίστηκε σε διάσημο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη και απέκτησε σημαντική θέση στην επίσημη ελληνική εθνική αφήγηση, καθώς συσχέτιζε τη θρησκεία με την επανάσταση και ταύτισε την εθνική και θρησκευτική ταυτότητα. Η αλήθειά του αμφισβητήθηκε από το 19ο αιώνα και πολλοί ιστορικοί το θεωρούν φανταστικό γεγονός. Ο ίδιος ο Γερμανός δεν αναφέρει τη σκηνή στα απομνημονεύματά του, που συνέγραφε σχεδόν συγχρόνως με τα γεγονότα ή το αργότερο μέχρι το θανατό του το 1826.Από τους απομνημονευματογράφους της Επανάστασης το αναφέρει μόνο ο Κανέλλος Δεληγιάννης, που συνέγραψε τα απομνημονεύματά του πολύ αργότερα και φέρεται ότι προσπάθησε να συνδέσει με την Αγία Λαύρα την ιδιαίτερη πατρίδα του, ενώ ο Μιχαήλ Οικονόμου αναφέρει γενικά ότι σε όλες τις επαρχίες της Πελοποννήσου η ύψωση της σημαίας τους Σταυρού έγινε την 25 Μαρτίου. Η άποψη περί θρύλου υποστηρίζει ότι η δημιουργία του οφείλεται στον Γάλλο πρόξενο Φρανσουά Πουκεβίλ, που το 1824 συνέθεσε μια φανταστική λεπτομερή εξιστόρηση του περιστατικού στη γεμάτη υπερβολές και ακούσια ή εκούσια λάθη Ιστορία του και σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά, διοχέτευε στο γαλλικό τύπο ό,τι του έστελνε ο Γερμανός. Στα απομνημονεύματα του Παλαιού Πατρών Γερμανού αναφέρεται ότι “οι συσκεφθέντες αποφάσισαν να μην δώσουν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι να παραμερίσωσι εις ασφαλή μέρη”. Είναι σίγουρο ότι οι συγκεντρωμένοι έφυγαν από την Αγία Λαύρα στις 17 Μαρτίου έχοντας γνώση της επικείμενης έναρξης της επανάστασης.

Ιδέες και ταυτότητα:

Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν μία αρχαΐζουσα μορφή της ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι ήταν ομιλητές της δημοτικής. O E. Hobsbawm ισχυρίζεται πως η αναδρομή στην αρχαιότητα δεν έπαιξε κανένα ρόλο στους απλούς αγωνιστές και ότι αυτοί πολεμούσαν περισσότερο για τη Ρώμη παρά για την Ελλάδα.Κατά τον Παύλο Τζερμιά ο Hobsbawm έχει άγνοια των πηγών, υποβαθμίζει την ιστορική συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και παρερμηνεύει την έννοια της Ρωμιοσύνης. Κατά τον ίδιο, η Επανάσταση ήταν ένα πολύπλοκο φαινόμενο όπου συνυπάρχουν τόσο το εθνικό όσο και το κοινωνικο-οικονομικό στοιχείο.

Για τους πολεμιστές η επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα: τα γεγονότα της επανάστασης αποδίδονταν στο Θεό, την κήρυξη της και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων πλαισίωναν θρησκευτικές ακολουθίες και τελετουργίες (δοξολογίες, λειτουργίες, ορκωμοσίες και αγιασμοί) και τα επαναστατικά λάβαρα έφεραν θρησκευτικά σύμβολα, κυρίως το σταυρό.Επικρατέστερος ως τότε όρος αυτοπροσδιορισμού ήταν το «Ρωμιοί» ή «Ρωμαίοι», ενώ περιορισμένη διάδοση είχε γνωρίσει τα χρόνια εκείνα ο προβαλλόμενος από δυτικού προσανατολισμού λογίους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, όρος «Γραικοί», αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους. Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας, θρυλικά όντα του απώτατου παρελθόντος με γιγαντιαίες διαστάσεις και υπερφυσική δύναμη.

Από την αρχή της Επανάστασης έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για μια Ελληνο-Οθωμανική σύγκρουση με θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα καθώς η κάθε πλευρά προέβαινε σε ακρότητες και αντίποινα. Κατά τον ιστορικό L. Stavrianos oι σφαγές ήταν απαραίτητο συνοδευτικό ενός αγώνα που ταυτόχρονα έφερνε αντιμέτωπους Έλληνες υπηκόους εναντίον Τούρκων αφεντάδων, Έλληνες χωρικούς εναντίον Τούρκων γεωκτημόνων και Έλληνες χριστιανούς εναντίον Τούρκων μουσουλμάνων. Οι αμοιβαίες επιθέσεις των πρώτων μηνών όχι μόνο ενέτειναν την θρησκευτική έχθρα αλλά έκαναν την επανάσταση έναν αγώνα για ιερή αντεκδίκηση, έναν αγώνα όπου η εθνική ταυτότητα βάθαινε τη θρησκευτική διαφορά.

(Από Polls and Rolitics)

 

 

 

(*) Ο Λάμπρος Παπαδής είναι από την Θεσσαλονίκη, έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και του αρέσει να ασχολείται με την πολιτική ιστορία και τα Μ.Μ.Ε.

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content