Άρθρο του Χρήστου Χρηστίδη(*)
Η ένωσις των πολιτικών δυνάμεων του Κέντρου –πόθος παλαιός και αίτημα επιτακτικόν ευρυτάτων λαϊκών μαζών και ανάγκη ιστορική του έθνους ολοκλήρου– είναι από χθες πραγματικότης βαρυσήμαντος και αποφασιστική διά το μέλλον της χώρας
«Προς την Νίκην» εφημερίδα «Ελευθερία»,
20 Σεπτεμβρίου 1961
Οταν στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1961 οι εφημερίδες ανακοίνωναν τη συγκρότηση της Ενωσης Κέντρου, ένας πολυετής κύκλος αντιπαραθέσεων ανάμεσα στα στελέχη του Κέντρου έδειχνε να κλείνει. Την ίδια στιγμή –για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο– έμπαιναν οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός συστήματος τριών παρατάξεων, εντός του οποίου ο νέος κομματικός σχηματισμός διεκδικούσε διττό ρόλο, ως εναλλακτική κυβερνητική λύση στον αστικό/φιλοδυτικό χώρο και ως κυρίαρχη δύναμη του «αντιδεξιού πόλου». Η ταυτόχρονη αυτή αντίθεση έναντι της Δεξιάς και της Αριστεράς συνέβαλε τα μέγιστα στην προσπάθεια συγκρότησης της νέας αυτής πολιτικής οντότητας μετά από μία διαπάλη πολλών ετών για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας ταυτότητας του κατακερματισμένου κεντρώου χώρου.
Πολιτικές αντιθέσεις και ιδεολογική σύγχυση
Προκειμένου να ανιχνευθούν οι απαρχές αυτής της πορείας, θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στα μέσα της δεκαετίας του 1940, όταν μετά την Απελευθέρωση, έκανε την εμφάνισή του ένας νέος χώρος που αυτοπροσδιορίστηκε μέσα από την αντίθεσή του έναντι των δύο άκρων και την προβολή μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Ενώ όμως, αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη είχαν επιτύχει να αναλάβουν ρόλο κεντρικό, στην Ελλάδα οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις βρέθηκαν εγκλωβισμένες. Μετά την έκρηξη των Δεκεμβριανών και τη λευκή τρομοκρατία που εξαπολύθηκε εναντίον της Αριστεράς, και σε ένα περιβάλλον οικονομικής κατάρρευσης και κοινωνικού χάους, η ελληνική κοινωνία επέλεξε, στις εκλογές του 1946, να στραφεί και πάλι προς τα παλαιά και φθαρμένα –αλλά γνώριμα– αστικά προπολεμικά κόμματα: το Λαϊκό Κόμμα και το Κόμμα Φιλελευθέρων. Την ίδια ώρα, ο παλαιός βενιζελογενής χώρος, ο οποίος είχε παραμείνει διασπασμένος από τις εκλογές του 1920 ώς τη δικτατορία του Μεταξά, μετείχε στις εκλογές του 1946 με διαφορετικές κομματικές εκφράσεις, ενώ τμήματά του (Νικόλαος Πλαστήρας, Γεώργιος Καφαντάρης, Γεώργιος Καρτάλης) απείχαν από την εκλογική διαδικασία.
Ο Εμφύλιος Πόλεμος, το 1946-1949, μετέβαλε πλήρως τις πολιτικές ισορροπίες, οι οποίες πλέον καθορίζονταν από τις νέες διαχωριστικές γραμμές που είχαν, κατά τρόπο δραματικό, χαραχθεί μεταξύ των κομμουνιστών και του συνόλου του αστικού φιλοδυτικού πολιτικού χώρου. Στις εκλογές του 1950 η πολυδιάσπαση του Κέντρου εντάθηκε με τη δημιουργία της ΕΠΕΚ από τον Νικόλαο Πλαστήρα, η οποία μέσα από την πολιτική της «λήθης» στόχευε να εκφράσει το κεντροαριστερό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν είχε καταφέρει να αναδειχθεί μέσα στη σφοδρότητα της αντιπαράθεσης του Εμφυλίου. Με τον τρόπο αυτό, ο κεντρώος χώρος τριχοτομήθηκε μεταξύ του Κόμματος Φιλελευθέρων υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, της ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα και του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Στα επόμενα δύο χρόνια η εναλλαγή θνησιγενών κυβερνήσεων συνεργασίας των εν λόγω κομμάτων θα επιβεβαίωνε τον αναγκαστικό χαρακτήρα των όποιων συγκλίσεων κατέστη δυνατόν να επιτευχθούν μεταξύ των ηγετών των κεντρώων κομμάτων, αλλά και το ανυπέρβλητο χάσμα που πλέον έδειχνε να έχει παγιωθεί μεταξύ τους. Οι παλινδρομήσεις συνεχίζονταν, ενώ ακόμη και γύρω από κομβικής σημασίας αποφάσεις –όπως τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που στήριζαν την αντιπληθωριστική πολιτική του υπουργού Συντονισμού Γεωργίου Καρτάλη– εγείρονταν συνεχώς εμπόδια και προκαλούνταν σφοδρότατες αντιδράσεις από τους κυβερνητικούς εταίρους. Ενας από τους βασικούς (αν όχι ο σημαντικότερος) λόγους για την πολιτική αδυναμία του πρώτου αυτού κεντρώου πειράματος το 1950-52, ήταν ακριβώς η έλλειψη εσωτερικής ενότητας στον συγκεκριμένο χώρο.
