Με μία φράση, οι σεισμοί στην Κρήτη οφείλονται στη σύγκρουση δύο αχανών κομματιών γης: Της Αφρικανικής και της Ευρασιατικής «πλάκας». Καθώς κινούνται με αντίθετη φορά η μία προς την άλλην, η Αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την Ευρασιατική, σε μια διεργασία που εξελίσσεται ακατάπαυστα επί εκατομμύρια χρόνια.
Η Κρήτη έχει την κακή τύχη να βρίσκεται ακριβώς στο σημείο σύγκρουσης των δύο κολοσσιαίων πλακών. Αλλά και η υπόλοιπη πατρίδα μας δεν έχει πολύ καλύτερη μοίρα, εφόσον μετακινείται και -συχνά δονείται- από τις παρενέργειες αυτών των συγκρούσεων που δεν σταματούν να συμβαίνουν στα έγκατα της Γης. Οι άμεσες αποδείξεις αυτής της κινητικότητας, είναι, βεβαίως, οι σεισμοί.
Η κυρίαρχη επιστημονική θεωρία για την εξήγηση των σεισμών, των τσουνάμι και άλλων ακραίων γεωδυναμικών φαινομένων, είναι σχετικά νέα. Μορφοποιήθηκε κυρίως μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τιτλοφορείται ως «θεωρία των λιθοσφαιρικών πλακών». Πολύ σχηματικά, βάσει της συγκεκριμένης θεωρίας, η λιθόσφαιρα είναι ένας μανδύας -ή μάλλον μια πανοπλία- πάχους 80 χιλιομέτρων, η οποία συντίθεται ανόργανη ύλη και καλύπτει ολόκληρη την υδρόγειο σφαίρα. Πρόκειται δηλαδή για την πέτρινη, σφαιρική θωράκιση του πλανήτη.
Ωστόσο, η λιθόσφαιρα δεν είναι ένας ενιαίος βράχος, αλλά έχει διασπαστεί σε μικρότερα τμήματα. Τα τμήματα αυτά, με το καθένα να είναι μεγαλύτερο από τις ηπείρους της Γης όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι στατικά. Κινούνται διαρκώς και κατά τρεις διαφορετικούς τρόπους: 1) Απόκλιση, 2) σύγκλιση, 3) οριζόντια κίνηση. Αυτή που αφορά στην Ελλάδα και την Κρήτη, είναι η δεύτερη, η σύγκλιση. Διότι η Αφρική μετατοπίζεται προς την Ευρώπη, εξού η Κρήτη εμφανίζεται να μετακινείται προς την βόρεια ακτή της Αφρικής.
Από τον κατακερματισμό της αρχικής συμπαγούς λιθόσφαιρας προέκυψαν οι 6 μεγαλύτερες ή κύριες λιθοσφαιρικές πλάκες του Ειρηνικού, της Αμερικής, της Αφρικής, της Αυστραλίας, της Ευρασίας και της Ανταρκτικής. Εκτός αυτών, υπάρχουν τουλάχιστον άλλες 6 μικρότερες πλάκες. Η ταχύτητα της μετακίνησής τους μπορεί να φτάσει έως και τα 10 εκατοστά στη διάρκεια ενός και μόνο ημερολογιακού έτους.
Το θεμελιώδες πρόβλημα έγκειται ότι ο διαθέσιμος χώρος στον πλανήτη δεν είναι απεριόριστος ώστε η μία λιθοσφαιρική πλάκα να σπρώχνει απαλά κάποια άλλη, χωρίς παρενέργειες (σεισμούς, παλιρροϊκά κύματα, δημιουργία βουνών, ηφαίστεια κ.ο.κ.). Γι’ αυτό και η μετατόπιση των λιθοσφαιρικών πλακών μοιραία καταλήγει σε συγκρούσεις ανάμεσά τους. Και ακριβώς όπως παραμορφώνονται τα οχήματα σε ένα τροχαίο δυστύχημα, έτσι και οι πλάκες βυθίζονται η μία κάτω από την άλλην.
Κάτω από τον ελλαδικό χώρο, η Αφρικανική πλάκα πέφτει πάνω στην Ευρασιατική και το άκρο της ωθείται -θα έλεγε κανείς πως κάμπτεται- προς το εσωτερικό της Γης. Το φαινόμενο αυτό προκαλεί σεισμούς ποικίλης έντασης και εστιακού βάθους (από επιφανειακούς έως πολύ βαθείς, οι οποίοι δεν γίνονται αισθητοί στην επιφάνεια), ακόμη και εκρήξεις ηφαιστείων.
Οι λιθοσφαιρικές πλάκες αποτελούνται από δύο είδη φλοιών, τον ηπειρωτικό και τον ωκεάνιο. Ο δεύτερος έχει μεγαλύτερη πυκνότητα ύλης, γι’ αυτό και στις συγκρούσεις έχει την τάση -λόγω της βαρύτητας- να στρέφεται προς τα ενδότερα του πλανήτη. Σε κάθε σύγκρουση της Αφρικανικής με την Ευρασιατική πλάκα, η πρώτη θυσιάζει τμήμα του ωκεάνιου φλοιού της. Όταν όμως θα έχει εξαντληθεί πλέον όλος ο ωκεάνιος φλοιός, τότε θα απομείνουν μόνο τα ηπειρωτικά κομμάτια των δύο πλακών. Και τότε, όταν κανένα από τα δύο δεν θα είναι δυνατόν να υποχωρήσει προς τον πυρήνα της Γης, θα συμβεί μια πολύ ισχυρή, καταστροφική σύγκρουση. Από την οποίαν, λογικά και σύμφωνα με την ιστορία όπως την αντιλαμβάνονται οι ειδικοί επιστήμονες, θα αναδυθούν καινούργια βουνά, ίσως και ολόκληρες, νέες οροσειρές. Εξυπακούεται ότι κανείς δεν θα ήθελε να ζει στην περιοχή όπου θα γεννηθούν τα νέα όρη και κανείς δεν θέλει να δει να εξελίσσεται στ’ αλήθεια μια σκηνή κοσμοϊστορικής καταστροφής, όπως αυτές που κατά κόρον περιλαμβάνουν οι κινηματογραφικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας.