Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940στην Κηφισιά, έγινε η ιστορική συνάντηση του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά με τον πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα Εμμανουελε Γκρατσι, ο όποιος επέδωσετο επαίσχυντο τελεσίγραφο που ουσιαστικά σήμανε την κήρυξη του πολέμου από την φασιστική κυβέρνηση του Μουσολίνι στην Ελλάδα.
Από το ημερολόγιο του Μεταξά, την Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού και άλλες αξιόπιστες πηγές, γνωρίζουμε τι διημείφθη εκείνη την νύχτα στο μικρό και απομονωμένο σπίτι των βόρειων προαστίων.
Αξία έχει να μάθουμε πως είδε και περιγράφει τα γεγονότα η άλλη πλευρά.
«Εμισησα το επάγγελμα μου μπροστά στον υπερήφανο γέροντα και μετά βίας συγκράτησα την συγκίνηση μου…» εξομολογήθηκε ο Γκρατσι.
«Ήταν κάτι το συγκλονιστικό! Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά, και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος», τονισε χαρακτηριστικά.
«Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση».
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Να τι έγραψε στο βιβλίο «Il principio della fine l’impresa di Grecia» (Η αρχή του τέλους, η επιχείρηση της Ελλάδας) ο Φλωρεντιανός διπλωμάτης, επιχειρώντας ίσως να εξορκίσει την υστεροφημία του, τις όποιες τύψεις του και να προβάλει την αντίθεση και τα συναισθήματα για την αποστολή του που του επέβαλε η Ρώμη.
«Από κοινού μετά των γραμματέων και των στρατιωτικών ακολούθων ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα δια την εκτέλεσιν του θλιβερού καθήκοντος που είχεν ανατεθή εις την πρεσβείαν, καθώς και δια την προστασίαν των συμφερόντων της ιταλικής παροικίας των Αθηνών και του Πειραιώς.
Απεδώσαμεν ιδιαιτέραν προσοχήν εις το να ληφθούν όλαι αι προφυλάξεις.
Είναι πάντως εύκολον να φαντασθή τις, τι επερίμενε την πρεσβείαν αν παρείχεν έστω και την μικροτέραν λαβήν να κατηγορηθή, ότι είχεν αφήσει να διαφύγη το μυστικόν.
Δεδομένου ότι ο στρατηγός Μεταξάς διέμενεν εις την Κηφισσίαν, εν προάστειον παραθερισμού εις απόστασιν δεκαπέντε περίπου χιλιομέτρων από του κέντρου των Αθηνών, απεφασίσαμεν, δια να αποφύγωμεν να κινήσωμεν την προσοχήν, πράγμα όπερ θα συνέβαινεν ίσως αν εθεάτο εις τοιαύτην ώραν το αυτοκίνητον της πρεσβείας, να επιχειρήσωμεν την διαδρομήν με το ολιγότερον θεαματικόν αυτοκίνητον του στρατιωτικού ακολούθου, ο οποίος μάλιστα θα το διηύθυνεν ο ίδιος.
Την καθορισμένη ώρα, 10 περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο στρατιωτικός ακόλουθος ο διερμηνέας και εγώ φτάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής Βίλας όπου έμενε ο πρωθυπουργός.
Ο comm. De Santo (σ.σ διερμηνέας της ιταλικής πρεσβείας) είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον πρωθυπουργό ότι ο πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση.
Ο φρουρός άρχισε να χτυπάει ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν.
Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα.
Μέσα στη βαθιά σιωπή της νύχτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά ο οποίος έκανε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στο δρόμο περιμένοντας με έξω από τον καγκελόπορτα.
Ο Μεταξάς ήτο ενδεδυμένος δια νυκτερινού επενδύτου μέσα από τον οποίον εφαίνετο το κολλάρο ενός βαμβακερού νυκτικού.
Μου έσφιξε την χείρα και με ωδήγησεν εις μικράν αίθουσαν υποδοχής, ήτις θα ηδύνατο να υπάρχη εις την οικίαν οιασδήποτε οικογενείας μικροαστού.
Μόλις εκαθήσαμεν του είπον ότι η κυβέρνησίς μου με είχεν επιφορτίσει να τω επιδώσω μίαν επείγουσαν ανακοίνωσιν, χωρίς να προσθέσω τίποτε άλλο, και του έδωσα το έγγραφον.
Ο Μεταξάς ήρχισε να το αναγιγνώσκη.
Αι χείρες του κατά την ανάγνωσιν του κειμένου έτρεμον ελαφρά και δια μέσου των διοπτρών του είδα τους οφθαλμούς του δακρύζοντας, όπως συνέβαινεν όταν ευρίσκετο υπό το κράτος συγκινήσεως.»
