Μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του υποπτεράρχου ε.α. Δημ. Δρόσου για τους Ταλιμπάν και την πορεία τους, αναδημοσιεύουμε από το militaire.gr
Του Υποπτεράρχου ε.α. Δημητρίου Δρόσου
Τι είναι οι Ταλιμπάν; Είναι οι «μαθητές» των θρησκευτικών σχολών στη γλώσσα Παστούν (Pashto), Ṭālebān στα Παστούν, όπου εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Βόρειο Πακιστάν μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν. Πιστεύεται ότι αυτό το κίνημα των Παστούν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα θρησκευτικά σχολεία (Mandrassas ή Medresahs) που είχαν δημιουργηθεί για τους Αφγανούς πρόσφυγες της Σοβιετικής κατοχής εντός των ΒΔ συνόρων του Πακιστάν και τα οποία σχολεία κήρυταν μια σκληρή μορφή του Σουνιτικού Ισλάμ. Οι Ταλιμπάν υποσχέθηκαν, στις περιοχές των Παστούν που βρίσκονται στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν να αποκαταστήσουν την ειρήνη και την ασφάλεια και να επιβάλουν τη δική τους αυστηρή εκδοχή της Σαρία, (Sharia) ή του Ισλαμικού νόμου, όταν θα καταλάμβαναν την εξουσία.
Από το Νοτιοδυτικό Αφγανιστάν κυρίως από την επαρχία Κανταχάρ, οι Ταλιμπάν επέκτειναν γρήγορα την επιρροή τους, υποτάσσοντας τους τοπικούς πολεμάρχους. Τον Σεπτέμβριο του 1995 κατέλαβαν την επαρχία Herat, που συνορεύει με το Ιράν, και ακριβώς ένα χρόνο αργότερα κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, την Καμπούλ, ανατρέποντας το καθεστώς του προέδρου Burhanuddin Rabbani (ενός από τους ιδρυτές των Αφγανών mujahidden που αντιστάθηκαν στη Σοβιετική κατοχή). Μέχρι το 1998, οι Ταλιμπάν είχαν τον έλεγχο σχεδόν του 90% του Αφγανιστάν. Οι Αφγανοί, κουρασμένοι από τις υπερβολές των mujahidden και τους εμφυλίους μετά την εκδίωξη των Σοβιετικών, γενικά υποδέχθηκαν θετικά τους Ταλιμπάν όταν πρωτοεμφανίστηκαν στη σκηνή. Η πρώιμη δημοτικότητά τους οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχία τους στην εξάλειψη της διαφθοράς, στον περιορισμό της ανομίας και στην εξασφάλιση των δρόμων και των περιοχών υπό τον έλεγχό τους ως ασφαλείς για την άνθηση του εμπορίου.
Ωστόσο άλλες εθνοτικές ομάδες δεν υποτάχθηκαν στους Ταλιμπάν, ούτε εκείνη την εποχή της δεκαετίας του 1990 ούτε σήμερα: πρόκειται για εθνοτικές ομάδες των Τατζίκων, Ουζμπέκων και Χαζάρων κυρίως στα Βόρεια και Κεντρικά μέρη της χώρας, καθώς τους είδαν ως μία συνέχεια της επικυριαρχίας της εθνοτικής ομάδας των Παστούν επάνω τους. Πολλά μέλη αυτών των εθνοτικών ομάδων, ίδρυσαν την Βόρεια Συμμαχία (Ενωμένο Ισλαμικό Μέτωπο για τη Σωτηρία του Αφγανιστάν) η οποία πολέμησε τόσο τους Σοβιετικούς όσο και τους Ταλιμπάν/ Παστούν. Σήμερα με σημαντικές δυνάμεις συνεπικουρούμενη και από ειδικές δυνάμεις του πρώην Αφγανικού στρατού η Βόρεια Συμμαχία ελέγχει την κοιλάδα Παντσίρ (Panjshir) στο κεντρικό ΒΑ τμήμα της χώρας, τη μοναδική από τις 34 Διοικητικές περιφέρειες του Αφγανιστάν που δεν κατελήφθη από τους Ταλιμπάν.
