Σεισμολόγοι και ειδικοί επιστήμονες εξηγούν γιατί γίνονται τώρα μεγάλοι σεισμοί

Η Ελλάδα δεν έπαψε ποτέ να είναι μια σεισμογενής χώρα. Αντιθέτως, τις τελευταίες δεκαετίες βρίσκεται διαρκώς μέσα στη δεκάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη σεισμική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με στοιχεία που είχε δώσει στη δημοσιότητα, παλαιότερα, το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, σχεδόν το 50% της σεισμικής ενέργειας της Ευρώπης εκλύεται στην Ελλάδα, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα βρισκόμαστε στην 6η θέση.

Μετά τους τελευταίους «γειτονικούς» σεισμούς στο Αρκαλοχώρι και τη θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Κρήτης, τα ερωτήματα άρχισαν να πυκνώνουν ξανά: Γιατί τον τελευταίο καιρό καταγράφονται τόσο πολλά σημαντικά σεισμικά γεγονότα; Είναι κάτι τυχαίο; Μπορεί να συνδέεται ένας σεισμός στην Κρήτη με μια δόνηση στη Θήβα ή τη Χίο; Υπάρχει τελικά αυτό το φαινόμενο του «ντόμινο», δηλαδή των δονήσεων που «πυροδοτούν» άλλες σε γειτονικές περιοχές; Και πόσο πρέπει να ανησυχούμε;

«Στη φύση τίποτε δεν είναι τυχαίο. Στη φύση ισχύει η σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Απλώς πολλές φορές δεν ξέρουμε αυτή τη σχέση και τότε αναγκαζόμαστε και κάνουμε στατιστικές προσεγγίσεις» λέει στο iefimerida.gr ο σεισμολόγος Σταύρος Τάσσος. Η μελέτη των σεισμών, συνεχίζει, «έχει δυο εγγενείς δυσκολίες: Η μία είναι φυσική και η άλλη ανθρωπογενής. Η φυσική είναι ότι δεν μπορούμε να μελετήσουμε τον σεισμό εκεί που γίνεται, δηλαδή στο εσωτερικό της Γης. Σε αντίθεση με τα μετεωρολογικά συστήματα, που με τους δορυφόρους μπορούμε να τα παρατηρήσουμε και να προεκτείνουμε τον τρόπο που εξελίσσονται σε βάθος χρόνου κάποιων ημερών. Γι’ αυτό και οι προγνώσεις οι καιρικές είναι της τάξης των τριών, τεσσάρων, πέντε ημερών. Με τους σεισμούς δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Οι σεισμοί γίνονται σε βάθος μέχρι και 700 χιλιομέτρων στο εσωτερικό της Γης» προσθέτει.

Το αίνιγμα των σεισμών
«Τα σεισμικά φαινόμενα αυτά είναι ιδιαίτερα πολύπλοκα και ιδιαίτερα μη γραμμικά. Αυτό μας δημιουργεί τοπικές εξάρσεις και τοπικές υφέσεις στον χρόνο και στον χώρο, που μερικές φορές είναι στα πλαίσια του στατιστικά αναμενόμενου και κάποιες άλλες στα πλαίσια του εξαιρετικού. Αυτό όμως δεν μπορούμε να το εκτιμήσουμε απλά και μόνο ποιοτικά. Πρέπει να βάλουμε έναν ποσοτικό χαρακτηρισμό. Και εδώ χρειάζεται περισσότερος χρόνος» λέει στο iefimerida.gr ο Φίλιππος Βαλλιανάτος, καθηγητής Γεωφυσικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διευθυντής του Ινστιτούτου Φυσικής Εσωτερικού Γης και Γεωκαταστροφών του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου.

Σύμφωνα με τον Σταύρο Τάσσο, «για να γίνει ένας σεισμός πρέπει να συγκεντρωθεί ενέργεια στον χώρο και στο χρόνο. Ο σεισμός, σαν φαινόμενο, όπως κάθε τι στη φύση είναι κβαντισμένο. Θα πρέπει να υπάρξει ένα ορισμένο επίπεδο ενέργειας. Στα κύματα αυτό μεταφράζεται σε μια ορισμένη συχνότητα. Είναι όπως ο βρασμός. Για να βράσει το νερό, η θερμοκρασία πρέπει να φτάσει στους 100 βαθμούς. Αν είναι 99 βαθμοί, τότε δεν έχουμε βρασμό. Άρα για να βράσει το νερό, επομένως και για να γίνει σεισμός, θα πρέπει να συγκεντρωθεί ενέργεια, σε ένα περιορισμένο χώρο και σε ένα συγκεκριμένο χρόνο».