Η κυριαρχία της νέας Δεξιάς
Η θριαμβευτική επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού κατά τις εκλογές του 1952, επρόκειτο να επιβεβαιώσει τα εγγενή προβλήματα του κεντρώου χώρου, ο οποίος πλέον βρέθηκε ουσιαστικά παροπλισμένος. Με ποσοστό που ξεπερνούσε το 49% των ψήφων, ο στρατάρχης Παπάγος είχε πετύχει να συσπειρώσει το σύνολο της εκλογικής βάσης της Δεξιάς και να επεκταθεί και σε παραδοσιακούς ψηφοφόρους του Κέντρου.
Ηταν πλέον σαφές ότι σε επίπεδο πολιτικών ισορροπιών τα δεδομένα είχαν οριστικά μεταβληθεί, ενώ οι φυγόκεντρες τάσεις του Κέντρου επρόκειτο μέσα στα επόμενα χρόνια να ενισχυθούν περαιτέρω.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1953, το νεοσύστατο Δημοκρατικό Κόμμα του Γεωργίου Καρτάλη θα συγχωνευθεί με το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλέξανδρου Σβώλου και θα συγκροτήσουν το Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού. Τοποθετώντας στην κορυφή της ατζέντας του ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικών ελευθεριών, ο νέος φορέας επιχείρησε να εκφράσει το μεγάλο εκείνο τμήμα των κεντροαριστερών ψηφοφόρων που παρέμενε εγκλωβισμένο μεταξύ των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών, διασπώντας περαιτέρω την ενότητα του Κέντρου. Την ίδια περίοδο, οι συνεχείς εναλλαγές στην ηγεσία του ιστορικού Κόμματος Φιλελευθέρων, συνετέλεσαν στην περαιτέρω εκλογική αποδυνάμωση και ιδεολογική σύγχυση του Κέντρου. Η απώλεια του Θεμιστοκλή Σοφούλη το 1949 έφερε στην ηγεσία του κόμματος τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Αυτός απηύθυνε, το 1953, πρόσκληση στον Γεώργιο Παπανδρέου να αναλάβει τη συναρχηγία, και άφησε τον Παπανδρέου μόνο αρχηγό το 1954. Αλλά το 1955 ο Σ. Βενιζέλος αποχώρησε από το κόμμα και ίδρυσε τη Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ενωση, προτείνοντας μία σειρά από μέτρα όπως η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων με προφανή στόχο την οριοθέτηση μιας διακριτής ταυτότητας από το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό τον Γ. Παπανδρέου.
Λίγους μήνες αργότερα, ενόψει των εκλογών του 1956, τα δύο κόμματα θα συμμετάσχουν στη Δημοκρατική Ενωση, μία εκλογική συμμαχία του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης απέναντι στη νεοσύστατη ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ωστόσο, στις εκλογές η ΕΡΕ επικράτησε των συνασπισμένων αντιπάλων της, εντάσσοντας μάλιστα στους κόλπους της προσωπικότητες του βενιζελογενούς χώρου, γεγονός που εν πολλοίς είχε συντελέσει στον απορφανισμό του από σημαντικά στελέχη. Ενα χρόνο αργότερα, το 1957, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο Γεώργιος Παπανδρέου συμφώνησαν να ενοποιήσουν εκ νέου τα κεντρώα δύο κόμματα, γεγονός που δεν έδειχνε πάντως να αρκεί για να αμβλυνθούν οι ενδοπαραταξιακές αντιθέσεις.