Σε επιθέσεις που πραγματοποίησηαν οι Ταλιμπάν για την κατάληψή της, υποχώρησαν με βαριές απώλειες, καθώς εκεί βρίσκονται οι ορεινοί όγκοι του Hindu Kush οι οποίοι είναι σχεδόν απροσπέλαστοι. Ηγέτες των ομάδων της Βόρειας Συμμαχίας μεταξύ άλλων είναι, οι γιοί των πολέμαρχων Mashud και Dostum, οι οποίοι αμφότεροι σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις της Βόρειας Συμμαχίας στο παρελθόν. Η Βόρεια Συμμαχία αποτελείται από σκληροτράχηλους mujahideen άσπονδους εχθρούς των Ταλιμπάν, οι οποίοι θεωρούνται εξαιρετικοί ορεσίβιοι πολεμιστές με νίκες κατά: του Ερυθρού Στρατού και το 2001 κατά της πρώτης κυβέρνησης των Ταλιμπάν, όπου οι ΗΠΑ στηρίχθηκαν σε αυτούς για τις χερσαίες επιχειρήσεις. Αδυνατώντας οι Ταλιμπάν να νικήσουν τη Βόρεια Συμμαχία, που ονομάζουν τον αγώνα τους ως Δεύτερη Αντίσταση ζητούν με πολιτικούς όρους τη συμμετοχή της Βόρειας Συμμαχίας στην διακυβέρνηση της χώρας.
Επανερχόμενοι στην πρώτη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν, αυτοί εισήγαγαν ή υποστήριξαν τιμωρίες σύμφωνα με την αυστηρή ερμηνεία του νόμου της Σαρία (Sharia), όπως δημόσιες εκτελέσεις καταδικασμένων για δολοφονίες και μοιχείες και ακρωτηριασμούς για όσους κρίθηκαν ένοχοι για κλοπή. Οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να βγάλουν γένια και οι γυναίκες να φορούν την burka που καλύπτει ολόκληρη γυναίκα. Οι Ταλιμπάν απαγόρευσαν επίσης την τηλεόραση, τη μουσική και τον κινηματογράφο και αποδοκίμασαν τα κορίτσια ηλικίας 10 ετών και άνω να πηγαίνουν στο σχολείο. Κατηγορήθηκαν για διάφορες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένα πολιτιστικό έγκλημα, ήταν το 2001, όταν οι Ταλιμπάν προχώρησαν στην καταστροφή των περίφημων αγαλμάτων του Bamiyan Βούδα στο κεντρικό Αφγανιστάν, παρά τη διεθνή κατακραυγή.
Η προσοχή του κόσμου στους Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, εστιάσθηκε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου στη Νέα Υόρκη. Οι Ταλιμπάν κατηγορήθηκαν ότι παρείχαν καταφύγιο για τους πρώτους υπόπτους, τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και την τρομοκρατική οργάνωση της Αλ Κάιντα.
Στις 7 Οκτωβρίου 2001, ένας στρατιωτικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ξεκίνησε επιθέσεις στο Αφγανιστάν και την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου το καθεστώς των Ταλιμπάν είχε καταρρεύσει. Ο τότε ηγέτης των Ταλιμπάν, Mullah Mohammad Omar, και άλλα ανώτερα στελέχη τους, συμπεριλαμβανομένου του Μπιν Λάντεν, απέφυγαν τη σύλληψη, παρά την εξαπόλυση ενός από τα μεγαλύτερα κυνηγητά στον κόσμο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πολλοί ανώτεροι ηγέτες των Ταλιμπάν κατέφυγαν στην πακιστανική πόλη Quetta, από όπου καθοδήγησαν τους Ταλιμπάν. Αλλά η ύπαρξη αυτού που ονομάστηκε “Quetta Shura” διαψεύστηκε από το Ισλαμαμπάντ.
Το Πακιστάν έχει διαψεύσει επανειλημμένα ότι ήταν ο αρχιτέκτονας της επιχείρησης των Ταλιμπάν, αλλά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλοί Αφγανοί που συμμετείχαν αρχικά στο κίνημα εκπαιδεύτηκαν στα Madrassas ή Medresahs (θρησκευτικά σχολεία) στο Πακιστάν. Το Πακιστάν αναγνώρισε τους Ταλιμπάν όταν βρίσκονταν στην εξουσία στο Αφγανιστάν από τις πρώτες χώρες. Επίσης ήταν η τελευταία χώρα που διέκοψε τους διπλωματικούς δεσμούς με την συγκεκριμένη θρησκευτική ομάδα το 2001 με την εισβολή των Δυτικών στη χώρα.
