Το χρονικό της ντροπής, οι «ναυμαχίες» του ΣΥΡΙΖΑ και το τέλος της περιπέτειας
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Σαράντα ακριβώς χρόνια κράτησε η περιπέτεια των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Μια περιπέτεια που αποτελεί χρονικό ντροπής, καθώς η Ελλάδα, χώρα με 16.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή, βρέθηκε χωρίς ναυπηγείο!
Η λύση δόθηκε στις 7 Ιουλίου με την ολοκλήρωση του πλειοδοτικού διαγωνισμού από την ΕΤΑΔ και την πώλησή των Ναυπηγείων στον εφοπλιστή Γιώργο Προκοπίου.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια (ακόμη) επιτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη και το θέμα δεν είναι το τίμημα – αν και τελικά ήταν τετραπλάσιο του αρχικού. Το θέμα είναι ότι επιτέλους τα μεγαλύτερα ναυπηγεία της χώρας θα λειτουργήσουν ξανά και η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία θα αναγεννηθεί, προσφέροντας θέσεις εργασίας και πλούτο στη χώρα.
Δεν περίμενε, βέβαια, κανείς από τον ΣΥΡΙΖΑ να πει καλή κουβέντα. Άλλωστε ο ΣΥΡΙΖΑ θυμάται τα ναυπηγεία όποτε του καπνίσει. Όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση φωνάζει, καταγγέλλει «σκοτεινά σημεία», μιλά για «κοψοχρονιά ξεπουλήματα», ζητάει εξεταστικές επιτροπές, δήθεν στέκεται στο πλευρό των εργαζομένων και γενικά χρησιμοποιεί αυτή τη μοναδική πηγή πλούτου για τη χώρα ως μέσο για να καταγγείλει το «παλιό».
Στις 20 Μαΐου 2013, όταν αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ είχε επισκεφθεί τον Σκαραμαγκά, μιλούσαν για το «κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση διαχρονικό έγκλημα της ιδιωτικοποίησης» και για «αποικιοκρατικές συμβάσεις», καταγγέλλοντας τα «επιτελεία της Κομισιόν».
Και βέβαια, είχαν την λύση έτοιμη στο τσεπάκι τους: Θα δημιουργούσαν Ενιαίο Δημόσιο Φορέα για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας και θα επαναλειτουργούσαν άμεσα τα Ναυπηγεία!
Από προγράμματα Θεσσαλονίκης άλλο τίποτε…
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2013, τον Σκαραμαγκά είχε επισκεφθεί ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και μίλησε για «τεράστιο σκάνδαλο εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου».
«Ας το γνωρίζουν καλά οι μνημονιακές κυβερνήσεις, πολύ σύντομα θα κληθούν να λογοδοτήσουν στον ελληνικό λαό για το έγκλημα που διέπραξαν εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου σε ό,τι έχει να κάνει με τα Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, αλλά και συνολικά με τη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία», είχε βροντοφωνάξει.
Στις 8 Οκτωβρίου 2013 ο κ. Τσίπρας είχε καταθέσει επίκαιρη ερώτηση, καλώντας, μεταξύ άλλων, την τότε κυβέρνηση να κάνει «όλες οι απαραίτητες ενέργειες νομικής υποστήριξης και διεκδίκησης στην ΕΕ προκειμένου να ανακληθούν οι περιορισμοί που αφορούν στην κρατική ενίσχυση των Ναυπηγείων».
Η ερώτηση συζητήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2013, με τον Τσίπρα να ανακοινώνει πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής, να μιλά πάλι για «έγκλημα» – προσφιλής του λέξη που την χρησιμοποιεί συχνά πυκνά τώρα και για την πανδημία – να ξεχνά μερικά χρόνια, λέγοντας ότι η υπόθεση ξεκίνησε το 2000 και να ισχυρίζεται πως τα τέσσερα υποβρύχια… σάπιζαν!
Φυσικά δεν σάπιζε τίποτε. Όταν στις 9 Απριλίου 2014 κατατέθηκε η σχετική τροπολογία και η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου με υπουργό Άμυνας τον Αβραμόπουλο, μετέφερε τα υποβρύχια «ΠΙΠΙΝΟΣ», «ΜΑΤΡΩΖΟΣ», «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» και «ΩΚΕΑΝΟΣ», στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, τίποτε δεν ήταν σάπιο – εκτός από την συριζαϊκή αντιπολίτευση
«Δεν είναι μόνο ο κ. Τσοχατζόπουλος το πρόβλημα της διαπλοκής και της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος στη χώρα», είχε πει τον Οκτώβριο του 2013 από το βήμα της Βουλής ο κ. Τσίπρας. Προφανώς γι’ αυτό είχε προτιμήσει να μιλήσει για την μετά το 2000 περίοδο…
Σκιαμαχούσαν παριστάνοντας ότι… ναυμαχούν!
