Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάσθηκε η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η μεγαλύτερη ιστορικά αεροπορική έφοδος (αεραπόβαση) των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις Aγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά την διάρκεια του πόλεμου.
Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς λόγω της σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς και το μεγάλο τίμημα που η επίθεση και η επακόλουθη κατοχή είχαν στον πληθυσμό του νησιού.
Ο σχεδιασμός της επίθεσης
Την πρόταση για εισβολή από αέρος στην Κρήτη έκανε στον αρχηγό της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας Χέρμαν Γκαίρινγκ ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, δημιουργός της μεραρχίας αλεξιπτωτιστών και διοικητής του 11ου Αεροπορικού Σώματος. Οι δυο τους επισκέφτηκαν τον Χίτλερ στις 21 Απριλίου 1941, ο οποίος εξέφρασε επιφυλάξεις προβλέποντας μεγάλες απώλειες και προτείνοντας τη χρησιμοποίηση των αλεξιπτωτιστών για την κατάκτηση της Μάλτας. Ωστόσο έδωσε την έγκρισή του για την επιχείρηση που ονομάστηκε Ερμήςεκδίδοντας τη σχετική διαταγή στις 25 Απριλίου 1941. Ο σχεδιασμός και διεξαγωγή της επιχείρησης ανατέθηκε στον πτέραρχο Αλεξάντερ Λερ, διοικητή του 4ου Αεροπορικού Στόλου. Ο 4ος Αεροπορικός Στόλος περιλάμβανε το 11ο και το 8ο Αεροπορικό Σώμα. Το 11ο Αεροπορικό Σώμα αποτελούνταν από τις μονάδες που θα πολεμούσαν στο έδαφος, την 7η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών και την 22η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Το 8ο Αεροπορικό Σώμα περιλάμβανε 550 βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροσκάφη. Επίσης, είχε στη διάθεσή του δέκα σμηναρχίες μεταγωγικών αεροσκαφών από τις οποίες οι εννέα θα μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές και μία θα ρυμουλκούσε ανεμοπλάνα των μονάδων εφόδου. Η επιχείρηση Ερμής ήταν η πρώτη αποστολή που επρόκειτο να φέρει σε πέρας μόνης της η πολεμική αεροπορία.
Τελικά αποφασίστηκε η πραγματοποίηση επίθεσης σε τέσσερα σημεία, στο Μάλεμε, τα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Η επίθεση θα γινόταν σε δύο κύματα, καθώς δεν επαρκούσαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη για την ταυτόχρονη επίθεση. Το πρώτο κύμα θα εξαπολυόταν στις 07:15 το πρωί και αποτελούνταν από δύο ομάδες. Η ομάδα Κομήτης θα έπρεπε να καταλάβει το διάδρομο προσγείωσης προσγείωσης του Μάλεμε και να τον διατηρήσει ανοικτό ώστε να είναι δυνατή η προσγείωση γερμανικών αεροσκαφών. Το πρώτο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε την πόλη των Χανίων και το λιμάνι της Σούδας.
Το δεύτερο κύμα θα εξαπολυόταν στις 15:15 το απόγευμα, αποτελούμενο επίσης από δύο ομάδες. Το δεύτερο κλιμάκιο της ομάδας Άρης θα καταλάμβανε το Ρέθυμνο και τον διάδρομο προσγείωσης της περιοχής. Τέλος η ομάδα Ωρίων θα καταλάμβανε την πόλη και το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Την κατάληψη του τελευταίου θα ακολουθούσε προσγείωση αερομεταφερόμενων μονάδων οι οποίες μαζί με τους αλεξιπτωτιστές θα κινούνταν προς τα Χανιά και θα κύκλωναν το σύνολο των αμυνομένων, Το 8ο Αεροπορικό Σώμα θα παρείχε, τελικά, αεροπορική υποστήριξη στην επιχείρηση.
Την δεύτερη μέρα της επιχείρησης, δύο στολίσκοι αποτελούμενοι από επιταγμένα πλοία, εξήντα τρία μηχανοκίνητα καΐκια και επτά μικρά φορτηγά, θα απέπλεαν από τα Μέγαρα και τη Χαλκίδα μεταφέροντας ενισχύσεις, εφόδια και υποζύγια. Ο πρώτος στολίσκος θα είχε προορισμό τον κόλπο της Σούδας ή τα Χανιά και ο δεύτερος το Ηράκλειο. Μετά την κατάληψη του Ηρακλείου, θα αναχωρούσε από τον Πειραιά ένας τρίτος στολίσκος από μεγαλύτερα ακτοπλοϊκά σκάφη που θα μετέφερε ελαφρά τεθωρακισμένα και μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς. Για την προστασία των στολίσκων, το ιταλικό πολεμικό ναυτικό διέθεσε δύο παλαιές τορπιλακάτους. Το σχέδιο μεταφοράς από τη θάλασσα είχε προστεθεί, ως ασφαλιστική δικλίδα, κατόπιν επιμονής του Χίτλερ.
