Έφυγε από τη ζωή η Χαρούλα Λαμπροπούλου, σύζυγος του Τάκη Ξ. Λαμπρόπουλου, του γνωστού ιστορικού πολυκαταστήματος της Αθήνας, μια από τις πιο γνωστές, πραγματικές αριστοκράτισσες της πρωτεύουσας.
Στη μνήμη της μεταστάσης, αφιερώνει η “Καθημερινή” το κείμενο που ακολουθεί, της Μαργαρίτας Πουρνάρα:
To έλεγε σοφά η Οντρεϊ Χέπμπορν: η αρχοντιά είναι αυτό το είδος της ομορφιάς που δεν ξεθωριάζει ποτέ. Το σκεφτόμουν κάθε φορά που έβλεπα τη Χαρούλα Λαμπροπούλου, σύζυγο του Τάκη Ξ. Λαμπρόπουλου, του γνωστού πολυκαταστήματος, να κάθεται απέναντί μου. Κοκέτα στα 90 της, με περιποιημένα μαλλιά, κομψά ντυμένη, αν και ήταν σχεδόν πάντα σπίτι, φιλόξενη με τον ωραίο παλιό τρόπο, εξομολογητική για την ωραία ζωή που έζησε πλάι στον άνδρα της και την κόρη της, Ξένια. Λίγο προτού φύγει το 2021, «έφυγε» και εκείνη από κοντά μας, χωρίς να βαρύνει και να δυσαρεστήσει κανέναν, έτσι αέρινα όσο υπήρχε. Αλλωστε, το χαρακτηριστικό της ήταν το joie de vivre: «Κάθε ηλικία έχει τα δώρα της», έλεγε και το εννοούσε. Και για εκείνη το μεγαλύτερο δώρο των στερνών ήταν οι δυο εγγονοί της, Λεωνίδας και Παναγιώτης. Ακόμα και τις ημέρες που ήταν σε βυθιότητα και δεν θυμόταν πολλά, τους αναγνώριζε και τους φώναζε με τα ονόματά τους.
Γεννημένη το 1928 στην Αθήνα, είχε πάρει τα ωραία χαρακτηριστικά της μητέρας της Μαρίας, την οποία ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα ο Αιγυπτιώτης πατέρας της Γιάννης Καμηλαρόπουλος σ’ έναν χορό. Πλάσμα ευρυμαθές και ταλαντούχο, τελείωσε τη Σχολή Χιλλ και ύστερα τελειοποίησε τα γαλλικά και τα αγγλικά της. Σχεδόν τυχαία βρέθηκε να δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή. Ηταν απροετοίμαστη, της είπαν να απαγγείλει κάτι, και εκείνη ανέσυρε από μνήμης ένα ποίημα του Καβάφη. Εγινε δεκτή δίχως να το περιμένει. Ο Βεάκης και ο Ροντήρης αναγνώρισαν αμέσως το ταλέντο της, ενώ τα άπταιστα αγγλικά της τής εξασφάλισαν μια υποτροφία για να μαθητεύσει κοντά στον Τζον Γκίλγουντ, τον σερ του βρετανικού θεάτρου με τη βαθιά φωνή. Ερχόμενη ξανά στην Αθήνα, ανέβηκε στο σανίδι, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της. Επειτα από μια παράσταση, γνώρισε τον Τάκη Ξ. στον Φλόκα στην Πανεπιστημίου. Τότε ένα κορίτσι δεν κυκλοφορούσε μόνο του. Ομως η μητέρα της την εμπιστευόταν: «Το μέτρο των πράξεών σου θα είναι η συνείδησή σου», της έλεγε.
Ο έρωτας με τον επιχειρηματία ήταν πολύ δυνατός, και εκείνος της είπε από την αρχή πως γάμος και θέατρο δεν συμβιβάζονταν. Υποχώρησε, αν και μέχρι και το τέλος της ζωής της δεν έχανε παράσταση, το σανίδι παρέμενε η μεγάλη της αγάπη. Ανέθρεψε την Ξένια με ελευθερία, περισσή αγάπη και επίγνωση πως εύπορος είναι αυτός που μοιράζεται και είναι ολιγαρκής. Εξαιρετική μαγείρισσα, άφησε εποχή με τα τραπέζια της, είτε ήταν παραδοσιακή ελληνική κουζίνα είτε ένα περίπλοκο γαλλικό γλυκό. Οι υπάλληλοι του πολυκαταστήματος τη λάτρευαν. Και στο άγγελμα του θανάτου της πολλοί πήραν να συλλυπηθούν. Το Δ.Σ. του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος Δημητρίου και Μπλανς Λαμπροπούλου κατέθεσε 12.000 ευρώ, στη μνήμη της, στο Σωματείο Αγιος Αλέξανδρος και 6.000 στην Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει.
Καθημερινή