Τον Ιούνιο του 2014, ο ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε το θέμα, βαφτίζοντας «δικογραφία» τα πρακτικά της Βουλής της 18ης Δεκεμβρίου 2013 – όταν συζητήθηκε η πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – ενώ επί του θέματος το κοινοβούλιο είχε αποφανθεί αμετάκλητα και με ονομαστική ψηφοφορία.
«Ο ΣΥΡΙΖΑ σκιαμαχεί παριστάνοντας ότι… ναυμαχεί», είχα πει τότε σε ανακοίνωσή μου με την ιδιότητα της κυβερνητικής εκπροσώπου.
Άλλωστε, το 2014, η κυβέρνηση Σαμαρά ψήφισε για λόγους εθνικής ασφαλείας, έναν άλλο νόμο δυνάμει του οποίου ανεστάλη κάθε μορφής αναγκαστική εκτέλεση κατά των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ.
Αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζαν το ίδιο βιολί με φασαρίες και ερωτήσεις, μέχρι που βρέθηκαν στην εξουσία. Οπότε απλά έθεσαν τα Ναυπηγεία σε ειδική διαχείριση, χωρίς να δώσουν καμιά οριστική λύση.
Το θράσος τους είναι τόσο μεγάλο, που τώρα καταγγέλλουν ότι η κυβέρνηση έσπασε στα δύο τα προς πώληση τμήματα.
Μιλάμε για τον ΣΥΡΙΖΑ που τον Οκτώβριο του 2017 κυβερνητικοί του παράγοντες δήλωναν ικανοποιημένοι από την απόφαση του διεθνούς διαιτητικού δικαστηρίου – στο οποίο είχε καταφύγει ο τότε ιδιοκτήτης Ισκαντάρ Σάφα. Διότι, όπως μας είχαν πει «η απόφαση θα επιταχύνει τα σχέδια της κυβέρνησης για την τύχη των ναυπηγείων, την υπαγωγή τους σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και την πώληση τους σε κομμάτια».
Τότε τα ήθελαν τα «κομμάτια»…
Είχαν, βέβαια, σπεύσει να χαρούν, αλλά το χαμόγελο είχε λίγο μετά παγώσει στα χείλη τους. Διότι το διαιτητικό δικαστήριο είχε επιδικάσει στον Σάφα αποζημίωση άνω των 200 εκ ευρώ, εναντίον της οποίας ανακοίνωσαν ότι θα ασκήσουν προσφυγή.
(Ανοίγω μια παρένθεση για να θυμίσω ότι τον Απρίλιο του 2019 οι αδελφοί Σάφα υπέβαλαν στο δικαστήριο νέα αποδεικτικά στοιχεία, που παρά τις ενστάσεις των εκπροσώπων του ελληνικού Δημοσίου, έγιναν δεκτά. Στις 29 Ιανουαρίου 2021 οι δύο πλευρές υπέβαλαν τα υπομνήματά τους).
Στις 14 Νοεμβρίου 2017 ο ΣΥΡΙΖΑ μας είχε παρουσιάσει τις προτάσεις του στη Βουλή (Βίτσας, Πιτσιόρλας), σε συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Εθνικής Άμυνας: Καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ώστε «το ελληνικό Δημόσιο να υλοποιήσει τη δέσμευσή του από τις αποφάσεις της Ε.Ε. και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, για την ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων προς τα ναυπηγεία».
Πήγαν περίπατο και τα ηρωικά κατά των ευρωπαίων «αποικιοκρατών»…
Όπως μας είχαν πει…
«Θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος η διαδικασία που ακολουθούμε και για να αποφύγουμε την καταδίκη και για να μπορέσουμε μέσω της διαδικασίας της ειδικής διαχείρισης να διατηρήσουμε τα ναυπηγεία – και ιδιαίτερα το στρατιωτικό σκέλος του ναυπηγείου να το διατηρήσουμε εν ζωή. Επίσης, να οργανώσουμε μία διαδικασία για την αναζήτηση νέων επενδυτών, ούτως ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η λειτουργία του. Όπως βεβαίως το εμπορικό τμήμα και αυτό να επιστρέψει στο ελληνικό Δημόσιο, και μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών και αυτό να αξιοποιηθεί, για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε κυρίως, κάποια περιουσιακά στοιχεία: Πρώτα απ’ όλα τη δεξαμενή Νο 5 και όλα τα υπόλοιπα για να μπορέσει να λειτουργήσει η ναυπηγοεπισκευή. Θεωρούμε ότι δημιουργούνται προϋποθέσεις ξανά για να ζωντανέψει η ναυπηγοεπισκευή και να δημιουργηθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας – και βεβαίως να έχουμε και μία σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη της χώρας».