Τι «πυροδοτεί» τους σεισμούς -Ποιος είναι ο μηχανισμός τους;
Από την πλευρά του, ο Φίλιππος Βαλλιανάτος τονίζει ότι «οι παλαιότερες προσεγγίσεις που υποστηρίζουν τη θεωρία της συσσώρευσης ενέργειας είναι σα να μιλούν για ένα κλειστό κουτί. Δηλαδή, σε αυτό το κουτί μπαίνει μέσα ενέργεια και ξαφνικά το βγάζει. Όμως το κουτί δεν είναι κλειστό. Οι τεκτονικές δυνάμεις είναι ένα ανοικτό σύστημα. Πρόσφατες απόψεις υποστηρίζουν μια άλλη προσέγγιση, πιο σύγχρονη. Μια προσέγγιση που λέει ότι κάθε σεισμός που γίνεται φέρνει το σύστημα πιο κοντά σε μια κρίσιμη κατάσταση, στο τέλος της οποίας είναι το ισχυρό σεισμικό γεγονός. Μετά από αυτό έχουμε την μετασεισμική αποκατάσταση σε μια νέα θέση έναρξης του σεισμικού κύκλου».

Κατά τον ίδιο, «ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κλαδί το οποίο το λυγίζουμε σιγά σιγά. Τι ακούμε; Ακούμε τα πρώτα “κρακ”, τα μικροσπασίματα. Αυτά είναι οι προ-σεισμοί που γίνονται. Έτσι είναι και η Γη. Το κομμάτι που συγκρούεται ή υποβυθίζεται αρχίζει και το τραβάει προς τα κάτω. Και από τις δυνάμεις που ασκούνται αρχίζει και σπάσει. Κάποια στιγμή, αυτές οι μικρορωγμές, τα σπασίματα, θα αρχίσουν να ενώνονται και θα κάνουν ένα δίκτυο. Το οποίο κάποια στιγμή θα οδηγηθεί στη συνολική διάρρηξη, το μεγάλο σεισμό. Και ξεκινά η επόμενη διαδικασία της αποκατάστασης με τους μετασεισμούς και μετά το σύστημα επανεκκινείται».

Το ρήγμα κάνει τον σεισμό ή ο… σεισμός το «ρήγμα»;
Ο Σταύρος Τάσσος επισημαίνει ότι ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα αναφορικά με τη γέννηση των σεισμών σχετίζεται με την κρατούσα θεωρία των τεκτονικών πλακών, η οποία λέει ότι οι σεισμοί γίνονται από τα ρήγματα. «Δηλαδή, πως τα πετρώματα παραμορφώνονται ελαστικά και όταν φτάσουν σε ένα ορισμένο όριο, στο όριο θραύσης, το πέτρωμα σπάει και επανέρχεται στην αρχική θέση ισορροπίας και έτσι γίνεται ο σεισμός. Κατά την άποψή μου αυτό δεν ισχύει. Τα πετρώματα δεν είναι ελαστικά. Είναι πλαστικά, μη ελαστικά μέσα. Εάν το πέτρωμα υποστεί μια πίεση θα κάνει μικρορηγματάκια, ρωγμές, αυτό που λέμε ερπυσμό. Αυτά τα μικροσπασίματα απορροφούν ενέργεια, δεν θα συσσωρεύσουν ενέργεια, και θα τη μετατρέψουν (την ενέργεια) σε κίνηση. Θα μετακινηθούν, δηλαδή, κατά μερικά χιλιοστά. Και με τον ίδιο μηχανισμό, κάποια άλλα χιλιοστά σε άλλο χρόνο. Έτσι δεν θα παραμορφωθούν ελαστικά. Δεν είναι ένα λάστιχο που αν το αφήσεις θα επανέλθει στην ίδια θέση. Θα μείνει εκεί που πήγε» τονίζει και προσθέτει:

