Ο Ιωάννης Κονδυλάκης υπήρξε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της ελληνικής δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Προσέδωσε στο χρονογράφημα λογοτεχνική αξία και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της «Ενώσεως Συντακτών» (από το 1947, «Ένωσις Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών», γνωστή με τα αρχικά ΕΣΗΕΑ), της οποίας ήταν ο πρώτος πρόεδρος. Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το διήγημα και τη νουβέλα και τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας.
Ο Ιωάννης Κονδυλάκης γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1862 στην Άνω Βιάννο και ήταν γόνος γνωστής οικογένειας του νησιού, πολλά μέλη της οποίας έλαβαν μέρος στις κρητικές επαναστάσεις. Σε ηλικία πέντε ετών κατέφυγε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στον Πειραιά και δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Στη συνέχεια ξεκίνησε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Ηράκλειο και το 1884 αποφοίτησε από το Βαρβάκειο της Αθήνας. Μεσολάβησε η διακοπή της φοίτησής του από το 1877 και ως το 1883, περίοδος κατά την οποία πήρε μέρος στην επανάσταση της Κρήτης και εργάστηκε ως γραμματέας στο Ειρηνοδικείο και Εφετείο Χανίων, καθώς και στη Λιμενική Αρχή της Σητείας, απ’ όπου ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα, στέλνοντας άρθρα στην εφημερίδα «Αλήθεια» των Χανίων.
Το 1883 επανήλθε στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο και τον επόμενο χρόνο με την αποφοίτησή του διακρίθηκε στο διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Εστία» με το διήγημα «Η Κρήσσα ορφανή: Το εν Αρκαδίω ιερόν δράμα» κι εξέδωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Διηγήματα». Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του για λόγους οικονομικής ανέχειας. Ξανάφυγε για την Κρήτη κι εργάστηκε ως δάσκαλος στο χωριό Μόδι των Χανίων. Το επάγγελμα του δασκάλου φαίνεται ότι δεν ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του, γι’ αυτό σύντομα παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, αρθρογραφώντας σε εφημερίδες των Χανίων και του Ηρακλείου. Τα πατριωτικά του άρθρα δεν άρεσαν στις τουρκικές αρχές του νησιού κι έτσι το 1889 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου άρχισε ουσιαστικά η δημοσιογραφική και λογοτεχνική σταδιοδρομία του.
Ο Κονδυλάκης συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες (« Άστυ», «Εφημερίς», «Σκριπ») και μονιμότερα με το «Εμπρός», όπου σημείωσε τις μεγάλες του επιτυχίες στο χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης (στα κατά καιρούς δημοσιεύματά του είχε χρησιμοποιήσει και τα ψευδώνυμα: Κονδυλοφόρος, Βαρδής Γύπαρις και Ιωάννης Ακτήμων). Συνολικά δημοσίευσε περί τα 6.000 χρονογραφήματα, καλλιεργώντας το εφήμερο αυτό είδος και προσδίδοντάς του λογοτεχνική αξία. Έγραψε επίσης επιφυλλίδες, σχολικά αναγνώσματα και επαναστατικά απομνημονεύματα, ενώ συμπλήρωσε την «Ιστορία των Επαναστάσεων της Κρήτης» των Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και Καλλίνικου Κριτοβουλίδη, μετέφρασε γαλλικά μυθιστορήματα και τα «Άπαντα» του Λουκιανού.
Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε κυρίως με το διήγημα και τη νουβέλα. Τα έργα του τοποθετούνται στο πλαίσιο της ηθογραφικής πεζογραφίας, με αξιόλογα ψυχολογικά και ψυχογραφικά στοιχεία και ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, με πιο χαρακτηριστικό το διήγημα «Ο Επικήδειος», μοναδικό στο είδος του σε όλη την ελληνική λογοτεχνία. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί και η γλώσσα του, μείγμα λόγιας έκφρασης και κρητικής διαλέκτου. Τα πιο γνωστά έργα του είναι το μυθιστόρημα «Οι Άθλιοι των Αθηνών» (1895) και οι νουβέλες «Ο Πατούχας» (1916), «Όταν ήμουν δάσκαλος» (1916) και «Πρώτη Αγάπη» (1919).
Το 1914, μαζί με άλλους συναδέλφους του δημοσιογράφους, ίδρυσε το σωματείο «Ένωσις Συντακτών», της οποίας διετέλεσε πρώτος πρόεδρος και αγωνίστηκε από τη θέση αυτή για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και γενικότερα για την εξύψωση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου. Το 1947 μετονομάστηκε σε «Ένωσις Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών» (ΕΣΗΕΑ).
Βαθιά επίδραση στην ψυχοσύνθεση του Ιωάννη Κονδυλάκη άσκησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1918 έφυγε ξανά για την Κρήτη και στη συνέχεια επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σκόπευσε να παραμείνει εκεί και να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα για την εποχή των Πτολεμαίων. Επέστρεψε στα Χανιά το 1919 σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση κι ένα χρόνο αργότερα προσβλήθηκε από ημιπληγία και πέθανε στο Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο Ηρακλείου στις 25 Ιουλίου 1920.
SanSimera.gr