Πάλι καταγγέλλουν τον εαυτό τους!
Δηλαδή ως κυβέρνηση μας έλεγαν πως θα πουλήσουν την Δεξαμενή Νο 5 «και όλα τα υπόλοιπα», ενώ σήμερα, που ξαναβρίσκονται στην εξουσία καταγγέλλουν αυτό ακριβώς που είχαν προκρίνει! Τότε μας έλεγαν πως με αυτόν τον τρόπο θα ζωντάνευε η ναυπηγοεπισκευή και θα δημιουργούνταν θέσεις εργασίας. Σήμερα μιλάνε πάλι για σκάνδαλο!
Και τι άλλο μας είπαν σε εκείνη την ενημέρωση του Νοεμβρίου 2017;
Μα ότι «η Ελλάδα παραπέμπεται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (το οποίο θα προσδιοριστεί τέλος του χρόνου ή αρχές του επόμενου) για καταδίκη, για μη συμμόρφωση στις αποφάσεις κρατικών ενισχύσεων, με βέβαιη την εξέλιξη, αν δεν προλάβουμε, να καταδικαστούμε σε ένα εφάπαξ πρόστιμο και σε ημερήσιο πρόστιμο από κει και πέρα, για μη συμμόρφωση. Αυτή η καταδίκη πέραν των προστίμων, θα έχει ως συνέπεια την πτώχευση των ναυπηγείων, επειδή αδυνατούν να επιστρέψουν τα ποσά των κρατικών ενισχύσεων».
Πάνε πάλι τα ηρωικά κατά των ευρωπαϊκών θεσμών και των αποφάσεων περί κρατικών ενισχύσεων.
Πρώτα ζητούσαν εξεταστική, μετά τους άρεσε η συμφωνία
Και το καλύτερο από εκείνη την ενημέρωση. Όπως μας είπαν (το 2017, εντάξει;) «το 2010 υπήρξε μια συμφωνία για έναν τρόπο υλοποίησης αυτής της απόφασης. Δυστυχώς, δεν υλοποιήθηκε αυτή η συμφωνία, με ευθύνη των ναυπηγείων και έτσι το θέμα παρέμεινε. Το 2014 μας στείλανε προειδοποιητική επιστολή, και το 2017 ασκήθηκε η προσφυγή κατά του ελληνικού Δημοσίου».
Δηλαδή το 2017 έβρισκαν καλή τη συμφωνία του 2010 του Βενιζέλου και στενοχωριόνταν που δεν εφαρμόστηκε – ενώ το 2013 για το ίδιο θέμα ζητούσαν εξεταστική!
Στις 17 Νοεμβρίου 2017 συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η προσφυγή του ελληνικού Δημοσίου και της τράπεζας Πειραιώς με την οποία ζητούσαν να τεθούν υπό καθεστώς ειδικής διαχείρισης τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά (ΕΝΑΕ).
Στις 8 Μαρτίου 2018 το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση του ελληνικού Δημοσίου να υπαγάγει τα «Ελληνικά Ναυπηγεία» στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης σύμφωνα με το νόμο 4307/2014.
Καθοριστικός ο νόμος Σαμαρά
Δηλαδή, καθοριστικής σημασίας για την απόφαση υπήρξε ο νόμος της κυβέρνησης Σαμαρά – την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ καθύβριζε. Και η απόφαση για την υπαγωγή των ναυπηγείων σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης είχε ληφθεί ήδη από το 2014 προκειμένου η Ελλάδα να συμμορφωθεί στην περί κρατικών ενισχύσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του 2008, με το ποσό να ξεπερνά τα 667 εκ. ευρώ.
Σύμφωνα μάλιστα με το σκεπτικό της απόφασης του 2018, πρωταρχικός σκοπός του νόμου του 2014 ήταν η λειτουργία της επιχείρησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης, ώστε μέσω αυτής να αποφευχθεί η απαξίωση της επιχείρησης και να επιτευχθεί μέσω της μεταβίβασης του ενεργητικού της η συνέχιση της λειτουργίας της.