Οι δυνάμεις άμυνας του νησιού
Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 9.000 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, (τα οποία είχαν μείνει πίσω όταν η υπόλοιπη μονάδα είχε μεταφερθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα για να αντιμετωπίσει την γερμανική εισβολή), την Κρητική Χωροφυλακή (μια δύναμη με μέγεθος τάγματος), τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορικές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα του 12ου και του 20ου ελληνικού τμήματος στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση).
Υπήρχαν, ακόμη, μαθητές της Σχολής Χωροφυλακής, πρωτοετείς ευέλπιδες και οκτώ τάγματα νεοσυλλέκτων που είχαν μεταφερθεί στο νησί από την Πελοπόννησο. Αυτές οι δυνάμεις ήταν ήδη οργανωμένες σε αριθμημένα συντάγματα εκπαιδευομένων νεοσυλλέκτων και αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα διαμόρφωση για την οργάνωση των ελληνικών μονάδων, ενισχύοντάς τις με έμπειρους άνδρες που έφθαναν από την ηπειρωτική χώρα.
Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από δική τους διοίκηση, πρόχειρες μονάδες φτιαγμένες βιαστικά από διοικητές, στρατιώτες κάθε είδους χωρίς ηγεσία, και λιποτάκτες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.
Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεση τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.
Στις 30 Απριλίου ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη.
Τα πολεμικά γεγονότα της 20ής Μαϊου
Το πρωί της 20ής Μαίου, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφφε, άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση ανεμοπλάνων στην δυτική Κρήτη. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις αμέσως άρχισαν την εκτόξευση αντιαεροπορικών πυρών, ενώ οι μονάδες πεζικού προσέβαλαν με δραστικά πυρά τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Στο Μάλεμε η ομάδα Κομήτης, υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατέλαβε την γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της ΡΑΦ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο.
Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το ύψωμα 107, που δέσποζε του αεροδρομίου, ήταν σκληρή, με τους Νεοζηλανδούς να προτάσσουν σθεναρή άμυνα. Η φθορά που είχαν υποστεί οι δυνάμεις των αμυνομένων στο ύψ. 107 έκανε τον διοικητή τους να αμφιβάλει για το πόσο μπορούσε να αντέξει νέα γερμανική επίθεση την επόμενη μέρα, με αποτέλεσμα την νύχτα να αποσυρθεί από το ύψωμα. Δυτικά του Μάλεμε, στο Κολυμπάρι, η ελληνική Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων απέκρουσε με επιτυχία τους Γερμανούς αλλά οι απώλειες της και η έλλειψη πυρομαχικών την ανάγκασαν σε σύμπτυξη σε νέα τοποθεσία.
Ανατολικότερα, στην περιοχή της Αγυιάς, διεξήχθησαν σφοδροί αγώνες ολόκληρη την μέρα, με το 6ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού, που κατείχε τα υψώματα νότια του χωριού Γαλατά και βρέθηκε μέσα στην ζώνη προσγείωσης του όγκου των Γερμανών αλεξιπτωτιστών της ομάδας Άρης, να δέχεται αλλεπάλληλες επιθέσεις. Ο διοικητής, ο υποδιοικητής, ένας διοικητής λόχου και πολλοί διμοιρίτες του Συντάγματος ήταν μεταξύ των πρώτων νεκρών. Ο άνισος αγώνας υποχρέωσε το Σύνταγμα σε σύμπτυξη προς τον Γαλατά. Οι Γερμανοί παρά τις σοβαρές απώλειες κατάφεραν να σταθεροποιηθούν στην περιοχή των φυλακών της Αγυιάς, όπου μια αντεπίθεση από ένα Νεοζηλανδικό τάγμα το βράδυ καθηλώθηκε. Η επίθεση για την κατάληψη της Σούδας και των Χανίων απέτυχε με μεγάλες απώλειες για τους αλεξιπτωτιστές, αναγκάζοντας τους Γερμανούς, που ανέμεναν αντεπίθεση από τους Βρετανούς την νύχτα, να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά στην περιοχή των φυλακών Αγυιάς.