Κάποια στιγμή, οι Ταλιμπάν απείλησαν να αποσταθεροποιήσουν το Πακιστάν από τις περιοχές των φυλών που ελέγχουν στα Βορειοδυτικά του Πακιστάν. Μία από τις πιο γνωστές και διεθνώς καταδικασμένες από όλες τις επιθέσεις των Ταλιμπάν στο Πακιστάν πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2012, όταν η Malala Yusafzai πυροβολήθηκε καθώς επέστρεφε στο σπίτι της στην πόλη Mingora.
Μια μεγάλη στρατιωτική επίθεση δύο χρόνια αργότερα μετά τη σφαγή στο σχολείο της Peshawar μείωσε σημαντικά την επιρροή των Ταλιμπάν στο Πακιστάν. Τουλάχιστον τρεις βασικές προσωπικότητες των Πακιστανών Ταλιμπάν σκοτώθηκαν σε επιθέσεις με αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη το 2013, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού της οργάνωσης, Hakimullah Mehsud.
Παρά τον όλο και μεγαλύτερο αριθμό ξένων στρατευμάτων, οι Ταλιμπάν ανέκτησαν σταδιακά και στη συνέχεια επέκτειναν την επιρροή τους στο Αφγανιστάν, καθιστώντας ανασφαλείς τεράστιες εκτάσεις της χώρας και η βία στη χώρα επέστρεψε σε επίπεδα που δεν είχαν παρατηρηθεί από το 2001.
Πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες επιθέσεις των Ταλιμπάν στην Καμπούλ και, τον Σεπτέμβριο του 2012, η ομάδα πραγματοποίησε επιδρομή υψηλού επιχειρησιακού προφίλ στη βάση του ΝΑΤΟ στο Camp Bastion.
Οι ελπίδες για ειρηνευτική διαπραγμάτευση αυξήθηκαν το 2013, όταν οι Ταλιμπάν ανακοίνωσαν σχέδια για το άνοιγμα γραφείου στο Κατάρ (πάλι το Κατάρ σχετιζόμενο με ισλαμιστικές οργανώσεις). Αλλά η δυσπιστία από όλες τις πλευρές παρέμεινε υψηλή και η βία συνεχίστηκε.
Τον Αύγουστο του 2015, οι Ταλιμπάν παραδέχτηκαν ότι συγκάλυψαν τον θάνατο του ηγέτη τους Mullah Omar, (σύμφωνα με πληροφορίες για προβλήματα υγείας σε νοσοκομείο στο Πακιστάν) για περισσότερα από δύο χρόνια. Τον επόμενο μήνα, η ομάδα δήλωσε ότι είχε αφήσει στην άκρη τις εμφύλιες εχθροπραξίες και συσπειρώθηκε γύρω από έναν νέο ηγέτη του Mullah Mansour, ο οποίος ήταν αναπληρωτής του Mullah Omar.
Την ίδια περίπου περίοδο, οι Ταλιμπάν ανέλαβαν τον έλεγχο μιας επαρχιακής πρωτεύουσας για πρώτη φορά μετά την ήττα τους το 2001, παίρνοντας τον έλεγχο της στρατηγικής σημασίας πόλης Kunduz.
Ο Mullah Mansour σκοτώθηκε σε επίθεση αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UCAVs) τον Μάιο του 2016 και αντικαταστάθηκε από τον αναπληρωτή του, Mawlawi Hibatullah Akhundzada, ο οποίος παραμένει υπό τον έλεγχο της ομάδας.
Το έτος μετά την ειρηνευτική συμφωνία ΗΠΑ -Ταλιμπάν (Φεβρουαρίου 2020) (που ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς διάρκειας απευθείας συνομιλιών), οι Ταλιμπάν φάνηκε να μετατοπίζουν την τακτική τους από πολύπλοκες επιθέσεις σε πόλεις και στρατιωτικά φυλάκια σε κύμα στοχευμένων δολοφονιών που τρομοκρατούν τους Αφγανούς πολίτες. Οι στόχοι (δημοσιογράφοι, δικαστές, ακτιβίστριες ειρήνης, γυναίκες σε θέσεις εξουσίας) πρότειναν ότι οι Ταλιμπάν δεν είχαν αλλάξει την εξτρεμιστική ιδεολογία τους, παρά μόνο τη στρατηγική τους.
Παρά τις σοβαρές ανησυχίες των Αφγανών αξιωματούχων σχετικά με την ευπάθεια της κυβέρνησης απέναντι στους Ταλιμπάν χωρίς διεθνή υποστήριξη, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Joe Biden, ανακοίνωσε τον Απρίλιο του 2021 ότι όλες οι αμερικανικές δυνάμεις θα εγκαταλείψουν τη χώρα έως τις 11 Σεπτεμβρίου (δύο δεκαετίες από την ημέρα της καταστροφής του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου).