Παρ’ όλα αυτά, στις 14 Νοεμβρίου 2018, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για μη εκτέλεση της απόφασης για ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων. Με εφάπαξ ποσό 10 εκ ευρώ και 7 εκ. ανά εξάμηνο καθυστέρησης.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφερόταν και το ιστορικό. Σύμφωνα με το Δικαστήριο η υπόθεση άνοιξε το 2008, όταν η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία τα μέτρα που είχε λάβει η Ελλάδα μεταξύ 1996 και 2003 υπέρ των ναυπηγείων (εισφορές κεφαλαίου, παροχή εγγυήσεων και χορήγηση δανείων) ήταν ενισχύσεις μη συμβατές προς την εσωτερική αγορά και έπρεπε να ανακτηθούν αμέσως.
Αυτά είναι τα καινούργια. Πάμε τώρα στα παλιά:
Από την χρυσή εποχή του Νιάρχου στη μεγάλη κατρακύλα
Όσο βρίσκονταν στα χέρια του Νιάρχου τα Ναυπηγεία ανθούσαν. Μεταξύ του 1959 και του 1985 στον Σκαραμαγκά κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν περί τα 10.000 πλοία. Ήταν μια χρυσή εποχή.
Η κρίση είχε ξεσπάσει από το 1981. Τα Ναυπηγεία φορτώθηκαν με επιπλέον εργαζομένους, που έφθασαν τους 4.000, ενώ οι πραγματικές ανάγκες απαιτούσαν τους μισούς. Υπήρξε μια σκέψη για εθελουσία έξοδο, αλλά οι συνδικαλιστές αρνήθηκαν.
Το 1985 τα Ναυπηγεία κρατικοποιήθηκαν όταν εξαγοράστηκαν από την ΕΤΒΑ έναντι 15 εκ δολαρίων. Όπως συνέβη και με το Νεώριο και την Ελευσίνα. Οπότε, άρχισε η κατρακύλα. Διπλάσιοι εργαζόμενοι από τους αναγκαίους, χρέη, εκκαθάριση εν λειτουργία, βολέματα σε θέσεις Διοικητικού Συμβουλίου. Η αρχή του τέλους.
Ο Μητσοτάκης, ο Παπανδρέου και η παραίτηση Σημίτη
Επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη καταβάλλεται προσπάθεια για εκκαθάριση εν λειτουργία, ενώ εξασφαλίζεται από την ΕΕ ότι ο Σκαραμαγκάς θα είναι το μοναδικό ναυπηγείο όπου το Δημόσιο θα μπορεί να διατηρεί το 51% του μετοχικού κεφαλαίου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Το 1994 αρχίζουν οι ουσιαστικές προσπάθειες πώλησης. Επί υπουργού Βιομηχανίας Κ. Σημίτη βγαίνει από το καθεστώς εκκαθάρισης και τοποθετείται Δ.Σ. Αρχίζουν οι προσπάθειες για πώληση, αλλά εμφανίζεται αδυναμία εξεύρεσης αγοραστή.
Το 1995, ο Κώστας Σημίτης παραιτείται από υπουργός Βιομηχανίας μετά από τη δήλωση του Α. Παπανδρέου στη ΔΕΘ, με την οποία του απέδιδε ευθύνες για τον χειρισμό της ιδιωτικοποίησης των ναυπηγείων.
Βρετανοί, εργαζόμενοι, Γερμανοί και πολλά χρέη
Η Ε.Ε. επιβάλλει τελικά ιδιωτικοποίηση του 49%, που περνά στους εργαζόμενους, με το 51% να παραμένει στην ΕΤΒΑ (η οποία για να θυμηθούμε την γνωστή ρήση πρώην διοικητή της «ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από τράπεζα»). Η βρετανική εταιρία που αναλαμβάνει το μάνατζμεντ φεύγει τρέχοντας και το μάνατζμεντ αναλαμβάνουν οι εργαζόμενοι! Αποτέλεσμα: Στο τέλος της πρώτης κυβέρνησης Σημίτη τα συσσωρευμένα χρέη είχαν φθάσει τα 50 δις δραχμές.