Τις απογευματινές ώρες 161 μεταφορικά αεροσκάφη πραγματοποίησαν ρίψη αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικού υλικού στην περιοχή του Ρεθύμνου. Ένα τμήμα αλεξιπτωτιστών, αφού κατέλαβε τα χωριά Περιβόλια και Καστελάκια, κινήθηκε προς το Ρέθυμνο, αποκρούστηκε όμως από το Τάγμα Οπλιτών Χωροφυλακής με σημαντικές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Έλληνες και Αυστραλοί απέκρουσαν με επιτυχία την επίθεση σε ένα λόφο δυτικά του αεροδρομίου του Ρεθύμνου συλλαμβάνοντας μάλιστα 80 αιχμαλώτους. Παρά τις σοβαρές απώλειες τους, που ανήλθαν στο ένα τρίτο της δύναμής τους, οι Γερμανών κατάφεραν να καταλάβουν το χωριό Αμπελάκια και έναν λόφο ανατολικά του αεροδρομίου.
Στον Τομέα Ηρακλείου η επίθεση της ομάδας Ωρίων ξεκίνησε στις 15:00, με την πόλη του Ηρακλείου να δέχεται για μία ώρα σφοδρό βομβαρδισμό που της προκάλεσε σοβαρές καταστροφές. Η ρίψη των αλεξιπτωτιστών έγινε στις 16:00 χωρίς όμως να έχουν αεροπορική υποστήριξη γεγονός που ήταν αποφασιστικής σημασίας για την τύχη των γερμανικών τμημάτων. Το τάγμα αλεξιπτωτιστών που είχε ως στόχο την κατάληψη του αεροδρομίου εξοντώθηκε από Βρετανικές και Αυστραλιανές δυνάμεις, ενώ δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (μειωμένης δύναμης) υποχρεώθηκαν σε αμυντική στάση από τις προσβολές που δέχτηκαν από τολμηρούς ένοπλους πολίτες, χωροφύλακες και οπλίτες του 7ου Ελληνικού Συντάγματος Πεζικού.
Τεράστιες οι απώλειες
Η συνολική στρατιωτική δύναμη της Κρήτης, μετά από ενίσχυσή της και από δυνάμεις που μεταφέρθηκαν από την ηπειρωτική Ελλάδα, ανερχόταν περίπου σε σύνολο 43000 αντρών, σε 11.500 Έλληνες και 31.500 Βρετανούς και Νεοζηλανδούς, μειονεκτούσε σοβαρά σε θέματα εξοπλισμού, αφού ο οπλισμός, τα πυρομαχικά και τα άλλα εφόδια βρίσκονταν πολύ κάτω της παραδεκτής αναλογίας, ενώ δεν υπήρχε καθόλου συμμαχική αεροπορία.
Οι απώλειες των συμμάχων κυμαίνονταν σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού σε Έλληνες 426 νεκρούς και μεγάλος αριθμός τραυματιών και αιχμαλώτων ο οποίος δεν αναφέρεται. Οι νεκροί σε Βρετανούς κυμαίνονταν 1.742, τραυματίες 1.737 και αιχμάλωτοι 11.835. Επίσης βυθίστηκαν 2 καταδρομικά, 6 αντιτορπιλικά και απωλέσθηκαν πάνω από 2.000 αξιωματικοί και ναύτες.
Η συνολική δύναμη του Άξονα που πήρε μέρος στην επιχείρηση Ερμής ανερχόταν σε 22.750 άνδρες, από τους οποίους οι 14.000 ήταν αλεξιπτωτιστές, 1.370 αεροπλάνα και ανεμόπτερα και 70 πλοία. Οι απώλειες του Άξονα ανέρχονταν, σύμφωνα με την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, σε 1.990 νεκρούς, 1.995 αγνοούμενους και σοβαρό αριθμό τραυματιών. Συνολικά οι απώλειες του επίλεκτου σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών ξεπέρασαν τους 8.000 άνδρες. Οι απώλειες σε αεροσκάφη ανήλθαν σε 220 τελείως κατεστραμμένα και 150 περίπου με σοβαρές ζημιές. Σύμφωνα όμως με τον Κουρτ Στούντεντ, ο οποίος είχε και την διοίκηση της επιχείρησης από την Γερμανική πλευρά, αναφέρει ότι οι απώλειες ανέρχονταν σε 4.000 νεκρούς και αγνοούμενους αλεξιπτωτιστές και στρατιώτες της 5ης Ορεινής Μεραρχίας.
Στο Γερμανικό νεκροταφείο Μάλεμε βρίσκονται οι τάφοι 4.465 στρατιωτών του Γερμανικού Στρατού της μάχης της Κρήτης και της κατοχικής περιόδου.