Πορεία συσπείρωσης μετά τη βαριά ήττα του 1958
Αν όμως οι συνεχείς εσωκομματικές συγκρούσεις και η επικράτηση των φυγόκεντρων τάσεων συνιστούσαν το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου 1952-1958, τομή στη μετέπειτα πορεία του χώρου αποτέλεσαν –αναμφισβήτητα– οι εκλογές του 1958. Παρά το γεγονός ότι το Κόμμα Φιλελευθέρων είχε κατέλθει ενωμένο στις εκλογές, η προηγηθείσα πορεία του έδειχνε να έχει καταδικάσει κάθε πιθανότητα ανάδειξής του σε αξιόπιστο διεκδικητή της εξουσίας. Το κόμμα αναδείχθηκε τρίτο, υπολειπόμενο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς, παρά το γεγονός ότι είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το υψηλότερο μεταπολεμικό ποσοστό του (20,67%). Η μάλλον αναμενόμενη νέα διάσπαση των Φιλελευθέρων προέκυψε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, μετά την αποχώρηση τόσο του Γ. Παπανδρέου όσο και μιας ομάδας νέων κυρίως βουλευτών που ακολούθησαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μετά την αποτυχία του να επικρατήσει του Σ. Βενιζέλου, κατά την ψηφοφορία για την ανάδειξη νέου αρχηγού στο συνέδριο του κόμματος. Μέχρι το καλοκαίρι του 1961, οι διασπασμένες δυνάμεις του Κέντρου είχαν σε μεγάλο βαθμό συσπειρωθεί σε δύο φορείς: την Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας (ΚΕΑ) υπό τον Γεώργιο Γρίβα (με τη στήριξη του Σ. Βενιζέλου), και στο Δημοκρατικό Κέντρο-Αγροτική Φιλελευθέρα Ενωσις (ΔΚ-ΑΦΕ), υπό τον Γ. Παπανδρέου.
Ηταν συνεπώς σαφές ότι το Κέντρο κινείτο προς μία νέα ενοποίηση, που αυτή τη φορά θα περιελάμβανε όλες τις δυνάμεις που βρίσκονταν μεταξύ της ΕΡΕ και της ΕΔΑ. Στις αρχές της νέας δεκαετίας, μετά την πάροδο εννέα χρόνων στην αντιπολίτευση, οι ηγέτες των διάφορων κεντρώων πολιτικών σχηματισμών αναγνώριζαν πλέον ότι ετίθετο ζήτημα πολιτικής επιβίωσης για την ίδια την παράταξη. Κατά τούτο, το 1961 συνιστά μία μείζονα καμπή στην ιστορία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η ενοποίηση του πολύπαθου κεντρώου χώρου μετέβαλε σημαντικά τον πολιτικό χάρτη της χώρας, ο οποίος για πρώτη φορά διέθετε τρεις ενιαίους σχηματισμούς στον άξονα Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η Ενωση Κέντρου παρά την εξαιρετικά περιορισμένη εσωτερική της συνοχή, πέτυχε να συσπειρώσει ένα σημαντικό τμήμα πολιτών, εκφράζοντας τις απαιτήσεις μιας κοινωνίας σε μετάβαση, όπως η ελληνική των αρχών της δεκαετίας του 1960.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική κρίση των μέσων της δεκαετίας του 1960 κατέδειξε ότι η ενότητα αυτή ήταν μάλλον επιφανειακή. Αναιρέθηκε εκ νέου το 1965. Από τότε, πάντως, αναδύθηκε μια νέα πρόταση στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, σε περισσότερο διακριτή κεντροαριστερή βάση, με επίκεντρο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτή η νέα κεντροαριστερά διαμορφώθηκε τραυματικά και ριζοσπαστικοποιήθηκε, μέσα από τη σύγκρουση με το Στέμμα και τη χούντα, για να καταλήξει στο ΠΑΣΟΚ της μεταδικτατορικής περιόδου.
Η πολιτική αδυναμία και ο κατακερματισμός του κεντρώου/κεντροαριστερού χώρου αποτέλεσαν μια από τις μεγάλες αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος της πρώτης μεταπολεμικής εποχής, ώς το 1961.
Σε μια περίοδο κατά την οποία σε όλη τη Δυτική Ευρώπη ανέρχονταν κόμματα της χριστιανοδημοκρατικής Κεντροδεξιάς και της σοσιαλδημοκρατικής Κεντροαριστεράς, από το ελληνικό πολιτικό σύστημα έλειπε αυτός ο δεύτερος βασικός πυλώνας. Υπό την έννοια αυτή, η πολιτική αδυναμία του κεντρώου χώρου υπήρξε ένα δομικό πρόβλημα του μεταπολεμικού πολιτικού συστήματος, ένα σημείο απόκλισης από το δυτικοευρωπαϊκό παράδειγμα και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των θεσμικών και πολιτικών ελλειμμάτων της χώρας.
(*) Ο κ. Χρήστος Χρηστίδης διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην “Καθημερινή” στις 18.1.2015