Έχοντας νικήσει μια υπερδύναμη μέσα σε δύο δεκαετίες πολέμου, οι Ταλιμπάν άρχισαν να καταλαμβάνουν τεράστια τμήματα εδάφους, πριν ανατρέψουν για άλλη μια φορά την κυβέρνηση στην Καμπούλ μετά την απόσυρση μιας ξένης δύναμης. Σάρωσαν το Αφγανιστάν σε μόλις 10 ημέρες, παίρνοντας την πρώτη επαρχιακή πρωτεύουσα στις 6 Αυγούστου. Μέχρι τις 15 Αυγούστου, βρίσκονταν στις πύλες της Καμπούλ.
Η αστραπιαία πρόοδός τους ώθησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, πολλοί έφτασαν στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, άλλοι κατευθύνονταν προς γειτονικές χώρες. Η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία φέρνει τέλος σε σχεδόν 20 χρόνια παρουσίας συνασπισμού υπό την ηγεσία των ΗΠΑ στη χώρα. Πολλοί είναι οι παίκτες οι οποίοι θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν την χώρα αυτή η οποία αποτελεί σταυροδρόμι του δρόμου του μεταξιού, αγωγών υδρογονανθράκων, με δεσπόζουσα θέση στην Κεντρική Ασία και με πλούσιο υπέδαφος σε λίθιο. Υφίσταται ο παράγων της Βόρειας Συμμαχίας στο εσωτερικό του Αφγανιστάν, η οποία με τους mujahideen μπορεί να αλλάξει εκ νέου τα δεδομένα με 10.000 μαχητές mujahideen, ενώ είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει εμφύλιος μεταξύ των ισλαμιστικών οργανώσεων: από τη μία οι Ταλιμπάν και από την άλλη των εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους του IS-K (ISIS Khorasan) που εδρεύουν κυρίως στην επαρχία Nangahar και είναι η πλέον εξτρεμιστική οργάνωση του Αφγανιστάν με 3.000 περίπου μαχητές. H Nangahar βρίσκεται σε αυτό που ονομάζουν δρόμους του οπίου, με ότι αυτό συνεπάγεται και που περιλαμβάνει περιοχές όπως: Kunduz, Kunar, Jowzjan, Paktia.
Η κατάσταση είναι ακόμη ασταθής και οριακή, ενώ σε πρώτη φάση στο ερώτημα Cui Bono;Η απάντηση είναι σαφώς: το Πακιστάν, η Κίνα, η Τουρκία, το Κατάρ, το Ιράν. Το τελευταίο παρά την Σιϊτική του κατεύθυνση δείχνει ότι είναι μέσα στα πράγματα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η σύγκλιση όλων αυτών των περιφερειακών Ασιατικών δυνάμεων, πολιτικά, εμπορικά, στρατιωτικά. Ποιός ζημιώνεται; Σαφώς η Δύση, στρατιωτικά, εμπορικά, γεωπολιτικά και με πλήγμα στην αξιοπιστία της. Βεβαίως και η Ινδία ζημιώνεται ως αντίπαλος όλων των προηγουμένων δυνάμεων (Πακιστάν, Κίνας, Τουρκίας). Όσο για τη Ρωσία και τις συνορεύουσες με το Αφγανιστάν χώρες που είναι υπό την επιρροή της όπως: Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, θα δείξει αν ωφελούνται ή όχι: βραχυπρόθεσμα δείχνει να ωφελούνται από την κατάρρευση των φιλοδυτικών δυνάμεων, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί και όχι, εφόσον α) γίνει εξαγωγή της ισλαμιστικής τρομοκρατίας σε αυτά τα κράτη και β) μείνουν τελικά έξω από τις εμπορικές συμφωνίες στο Αφγανιστάν. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να αλλάξουν εφόσον επικρατήσει τελικά η Βόρεια Συμμαχία. Οι ΗΠΑ οφείλουν να επαναξιολογήσουν εκ νέου την αφελή, άφρονη και τυχοδιωκτική συμπεριφορά που δείχνουν έναντι της Τουρκίας, με τον σφιχτό εναγκαλισμό της τελευταίας με τις αντιδυτικές δυνάμεις της Κεντρικής Ασίας και την προσπάθεια του Ερντογάν να εμφανισθεί ως ο παγκόσμιας Ισλαμιστής Ηγέτης.