Με λίγα λόγια, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά την κρατικοποίησή τους, το 2001 τα Ναυπηγεία (ξανα)ιδιωτικοποιήθηκαν. Και αυτό έγινε μέσω συμφωνίας αγοράς μετοχών με πρόσκληση για υποβολή προσφορών σύμφωνα με την οποία η επιβολή τυχόν οικονομικών κυρώσεων που σχετίζονται με τις παραβιάσεις των διατάξεων της κοινοτικής νομοθεσίας για τις κρατικές ενισχύσεις δεν θα επιβαρύνουν τον πλειοδότη.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 2001, υπεγράφη η συμφωνία για την πώληση μετοχών της ΕΝΑΕ μεταξύ, αφενός, της ΕΤΒΑ και των εργαζομένων της ΕΝΑΕ και, αφετέρου, της κοινοπραξίας Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH (HDW)/Ferrostaal.
Η HDW/Ferrostaal, δημιούργησε την Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική ΑΕ Χαρτοφυλακίου, με σκοπό την διαχείριση της συμμετοχής της στην ΕΝΑΕ.
Το 2002, λοιπόν, βρίσκει τα Ναυπηγεία στα χέρια της γερμανικής εταιρία HDW, στην οποία είχαν ήδη παραγγελθεί τρία υποβρύχια. Δυο χρόνια μετά, πληροφορηθήκαμε ότι οι συσσωρευμένες ζημιές είχαν φθάσει τα 180 εκ ευρώ και η HDW, δήλωνε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, πως σκόπευε και αυτή να πουλήσει και πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να καλύψει τις ζημιές.
Έτσι, οι Γερμανοί αποφασίζουν να μεταφέρουν σταδιακά κατασκευαστικό έργο από τον Σκαραμαγκά στο Κίελο, προκειμένου η μητρική εταιρία να αυξήσει τα έσοδά της – φυσικά σε βάρος της θυγατρικής. Έτσι, ανατίθεται στην μητρική εταιρία υποκατασκευαστικό έργο ύψους 15 δις δραχμών για τμήματα των υποβρυχίων S214, που ο Σκαραμαγκάς κατασκεύαζε για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο λόγος για την περίφημη σύμβαση του 2002, όταν παραγγέλθηκαν τα τρία (που έγιναν τέσσερα) υποβρύχια, μεταξύ των οποίων και το «Παπανικολής», το «πιλοτικό», που παρουσίασε κλίση 45 μοιρών (σε ανάδυση και εν πλω) και η Ελλάδα επί χρόνια αρνείτο να παραλάβει. Το συμφωνηθέν ποσόν ήταν 1,8 δις ευρώ, από τα οποία προπληρώθηκε το 1,4 δις ευρώ.
(Εδώ να πούμε ότι το «Παπανικολής» όχι μόνο διορθώθηκε, αλλά είναι πλέον το καμάρι του στόλου μας. Η Ελλάδα το παρέλαβε τον Νοέμβριο του 2010).
Από Γερμανούς σε Γερμανούς και από προίκα σε προίκα
Το 2005 οι Γερμανοί πουλούν τα ναυπηγεία (με υπόδειξη Γκέρχαρντ Σρέντερ) σε άλλους Γερμανούς, την Thyssenkrupp, η οποία εξαγόρασε την HDW. Η μεταβίβαση συνοδεύεται από «προικοδότηση» 3 δις ευρώ από το κράτος. Άλλωστε όλες οι μεταβιβάσεις συνοδεύθηκαν από γενναίες επιδοτήσεις, χωρίς βέβαια κανένα αποτέλεσμα. Μεταξύ του 2002 και του 2004 υπογράφονται με τους Γερμανούς επαχθείς «παράπλευρες συμφωνίες».
Οι συνεχείς «προικοδοτήσεις» (1996-2002), καθώς από πώληση σε πώληση το κράτος επιδοτούσε τους νέους αγοραστές, είτε για να αποφασίσουν να προχωρήσουν στην αγορά είτε για να μην απολύσουν τους εργαζόμενους, οδήγησαν και σε ευρωπαϊκό πρόστιμο ύψους 230 εκ ευρώ, που με τους τόκους αυξάνονταν όσο περνούσαν τα χρόνια.
Μάλιστα, τον Ιούλιο του 2008 η Κομισιόν εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία η Ελλάδα καλείτο να ανακτήσει τις παράνομες επιδοτήσεις που είχαν χορηγηθεί υπέρ των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων των Ελληνικών Ναυπηγείων. Ανάκτηση δεν έγινε (από πού να τα πάρουν; Από τους νέους ιδιοκτήτες που ζητούσαν να πληρώσει το κράτος το πρόστιμο;) και η υπόθεση κατέληξε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τον Νοέμβριο του 2008 οι Γερμανοί νέοι ιδιοκτήτες έστειλαν τελεσίγραφο ότι αν δεν πληρωθούν οι υποχρεώσεις θα αποσύρουν και το τελευταίο κατασκευαστικό πρόγραμμα, απολύοντας 1.400 εργαζόμενους. Παράλληλα, καταθέτονταν διάφορες αγωγές κατά του Κράτους.