«Άρα για να γίνει σεισμός, για να αποκριθεί στιγμιαία ελαστικά ένα μέσο που δεν είναι ελαστικό, θα πρέπει να δεχθεί αυτό που λέμε ένα δυναμικό φορτίο. Φανταστείτε ότι έχουμε σε ένα τραπέζι μια λεκάνη με νερό. Αν χτυπήσουμε το τραπέζι με το χέρι μας ή ένα σφυρί θα δούμε κυματισμό. Αν χτυπήσουμε πολύ δυνατά το τραπέζι μπορεί να σπάσει, αλλά δεν είναι το ρήγμα αυτό που κάνει τον σεισμό. Ποια είναι αυτή η δύναμη; Τα πετρώματα ανασηκώνονται και αυτό έχει παρατηρηθεί σαν ένα “φούσκωμα” σε σεισμούς που είναι κοντά στην επιφάνεια και στην ξηρά. Αυτό το φούσκωμα οφείλεται στο ότι μπαίνουν ηλεκτρόνια στις μικρορωγμές και λειτουργούν όπως οι πυκνωτές. Το σηκώνουν αυτό, κατά χιλιοστά ή κάποια εκατοστά. Κάποια στιγμή, όταν παραγεμίσει αυτό σκάει. Φεύγουν δηλαδή τα ηλεκτρόνια, όπως το νερό σε ένα φράγμα που σπάει. Σαν ένα αυτοκίνητο που το έχουμε σηκώσει με γρύλλο και ξαφνικά τον αφαιρούμε. Θα έχουμε ελεύθερη πτώση του αυτοκινήτου. Και σε πρώτη φάση, όταν χτυπήσει κάτω, ανακλάται».

Ο Φίλιππος Βαλλιανάτος υπογραμμίζει ότι «ξεχνάμε ότι η θεωρία των τεκτονικών πλακών διατυπώθηκε για πρώτη φορά σαν ιδέα στα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Τα μεγέθη των σεισμών κ.λπ ξεκίνησαν να καθορίζονται πριν από 50 χρόνια. Άρα η επιστήμη της γεωφυσικής και της σεισμολογίας αν τη δούμε με όρους ιστορίας των επιστημών διανύει ένα πρώιμο στάδιο, τώρα μπαίνουν από το δημοτικό στο γυμνάσιο». Σύμφωνα με τον καθηγητή, για τη γέννηση των σεισμών «σίγουρα υπάρχει ένα μοτίβο, μια διαδρομή. Κάθε σεισμός που γίνεται φέρνει το σύστημα σε μια ασταθέστερη κατάσταση. Οι μοντέρνες απόψεις λένε να δούμε πότε το σύστημα θα φτάσει στην κρίσιμη κατάσταση, μέσα από συσσωρευμένες αστάθειες. Τότε θα συμβεί η ασυνέχεια, ο σεισμός, μετά η αποκατάσταση, όπου έρχεται σε μια κατάσταση ψευτο-ισορροπίας».

Γιατί γίνονται απανωτοί σεισμοί στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: Γιατί γίνονται τόσο πολλοί σεισμοί στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό; Και τι σημαίνει «πολλοί σεισμοί»;

«Λέμε ότι στατιστικά γίνεται ένας σεισμός 6,4 κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Πώς φτάνουμε σε αυτό το συμπέρασμα; Παίρνουμε σε 100 χρόνια πόσοι μεγάλοι σεισμοί έγιναν στην Ελλάδα, βλέπουμε 100 σεισμούς και λέμε ότι γίνεται ένας σεισμός 6,4 κάθε χρόνο. Αυτό όμως δεν ισχύει στην πραγματικότητα. Περνούν κάποια χρόνια και δεν γίνεται ένας τέτοιος σεισμός, και ξαφνικά, μέσα σε μια εβδομάδα, γίνονται… μαζεμένοι» λέει ο σεισμολόγος Σταύρος Τάσσος.

Τόσο ο ίδιος, όσο και ο Φίλιππος Βαλλιανάτος υπενθυμίζουν ότι αυτό το «φαινόμενο» δεν είναι κάτι σπάνιο για την Ελλάδα. «Να φέρω ένα παράδειγμα. Το 2008, από τις 14 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου έγιναν τρεις σεισμοί, 50 χιλιόμετρα νότια της Καλαμάτας, σε θαλάσσιο χώρο, με μεγέθη 6,5, 6,6, 6,7. Τρεις σεισμοί μέσα σε μια εβδομάδα. Και τώρα έχουμε κάτι ανάλογο, αλλά σε μεγαλύτερο παράθυρο χρόνου. Έγινε ο 5,8, ακολούθησε ο 6,3, το Μάρτιο στην Ελασσόνα πάλι 6,3, και δεν είναι χρονικά μακριά ο σεισμός των 6,7 τον Οκτώβριο του 2020, στη Σάμο. Υπάρχει μια σχετική διέγερση» συνεχίζει ο κ. Τάσσος.

