Προστασία του περιβάλλοντος από τα Υγρά Απόβλητα των ελαιουργείων, με παράλληλη ενεργειακή αξιοποίησή τους
Tου Δημήτρη Κ. Σαρρή, π.Υφυπουργού-Νομάρχη Ηρακλείου
Πριν λίγες μέρες ,είδαν το φως της Δημοσιότητας καταγγελίες ,σύμφωνα με τις οποίες, παρατηρήθηκε ,εντελώς πρόσφατα, εκτεταμένη ρύπανση ,σε Φράγματα του Νομού ,από ανεξέλεγκτη απόρριψη υγρών αποβλήτων Ελαιουργείων (Κατσίγαρων).
Το θέμα είναι παλαιό και παραμένει άλυτο,
Το 2005, αντιπροσωπεία της ΝΑΗ ,επισκέφθηκε την ΙΣΠΑΝΙΑ , για να δούμε ,με τα ίδια μας τα μάτια , πώς έχουν αυτοί ,προ πολλού, λύσει το πρόβλημα ,προστατεύοντας παράλληλα το περιβάλλον από τά Απόβλητα των ελαιουργείων τους, , που ρυπαίνουν και καταστρέφουν την πανίδα και την χλωρίδα, με παράλληλη, όμως,ενεργειακή αξιοποίηση των παραπροϊόντων των ελαιουργείων ,με την παραγωγή ηλεκτρικής Ενέργειας ,την οποία πουλούν στην αντίστοιχη ΔΕΗ, αποσβένοντας έτσι τα έξοδα ,προσποριζόμενοι και ένα σημαντικό κέρδος.
Με βάση τα παραπάνω το τότε Νομαρχιακό Συμβούλιο Ηρακλείου, διαπιστώνοντας το μεγάλο πρόβλημα της μάστιγας των υγρών αποβλήτων των Ελαιουργείων με την υπ’ αριθμ. 230 (27-10-2003) ομόφωνη απόφασή του ενέκρινε τη σύσταση επενδυτικού φορέα, κατόπιν ανοικτής προκήρυξης, στον οποίο θα συμμετείχανν η Ν.Α.Η., Αναπτυξιακές Εταιρείες, ιδιώτες επενδυτές κ.λ.π.
Η σύνθεση του επενδυτικού φορέα, βέβαια, προεβλέπετο να είναι ανοικτή σε μελλοντικούς νέους εταίρους, οι οποίοι θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον (Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών, Δήμοι, Σύνδεσμος Ελαιουργών, Ιδιώτες, κ.λ.π.) και θα πληρούν, βεβαίως, τα απαιτούμενα κριτήρια. Δυστυχώς ,κατά παράδοξο τρόπο ,οι καθ’ύλην αρμόδιοι φορείς, των ελαιουργών, δεν επέδειξαν ,τότε,το απαιτούμενο ενδιαφέρον γεγονός που αποδόθηκε είτε στο κόστος μετατροπής των τριφασικών ελαιουργείων σε διφασικά είτε στο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα διατάραζε τον <<ευαίσθητο>> τομέα των επιδοτήσεων του ελαιολάδου, βασισμένου ,τότε, στον έλεγχο τριών παραγόντων1. Την δηλωθείσα ποσότητα του ελαιολάδου 2.την καταναλωθείσα σε κιλοβατώρες ηλεκτρική ενέργεια και 3την ποσότητα της πυρήνας που μεταφέρετο στο πυρηνελαιουργείο. Εφόσον ,βέβαια,η δηλωθείσα παραχθείσα ποσότητα ελαιολάδου συμφωνούσε με την δηλωθείσα ποσότητα πυρήνας και καναλωθείσας ενέργειας ,στο ελαιουργείο,εδίδετο η επιδότηση.
Κύριος στόχος,βέβαια , της επένδυσης αυτής, ήταν η κατασκευή εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από καύση Βιομάζας (πούλπας διφασικών ελαιουργείων, αλλά και κλαδέματα αμπελιών ή ελαιών, υποπροϊόντα ξυλουργείων κ.λ.π.).
Η επένδυση αυτή εντάσσετο στα πλαίσια των προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας και υποκατάστασης του πετρελαίου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τυγχάνει κρατικής ενίσχυσης.
Βασική προϋπόθεση, βέβαια, για την επιτυχία αυτής της επένδυσης είναι η μετατροπή των τριφασικών Ελαιουργείων σε διφασικά, καθότι τα διφασικά παράγουν λάδι και ‘’πούλπα’’ και καθόλου υγρά απόβλητα ελαιουργείων.
Ο παραγόμενος αυτός πολτός από τα διφασικά ελαιουργεία αποτελεί μια πρώτης τάξεως καύσιμη ύλη για το προγραμματιζόμενο, τότε, Εργοστάσιο. Επειδή το εργοστάσιο αυτό πρέπει να λειτουργεί όλο το χρόνο, τους μεν χειμερινούς μήνες θα έχει ως καύσιμη ύλη τον πολτό των Διφασικών Ελαιουργείων, αλλά και από αποθηκευμένο πολτό σε << ειδικές πισίνες>> τους υπόλοιπους μήνες, σε συνδυασμό με την καύση επίσης αποθηκευμένων ελαιοκλαδεμάτων και αμπελοκλαδεμάτων. Η βιομάζα ως καύσιμο, είναι φιλικό προς το περιβάλλον,και αρκετά καθαρό μπορεί δε να αντικαταστήσει τα γνωστά στερεά καύσιμα σε μεγάλο βαθμό.
Στην περιφέρεια Κρήτης η κυριότερη πηγή ενέργειας ,η οποία αξιοποιείται, προς το παρόν, είναι η βιομάζα που προέρχεται από ελαιοπυρήνα και τα καυσόξυλα. Επίσης, πηγές βιομάζας – όχι ιδιαιτέρως διαδεδομένες- αποτελούν τα γεωργικά απόβλητα, υποπροϊόντα, υπολείμματα κ.λ.π. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν πηγές όπως το ο τα λιόκλαδα η πυρήνα, το Αμπέλι, η μπανάνα και το χαρούπι. κλπ
Η παραπάνω λύση είναι μονόδρομος,και πρέπει .επί τέλους,να γίνει πράξη,, τόσο για την ελαχιστοποίηση μέχρι μηδενισμού (εφόσον όλα τα τριφασικά μετατραπούν σε διφασικά) των δυσμενών επιπτώσεων από την ανεξέλεγκτη διάθεση του ‘’κατσιγάρου’’ (υγρά απόβλητα του ελαιουργείου), με ταυτόχρονα οικονομικά ωφελήματα, τα οποία θα καλύψουν το κόστος της μεγάλης αυτής αντιρρυπαντικής επιχείρησης, όσο και για την φήμη του Κρητικού Ελαιολάδου, του οποίου η ποιότητα είναι μεν αρίστη, αλλά δέχεται κριτική για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος παραγωγής του, γεγονός που αν δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα δυνητικά μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα διάθεσης του στις αγορές του εξωτερικού.