Τον Σεπτέμβριο του 2009 τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά βρέθηκαν ένα βήμα πριν από το λουκέτο με την Thyssenkrupp να καταγγέλλει την μοναδική σύμβαση που είχε στο Ναυπηγείο. Την ίδια ώρα, οι 170 εργαζόμενοι της (αποσχισθείσας) εταιρίας τροχαίου υλικού παρέμεναν απλήρωτοι από τον Μάιο του 2009. Η αποσχισθείσα εταιρία είχε αιφνιδιαστικά πουληθεί σε… άλλο Γερμανό, που με τη σειρά του εγκατέλειψε την εταιρία!
Τον Οκτώβριο του 2009, ανακοινώθηκε η διακοπή της μισθοδοσίας των εργαζομένων και η εγκατάλειψη των Ναυπηγείων.
Το χάος που παρέλαβε ο Βενιζέλος
Αρχίζουν νέες περιπέτειες και αναζήτηση αγοραστή, με τον τότε υπουργό Άμυνας Ευάγγελο Βενιζέλο να έχει παραλάβει μια χαώδη κατάσταση και με τους Γερμανούς να έχουν ήδη εισπράξει πάνω από 2 δις ευρώ για τα 4 νέα υποβρύχια S 214 και τον εκσυγχρονισμό των 3 παλαιών S 209, χωρίς βέβαια να έχει παραδοθεί κανένα.
Τελικά, οι Γερμανοί υπογράφουν συμφωνία με εταιρία που ειδικεύεται στο real estate και υπογράφουν μαζί της συμφωνία για την πώληση του 100% των μετοχών με συμβολικό τίμημα 1 ευρώ.
Τον Ιανουάριο του 2010 αποφασίζεται νέα πώληση, με νέα συμφωνία, ενώ μπαίνει λουκέτο στο τμήμα τροχαίου υλικού. Τον Μάρτιο αποφασίζεται τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά να περάσουν (σε ποσοστό 75,1%) στην Αμπού Ντάμπι Μαρ, με την Thyssen να διατηρεί το 24,9%. Στη σύμβαση δεν φιγουράρει η «αμαρτωλή» Ferrostaal και δεν υπάρχουν αντισταθμιστικά ωφελήματα.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 η σύμβαση για τα Ναυπηγεία ψηφίστηκε από την Βουλή, (Ν. 3885/2010), με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να δηλώνει πως «κινδυνεύαμε να κλείσουν τα Ναυπηγεία, να έχουν απολυθεί οι εργαζόμενοι, να έχουμε χάσει τα 2 δις που έχουμε δώσει, να μην έχουμε πάρει κανένα υποβρύχιο, να μην μπορούμε να τα τελειώσουμε και να πληρώνουμε κι αποζημίωση από πάνω».
Είχε προηγηθεί, τον Αύγουστο του 2010, η συμφωνία με την ΕΕ.
Με εκείνη την συμφωνία – που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταγγείλει και μετά θρηνούσε επειδή δεν εφαρμόστηκε από την εταιρία – η Ελλάδα δεσμεύτηκε στην Κομισιόν τα περιουσιακά στοιχεία των Ναυπηγείων που δεν έχουν σχέση με τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων να πωληθούν και τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για μερική επιστροφή των χρημάτων.
Με την συμφωνία εκείνη:
Η «Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε» (ΕΝΑΕ) παραιτήθηκε από την χρήση των γηπέδων που της είχαν παραχωρηθεί και τα οποία δεν ήταν αναγκαία για τις στρατιωτικές δραστηριότητες.
Η ΕΝΑΕ δεν θα ασκούσε καμία μη στρατιωτική δραστηριότητα κατά τα επόμενα 15 έτη.
Η Ελλάδα και η ΕΝΑΕ θα κατήγγελλε μια σειρά εγγυήσεων τις οποίες η Επιτροπή είχε κρίνει ασυμβίβαστες με την απόφασή της του 2008.
Την 1η Δεκεμβρίου 2010 η Κομισιόν έδωσε εξάμηνη παράταση προκειμένου η επιχείρηση να επιστρέψει τα χρήματα στο ελληνικό Δημόσιο.