Όπως εξηγεί, οι περισσότεροι από τους σεισμούς που γίνονται στην Ελλάδα «είναι αυτό που λέμε σμηνοσειρές. Δηλαδή, ένα σμήνος σεισμών τα μεγέθη των οποίων δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους, είναι σχετικά μικρά, 3-4 Ρίχτερ, και στο 90%, να μην πω στο 99% των περιπτώσεων, δεν γίνεται ένας αισθητά μεγαλύτερος σεισμός. Καμιά φορά όμως σπάει ο διάολος το πόδι του και έχουμε δυνατό σεισμό. Στην Κρήτη, πριν γίνει ο 5,8, είχε προηγηθεί ένα σμήνος σεισμών. Στη Θήβα είχαμε και έχουμε ένα σμήνος σεισμών» λέει ακολούθως.

«Ντόμινο»: Μπορεί ένας σεισμός να «πυροδοτήσει» μια δόνηση σε άλλη περιοχή;
Μια θεωρία που έχει εκφραστεί πολλές φορές -κυρίως στη μιντιακή «διάλεκτο»- είναι αυτή του «ντόμινο», δηλαδή μιας δόνησης σχετικά ισχυρής που μπορεί να διεγείρει κάποια άλλη σεισμική ζώνη και να «πυροδοτήσει» ένα σεισμό σε μια άλλη περιοχή.

«Τέτοια φαινόμενα έχουν παρουσιαστεί, όμως χρειάζεται να τα ερευνήσουμε και να τα τεκμηριώσουμε. Μπορεί να γίνει μια ενδιαφέρουσα ακαδημαϊκή προσέγγιση στο όλο θέμα. Για παράδειγμα, ποια είναι τα χωρικά και τα χρονικά όρια στα οποία μπορεί να λειτουργήσει αυτό το φαινόμενο; Στο χώρο της γεωφυσικής και της σεισμολογίας είναι πολύ περισσότερα τα ερωτήματα που κάνουμε, παρά οι απαντήσεις που παίρνουμε. Γιατί είναι μια νέα, σχετικά, επιστήμη» απαντά ο κ. Βαλλιανάτος και προσθέτει:

«Υπάρχει μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση που μετράει τον χρόνο με έναν άλλο τρόπο που είναι πολύ πιο κοντά στην εκδήλωση των φυσικών φαινομένων. Να σας το πω με ένα παράδειγμα. Δεν θα μπορούσαμε να μετρούμε τον χρόνο της ζωής μας, την ηλικία μας, με τις ανάσες μας; Φανταστείτε κάθε ανάσα να ήταν ένας σεισμός. Αυτό εξειδικεύει τον χρόνο στο συγκεκριμένο καθεστώς. Δηλαδή, αν ένας σεισμός γίνεται τώρα και ο επόμενος μετά από δέκα χρόνια, και ο άλλος μετά από 20, αυτός είναι ο χαρακτηριστικός χρόνος που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο σεισμικό σύστημα. Για το ανθρώπινο χρονικό σύστημα αυτό μπορεί να μη σημαίνει τίποτα»

Ο Σταύρος Τάσσος υποστηρίζει πως «ο ένας σεισμός δεν συνδέεται με τον άλλον. Όπως η γέννηση ενός παιδιού δεν επιταχύνει τη γέννηση ενός άλλου παιδιού. Για να γεννηθούν παιδιά πρέπει να γίνει μια πράξη. Αν αυτή η πράξη γίνεται συχνά, τότε έχουμε πολλά παιδιά». Επιπλέον, συνεχίζει, «αυτό που ορίζει την καταστροφικότητα ενός σεισμού δεν είναι τόσο το μέγεθός τους, όσο η εγγύτητά του σε κατοικημένη περιοχή. Ο 6,3 έγινε σε θαλάσσιο χώρο και οι ζημιές ήταν περιορισμένες. Ενώ είδαμε ότι με τον 5,8 που έγινε στο Αρκαλοχώρι είχαμε 1 νεκρό και ζημιές σε χιλιάδες κτίρια, και στον επίσης 5,8 που έγινε στην Αττική το ‘99 είχαμε 143 νεκρούς και ζημιές σε 5.000 κτίρια. Ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να προβλέψουμε πότε και πού θα γίνει ο επόμενος καταστρεπτικός σεισμός, θα πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι ως εάν αυτός θα γίνει την επόμενη στιγμή κάτω από τα πόδια μας».

Πηγή: iefimerida.gre

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content