ΟΙ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
«Ο Έλλην Πρωθυπουργός όταν ετελείωσε την ανάγνωσιν του κειμένου, με προσέβλεψε και με φωνήν συγκεκινημένην, αλλά σταθεράν μου είπεν:
Ωστε έχομεν πόλεμον! (alors c’est la guerre!)
Εδόθη η απάντησις ότι τούτο δεν ήτο απαραίτητον και ότι η Ιταλική Κυβέρνησις ήλπιζεν, ότι η Ελληνική θα εδέχετο την αξίωσίν της και θα άφινε τα Ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
Και που είναι τα στρατηγικά σημεία, περί των οποίων ομιλεί η διακοίνωσις? ηρώτησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
Δεν δύναμαι να σας είπω Εξοχώτατε.
Η Κυβέρνησίς μου δεν με επληροφόρησε.
Εκείνο το οποίον γνωρίζω είναι ότι το τελεσίγραφον εκπνέει την 6ην ώραν.
Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αύτη αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
-Οχι Εξοχώτατε, είναι τελεσίγραφον.
-είναι ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
-αλλά θα παράσχετε βέβαια τας ευκολίας τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
-«ΟΧΙ» απάντησεν ο Έλλην Πρωθυπουργός.
Δεν δύναται ουδέ λόγος καν να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως.
Ακόμη όμως, εξηκολούθησεν, και αν υπετίθετο ότι έδιδα μίαν τοιαύτην διαταγήν – διαταγήν την οποίαν δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω, είναι τώρα τρείς το πρωί.
Πρέπει να ετοιμασθώ να κατέβω εις τας Αθήνας, να εξυπνήσω τον βασιλέα, να καλέσω τον υπουργόν των Στρατιωτικών και τον Αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλας τας στρατιωτικάς τηλεγραφικάς υπηρεσίας, ούτως ώστε μία τοιαύτη απόφασις να καταστή δυνατόν να γίνη γνωστή εις τα πλέον προκεχωρημένα τμήματά μας εις τα σύνορα.
Όλα αυτά είναι πρακτικά αδύνατα.
Ο Μεταξάς πρόσθεσε:
«Vous voyez bien que c’ est impossibile (βλέπετε λοιπόν πολύ καλά ότι αυτό είναι αδύνατο).
Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση.
H κυβέρνησή σας ήξερε πολύ καλά ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδέτερη, αλλά και ότι είμαστε αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οποιουδήποτε».
Του απάντησα ενώ σηκωνόμουν ότι ήλπιζα ακόμη ότι θα λάμβανε υπόψη του τη διαβεβαίωση που του δινόταν στη διακοίνωση σύμφωνα με την οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος και ότι θα γνωστοποιούσε στην πρεσβεία πριν από τις 6 ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα.
Ο Μεταξάς δεν μου απάντησε.
Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποία είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και όταν ήμασταν στο κατώφλι μού είπε: «Vous etes les plus forts…» (είσαστε οι πιο δυνατοί) χωρίς να αναπτύξει περισσότερο τη σκέψη του, με τη φωνή, αυτή τη φορά, βαθιά αλλοιωμένη.
Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στη βαθιά λύπη που τα δονούσε.»
«ΕΝΟΙΩΣΑ ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΑΠΕΧΘΕΙΑ»
«Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του.
Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μία στιγμή κατά την οποία μίσησα το δικό μου, μία στιγμή κατά την οποία το καθήκον του αξιώματος μου μού φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα αποκαρδιωμένα λόγια που πρόφερε αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας εκείνος που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή αγωνιζόμενος και υποφέροντας για τη χώρα του και τους βασιλείς του και που κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή προτιμούσε να διαλέξει το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατίμωσης.
Υποκλίθηκα μπροστά του με το βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
(Mού είπαν ότι λίγους μήνες μετά αργότερα, μία Ελληνίδα, όταν πήγε να υποβάλει τα συλλυπητήριά της στη χήρα του θέλησε να καθίσει στην πολυθρόνα εκείνη όπου είχα καθίσει τη μοιραία εκείνη νύχτα.
Η κυρία Μεταξά συγκράτησε την επισκέπτρια λέγοντάς της «μην κάθεσαι στην πολυθρόνα εκείνη, είναι η πολυθρόνα που κάθισε ο Γκράτσι τη νύχτα της κήρυξης του πολέμου»).
Πληροφορίες
Εμμανουέλε Γκράτσι
«Il principio della fine l’impresa di Grecia»
militaire.gr