Η προθεσμία έληξε άπρακτη, η Κομισιόν προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και τον Οκτώβριο του 2011 ο τότε υπουργός Άμυνας Πάνος Μπεγλίτης είχε επισκεφθεί στις Βρυξέλλες τον Επίτροπο Αλμούνια για να του εξηγήσει ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν μπορεί να ανακτήσει κρατικές ενισχύσεις ύψους 539 εκ ευρώ.
Στο μεταξύ, ο Μπεγλίτης έστειλε μήνυμα και στη διοίκηση των Ναυπηγείων πως «δεν μπορούν να υπάρξουν εκβιασμοί, καθώς δεν έχουμε να δώσουμε προίκα και οι προικοθήρες έχουν τελειώσει για το υπουργείο Εθνικής Άμυνας».
Δύο εξεταστικές και η σύλληψη Τσοχατζόπουλου
Το 2011 είχαμε την έρευνα της Επιτροπής Εξοπλιστικών της Βουλής που ασχολήθηκε με τις συμβάσεις των υποβρυχίων. Η Έκθεση της Επιτροπής καταλήγει ότι υπάρχουν μόνο πολιτικές ευθύνες, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία για τυχόν ποινικές ευθύνες.
Η Επιτροπή ζητούσε από τον Πρόεδρο της Βουλής να διαβιβαστεί αντίγραφο της έκθεσης της στον πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε σε συνδυασμό και με το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής που είχε ερευνήσει τυχόν ευθύνες του πρώην υπουργού Άκη Τσοχατζόπουλου, να διευκολυνθεί στη θεμελίωση των αστικών αξιώσεων του ελληνικού δημοσίου για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης σε βάρος παντός υπευθύνου.
Η Νέα Δημοκρατία αναφέρθηκε στις ευθύνες εκείνων που ενέκριναν την υπογραφή των συμβάσεων, υπογράμμισε ότι οι κακές συμβάσεις έδεσαν πισθάγκωνα το ελληνικό Δημόσιο και τόνισε ότι το πρόβλημα ανέκυψε αφού είχε καταβληθεί το 80% του τιμήματος για τις δύο συμβάσεις.
Ήδη για την πρώτη σύμβαση που αφορούσε την κατασκευή 3+1 υποβρυχίων τύπου 214, είχαν αποδοθεί ευθύνες στον Τσοχατζόπουλο από την Προανακριτική Επιτροπή.
Υπενθυμίζεται ότι η συγκεκριμένη Επιτροπή είχε αναλάβει να διερευνήσει την υπόθεση των σκανδαλωδών συμβάσεων από το 2009 και πίσω, ενώ η προηγούμενη ad hoc επιτροπή διερεύνησε μόνο τις τυχόν ποινικές ευθύνες του πρώην υπουργού Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου.
Η προανακριτική για τον Τσοχατζόπουλο ολοκληρώθηκε στις 6 Ιουνίου του 2011 και η άλλη ξεκίνησε τις εργασίες της στις 6 Ιουλίου 2011.
Στις 6 Ιουνίου 2011, ομόφωνα (πλην ΛΑΟΣ που δεν έλαβε μέρος) η προανακριτική αποφάσισε την παραπομπή Τσοχατζόπουλου για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας σε βάρος του δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Την 1η Ιουλίου 2011 η Ολομέλεια αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του πρώην υπουργού Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου, με πλειοψηφία 216 ψήφων, επί 242 παρόντων.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, ασκήθηκε δίωξη για οκτώ κακουργηματικές πράξεις σε βάρος 29 εμπλεκομένων.
Στη Γερμανία, η δίκη δύο πρώην στελεχών της εταιρίας Ferrostaal που κατηγορούνταν για δωροδοκία Ελλήνων και Πορτογάλων αξιωματούχων, ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου 2011. Πέντε μέρες μετά, οι κατηγορούμενοι πρώην μάνατζερς της εταιρίας καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή, ενώ στην εταιρία επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 140 εκ. ευρώ.
Ο Τσοχατζόπουλος συνελήφθη τελικά στις 11 Απριλίου του 2012, ημέρα της προκήρυξης των εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του κ. Παπαδημούλη, ανέφερε πως «η έμπρακτη καταπολέμηση της ατιμωρησίας των ισχυρών σε μια περίοδο σκληρής μνημονιακής μονόπλευρης λιτότητας απαιτεί έμπρακτα αποτελέσματα και όχι απλώς κινήσεις εντυπωσιασμού για λόγους επικοινωνιακής σκοπιμότητας».
Μ’ αυτή την άποψη είχε συμφωνήσει και ο ίδιος ο… Τσοχατζόπουλος, μιλώντας κατά την προσαγωγή του για «επικοινωνιακό προεκλογικό δώρο στα δύο μεγαλύτερα κόμματα».
Ακολούθησε η δίκη και οι καταδίκες Τσοχατζόπουλου και άλλων 16 συγκατηγορουμένων του, στις 7 Οκτωβρίου 2013.
Εκ περιτροπής εργασία και νέες «καμπάνες»
Τον Απρίλιο του 2012, η ΕΝΑΕ ανακοίνωσε την απόφασή της για εκ περιτροπής εργασία στα Ναυπηγεία. Όπως ανέφεραν, παρέμενε σε ισχύ η απαγόρευση να αναλαμβάνει το Ναυπηγείο εργασίες από ξένες χώρες και επιπλέον, αλλά ακόμη και η συμμετοχή της εταιρείας σε διαγωνισμούς, που προκηρύσσονταν από το Πολεμικό Ναυτικό.
Τον ίδιο μήνα, η Ελλάδα καταδικάστηκε για άλλη μια φορά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την μη ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων. Μια ακόμη «καμπάνα» ήλθε στις 28 Ιουνίου του 2012, μόλις είχε δηλαδή αναλάβει η κυβέρνηση Σαμαρά.
Τον Δεκέμβριο του 2012 – και ενώ ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι – για να διασφαλιστούν θέματα εθνικής ασφάλειας, η κυβέρνηση ψηφίζει τροπολογία με την οποία τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά υποχρεούνταν να επιστρέψουν στο ελληνικό Δημόσιο, όση έκταση γης τούς είχε παραχωρηθεί, χωρίς να είναι αναγκαία για την εκτέλεση στρατιωτικών δραστηριοτήτων. Σημειώνεται ότι η Κομισιόν είχε στο μεταξύ αποδεχθεί την ανάγκη ανάπτυξης στρατιωτικών δραστηριοτήτων.
Είχε προηγηθεί η σύσκεψη της 7ης Αυγούστου 2012 των τριών αρχηγών που στήριζαν την τρικομματική κυβέρνηση. Αυτής της σύσκεψης είχε προηγηθεί άλλη (υπουργική) σύσκεψη με την συμμετοχή και των συνδικαλιστών και είχε αποφασιστεί τότε ότι Πολεμικό Ναυτικό και Λιμενικό Σώμα θα φυλάσσουν τα υποβρύχια που παραμένουν στις εγκαταστάσεις των Ναυπηγείων, ενώ οι εργαζόμενοι δεσμεύτηκαν για την άμεση και διαρκή συντήρησή τους.
Επομένως, όταν τον Οκτώβριο του 2013 ο κ. Τσίπρας έλεγε στη Βουλή ότι τα υποβρύχια «σάπιζαν», απλά δεν έλεγε την αλήθεια.
Τον Φεβρουάριο του 2013 το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) δικαιώνει την Κομισιόν και καλεί το ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει κρατικές ενισχύσεις ύψους 310 εκ. ευρώ, ποσό το οποίο με απόφασή της του 2006 η Κομισιόν υποχρέωνε την Ελλάδα να ανακτήσει από την «Ελληνικά Ναυπηγεία». Η «Ελληνικά Ναυπηγεία είχε προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του ΔΕΚ.
Και κάτι ακόμη: Τον Δεκέμβριο του 2015, επί ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή, οι ελληνικές αρχές έστειλαν στην ΕΝΑΕ εντολή ανάκτησης του 80% του προς ανάκτηση ποσού και τον Φεβρουάριο του 2017 κινήθηκε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί των περιουσιακών στοιχείων της ΕΝΑΕ που συνδέονταν με τις εμπορικές δραστηριότητές της, ενώ τον Ιούνιο του 2017 ζήτησαν την ανάκτηση του 20% του ποσού.
Φυσικά δεν ανακτήθηκε τίποτε.
Στο μεταξύ, εξαιτίας της μεγάλης προσφυγικής κρίσης που ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσε το 2015, ο Σκαραμαγκάς μετατράπηκε τον Απρίλιο του 2016 σε κέντρο «προσωρινής» φιλοξενίας προσφύγων, καθώς στο Λιμάνι του Πειραιά γινόταν ο κακός χαμός και η τότε κυβέρνηση αναζητούσε τρόπους αποφόρτισής του.
Μετά από όλη αυτή την πρωτοφανή περιπέτεια που κράτησε σαράντα ολόκληρα χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έκοψε τον γόρδιο δεσμό.
Κάθε άλλη συζήτηση εντάσσεται στη σφαίρα του γελοίου…